Ιερός Ναός ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Καστέλλας Πειραιώςαυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Κυριακή του Θωμά του Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.

 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (9.5.2021)


Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου


Η σημερινή Κυριακή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι η Κυριακή του Θωμά και το

μεν αποστολικό ανάγνωσμα που ακούσαμε προηγουμένως είναι μια περικοπή από

τις Πράξεις των Αποστόλων, το δε ευαγγελικό μια περικοπή από το κατά Ιωάννην

Ευαγγέλιο, στο οποίο ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας περιγράφει δύο από τις

εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού στους μαθητές, την πρώτη το εσπέρας της

αναστάσεως, απόντος του Θωμά και την δεύτερη, οκτώ ημέρες αργότερα,

παρόντος του Θωμά, ο οποίος και αξιώθηκε να ψηλαφίσει τον αναστάντα Κύριο.

Σε προηγούμενες χρονιές αναλύσαμε το περιεχόμενο της ευαγγελικής περικοπής,

γι’ αυτό και σήμερα δεν θα επανέλθουμε σ’ αυτό. Στα λίγα λεπτά που έχουμε στη

διάθεσή μας θα απασχολήσω την αγάπη σας με ένα θέμα που έχει βέβαια και αυτό

σχέση με την ανάσταση. Πρόκειται για ένα θέμα, για το οποίο πολύς λόγος γίνεται

τον τελευταίο καιρό και πολλές αντικρουόμενες γνώμες ακούγονται από πολλούς.

Ήδη στη Θεία λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου το εσπέρας αναφερθήκαμε

ακροθιγώς γύρω από το θέμα αυτό και σήμερα, που έχουμε μια κάποια μεγαλύτερη

άνεση χρόνου, θα αναφερθούμε κάπως εκτενέστερα, βασιζόμενοι σε σχετική

μελέτη κορυφαίου θεολόγου εγνωσμένου κύρους και πνευματικότητος. Πρόκειται

για το θέμα του χρόνου κατά τον οποίο πρέπει να γίνεται ο εορτασμός της

ανάστασης.

Πολλοί χριστιανοί τις τελευταίες ημέρες μας θέτουν το καυτό ερώτημα: Πότε

ακριβώς έγινε η ανάσταση του Κυρίου; Όπως λέγαμε και προχθές, το μέγα

Σάββατο, κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς αναστήθηκε ο Κύριος, διότι οι

ευαγγελιστές δεν μας λέγουν τίποτε περί αυτού. Εκείνο, για το οποίο μας

πληροφορούν είναι: πότε οι μυροφόρες διαπίστωσαν την ανάσταση, δηλαδή

«όρθρου βαθέως», λίγο πριν να ξημερώσει η μία των Σαββάτων, η Κυριακή του

Πάσχα. Σχετικά με το θέμα του χρόνου της Αναστάσεως ασχολήθηκε αναλυτικά ο

Άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας, (3ος αιών), όταν κάποιος επίσκοπος του έθεσε το

