Η εικόνα της Παναγίας της Ρομφαίας !
Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ Φαλήρου κος Σεραφείμ προσέφερε στο ναό μας την εικόνα της Παναγίας της Ρομφαίας ,η οποία αγιογραφήθηκε εξ αντιγραφής από τον Αγιογράφο κον Δημήτρη Βερνέζη ,ο οποίος ζει κ εργάζεται στο Προκόπι Ευβοίας κατ εντολήν κ εξόδοις κ Δέηση της Μεγαλοσχήμου Μοναχής Αγγελικής Προσκυνητρίας
Το πρωτότυπο της εικόνας κατά πληροφορίες υπάρχει σε μονή στη Βουλγαρία ,
Η εικόνα τοπεθετήθηκε σε προσκυνητάρι με τη φροντίδα του προισταμένου του