ερώτημα: πότε, δηλαδή ποιά ώρα ακριβώς, πρέπει να σταματά η προ του Πάσχα

νηστεία. Του έγραφε ο επίσκοπος ότι σε κάποιες περιοχές βιάζονται και

διακόπτουν την νηστεία το απόγευμα του Σαββάτου, ενώ αλλού την διακόπτουν το

πρωΐ της Κυριακής, τα χαράματα, περιμένοντας να λαλήσει ο πετεινός. Ο Άγιος

Διονύσιος απαντά ότι το να ορισθεί ο ακριβής χρόνος της Αναστάσεως, είναι

δύσκολο και λανθασμένο, «δύσκολον και σφαλερόν», διότι οι ευαγγελισταί δεν

μας παραδίδουν με ακρίβεια την ώρα της ᾽Αναστάσεως· «μηδέν απηκριβωμένον

εν αυτοίς περί της ώρας, καθ᾽ ην ανέστη, φαίνεται». Μας ομιλούν για διάφορες

επισκέψεις στον τάφο σε διαφορετικούς χρόνους, αλλά σε όλες αυτές τις

επισκέψεις των Μυροφόρων και των Αποστόλων λέγεται ότι ο Κύριος είχε ήδη

αναστηθή·  Πάντως κανένας ευαγγελιστής δεν μας είπε πότε ακριβώς αναστήθηκε

ο Χριστός· «Και πότε μεν ανέστη, σαφώς ουδείς απεφήνατο». Αυτό στο οποίο

συμφωνούν όλοι οι ευαγγελισταί είναι ότι από το βράδυ αργά του Σαββάτου μέχρι


2

την ανατολή του ηλίου το πρωΐ της Κυριακής οι επισκεφθέντες τον τάφο τον

βρήκαν κενό, άδειο, διότι ήδη είχε αναστηθή ο Χριστός. Συμπερασματικά, ο Άγιος

Διονύσιος λέγει ότι δεν πρέπει να ακριβολογούμε «ποίαν ώραν ή και ποίον

ημιώριον, ή ώρας τέταρτον» αναστήθηκε ο Χριστός, ώστε να αρχίσουμε την χαρά

και την πανήγυρη της Αναστάσεως. Αυτούς που βιάζονται και διακόπτουν την

νηστεία προ του μεσονυκτίου τούς μεμφόμεθα ως αμελείς και ακρατείς, ενώ όσους

καθυστερούν και περιμένουν τήν «τετάρτην φυλακήν της νυκτός», δηλαδή το

τέταρτο τρίωρο της νύκτας, το διάστημα από 3-6 το πρωΐ, τούς επαινούμε «ως

γενναίους και φιλοπόνους». Τούς ενδιαμέσους, αυτούς δηλαδή που κατέλυσαν

μεταξύ του μεσονυκτίου και της αυγής, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη,

ούτε τούς μεμφόμεθα ούτε τούς επαινούμε, απλώς δεν τούς ενοχλούμε. 1 Με τούς

ενδιαμέσους, βέβαια, αυτούς δεν εννοεί ο Άγιος Διονύσιος τούς σημερινούς

Χριστιανούς οι οποίοι, μόλις ακούσουν το «Χριστός Ανέστη» στις 12 τα

μεσάνυχτα, χωρίς να έχει τελειώσει η Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως, φεύγουν

από τον Ναό και το ρίχνουν στο φαγοπότι. Εννοεί το τελείωμα της Θείας

Λειτουργίας σύντομα μετά τα μεσάνυκτα. Την σπουδαία αυτή ανάλυση του Αγίου

Διονυσίου Αλεξανδρείας, υιοθέτησε και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, η

οποία ορίζει με τον 89ο Ιερό Κανόνα της ότι πρέπει η παύση της νηστείας να

γίνεται μετά το μεσονύκτιο του Σαββάτου προς την Κυριακή, διότι, κατά την

ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου στον εν λόγω Κανόνα, από την ευαγγελική

διήγηση «συνάγεται ότι κατά το μεσονύκτιον ανέστη ο Κύριος παρελθούσης της

στ´ ώρας και αρχομένης της ζ´». 2 Επίσης όλα τα αρχαία τυπικά όπως το

Σαββαϊτικό, το Στουδιτικό, το Αγιορειτικό, το Πατριαρχικό της

Κωνσταντινούπολης μαρτυρούν ότι η τελετή της αναστάσεως ουδέποτε γινόταν

πριν από το μεσονύκτιο.

Είναι πολύ χρήσιμο στο σημείο αυτό, να κάνουμε κάποια βασική διάκριση, την

διάκριση μεταξύ του φυσικού και του λειτουργικού χρόνου. Ακλουθώντας η

Εκκλησία τον λειτουργικό χρόνο στην τέλεση των ιερών ακολουθιών του

ημερονυκτίου, καθόλου δεν απομειώνει, ούτε καταργεί τον φυσικό χρόνο, αλλά

δίνει την ίδια βαρύτητα και σημασία, τόσο στον λειτουργικό, όσο και στον φυσικό

χρόνο. Το ότι δηλαδή λειτουργικά η ημέρα αρχίζει από τον εσπερινό της

προηγούμενης, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι καταργεί το 24ωρο ημερονύκτιο

του φυσικού χρόνου. Επίσης έχει σημασία να τονιστεί ότι οι λατρευτικές

ακολουθίες στις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές και τις εορτές των αγίων

μετά τον εσπερινό είναι ελάχιστες, ενώ οι της κύριας ημέρας είναι πολλαπλάσιες,

μεταξύ δε αυτών η τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, που αποτελεί το

κέντρο, την καρδιά της ημερονύκτιας λατρείας. Μετά τον εσπερινό έχουμε μόνον

το απόδειπνο, ενώ μετά την ακολουθία του μεσονυκτικού, που χωρίζει την


1 Βλ. τό κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς εἰς Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς

τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ὑπό Αγαπιου Ἱερομονάχου καί Νικοδημου Μοναχοῦ, Ἐκδοτικός Οἶκος

«᾽Αστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 544-545 καί εἰς PG 10, 1272 ἑἑ.

2 Πηδάλιον, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 297, ὑποσημ. 2.


3

παραμονή από την κύρια ημέρα, έχουμε τις ακολουθίες των ωρών, της α´, της γ´

και της στ´ ώρας, την ακολουθία του Όρθρου, την κορυφαία και κεντρική

ακολουθία της Θείας Λειτουργίας, και την θ´ ώρα προ του εσπερινού, με την οποία

κλείνει ο ημερονύκτιος λειτουργικός κύκλος. Η Θεία Λειτουργία των

Χριστουγέννων, για παράδειγμα, αρχίζει μεν από την παραμονή, αλλά

ολοκληρώνεται την κυριώνυμη ημέρα της εορτής, με την τέλεση της Θείας

Λειτουργίας. Γι’ αυτό άλλωστε ποτέ δεν τελούμε την Θεία Λειτουργία των

Χριστουγέννων, ή των Θεοφανείων, το εσπέρας της παραμονής, αλλά πάντοτε την

κυριώνυμη ημέρα της εορτής. Το ίδιο ισχύει και για το Πάσχα. Και γενικότερα σε

όλες τις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές, αλλά και σε όλες τις εορτές των

αγίων, τελούμε την Θεία Λειτουργία, όχι το εσπέρας της παραμονής, αλλά τις

πρωϊνές ώρες της κυριωνύμου ημέρας. Επίσης έχει σημασία να τονιστεί, ότι ο

λειτουργικός χρόνος δεν ισχύει για όλες τις εκδηλώσεις της ζωής της Εκκλησίας,

όπως π.χ. για τον θεσμό της νηστείας. Μπορούμε π.χ. να διακόψουμε την νηστεία

της Τετάρτης, ή της Παρασκευής μετά τον εσπερινό αυτών των ημερών, αν από

τον εσπερινό αρχίζουν η Πέμπτη και το Σάββατο; Ή πρέπει να αρχίσουμε να

νηστεύουμε από τον εσπερινό της Τρίτης και της Πέμπτης, αν μετά τον εσπερινό

αρχίζουν η Τετάρτη και η Παρασκευή; Νομοθέτησε επίσης ποτέ η Εκκλησία να

αρχίζουμε την νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής από το εσπέρας της

Κυριακής της Τυρινής; Όχι βέβαια. Ποτέ.

Ας έρθουμε τώρα να πούμε λίγα λόγια γύρω από την Παράδοση της Εκκλησίας

μας, η οποία Παράδοση, Αποστολική και Πατερική, σύμφωνα με την δογματική

διδασκαλία της Εκκλησίας μας έχει την ίδια αξία και το ίδιο διαχρονικό κύρος με

την αγία Γραφή, γι’ αυτό και η τήρησή της είναι υποχρεωτική για όλους τους

πιστούς, κλήρο και λαό. Το πρώτο βάθρο, το πρώτο θεμέλιο πάνω στο οποίο με

σιγουριά και βεβαιότητα θεμελιώνεται ολόκληρη η ζωή της Εκκλησίας μετά την

Αγία Γραφή, είναι η Παράδοση της Εκκλησίας. Όσοι αγνοούν την Παράδοση

προτεσταντίζουν. Οι Προτεστάντες απορρίπτουν την Παράδοση, δέχονται μόνον

την Αγία Γραφή, την οποία ερμηνεύει ο καθένας κατά το δοκούν, γι᾽ αυτό και

διαλύθηκαν σε χίλια κομμάτια. Είναι σαφέστατη και υποχρεωτική η σύσταση του

Αποστόλου Παύλου να τηρούν οι Χριστιανοί τις Παραδόσεις· «Στήκετε», λέγει ο

απόστολος, η μάλλον το Πνεύμα το άγιον δια του αποστόλου, «και κρατείτε τας

παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι᾽ επιστολής ημών». 3 Ο ίδιος

μάλιστα αυστηρότερα αναθεματίζει όσους παραβαίνουν αυτά που παρέλαβαν,

ακόμη και αν την καινοτομία την παρουσιάσουν και την διδάξουν άγγελοι από τον

ουρανό: «Αλλά και εάν ημείς η άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ᾽ ο

ευηγγελισάμεθα υμίν ανάθεμα έστω. Ως προειρήκαμεν και άρτι πάλιν λέγω· ει τις

υμάς ευαγγελίζεται παρ᾽ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω». 4

Όταν η Εκκλησία αντιμετώπιζε την αίρεση της Εικονομαχίας, διαιρέθηκαν οι

επίσκοποι και οι θεολόγοι σε υποστηρικτές των Αγίων Εικόνων και σε εχθρούς και


3 Β´ Θεσ. 2, 15.

4 Γαλ. 1, 8-9.


4

εικονομάχους. Και από τις δύο πλευρές διατυπώνονταν και ανταλλάσσονταν

θεολογικά επιχειρήματα, που δημιουργούσαν σύγχυση στο πλήρωμα της

Εκκλησίας. Η Ζ´ Οικουμενική Σύνοδος που ασχολήθηκε με το θέμα, (787), και

καταδίκασε τούς Εικονομάχους, δεν απέφυγε να ασχοληθεί με την διδασκαλία τους

και να αναιρέσει τα επιχειρήματά τους. Το δυνατώτερο όμως επιχείρημα της

Συνόδου, που το προέταξε των θεολογικών συζητήσεων ήταν το ορθόδοξο

επιχείρημα, να τηρηθεί η Παράδοση. Λέγει η Σύνοδος στις αποφάσεις της: «Τη

παραδόσει της καθολικής Εκκλησίας εξηκολουθήσαμεν και ούτε ύφεσιν ούτε

πλεονασμόν εποιησάμεθα, αλλ᾽ αποστολικώς διδαχθέντες, κρατούμεν τας

παραδόσεις ας παρελάβομεν πάντα αποδεχόμενοι και ασπαζόμενοι, όσαπερ η

αγία καθολική Εκκλησία αρχήθεν των χρόνων αγράφως και εγγράφως

παρέλαβεν». 5 Η τιμή προς τις Άγιες Εικόνες ήταν αιωνόβια παράδοση της

Εκκλησίας, και αυτή την παράδοση δεν μπορούσε να την αλλάξει η Εκκλησία, ή

να την αλλοιώσει. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτής της Παραδόσεως

αποτελούν οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, όπως και εκείνων από τις

Τοπικές, που απέκτησαν οικουμενικό κύρος. Οι αποφάσεις αυτές διακρίνονται

στους λεγόμενους «όρους», που έχουν δογματικό περιεχόμενο, και στους Ιερούς

Κανόνες, που έχουν κανονιστικό περιεχόμενο. Όπως είδαμε προηγουμένως ο 89ος

ιερός Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Σύνοδου, που είναι μια Σύνοδος, την

οποία συγκρότησαν άγιοι και θεοφόροι πατέρες, γι’ αυτό και θεωρείται ως

Σύνοδος, θεοπνεύστου και διαχρονικού κύρους, έλυσε οριστικά και τελεσίδικα το

θέμα του χρόνου του εορτασμού της Ανάστασης. Επομένως λοιπόν, με βάση τα

όσα αναφέραμε προηγουμένως, η Ανάσταση του Κυρίου πρέπει να εορτάζεται

μετά το μεσονύκτιο του Σαββάτου, γι᾽ αυτό άλλωστε και η επόμενη μέρα

ονομάσθηκε Κυριακή, επειδή υποδηλώνει την Ανάσταση του Κυρίου.

Θεώρησα αναγκαίο να κάνω τις παρά πάνω διασαφίσεις για να βοηθηθούν

πνευματικά οι ψυχές εκείνες, που εξακολουθούν να ταλαντεύονται και να

προβληματίζονται γύρω από το σημαντικό αυτό θέμα. Σε άλλη ευκαιρία θα πούμε

περισσότερα γύρω από το θέμα αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου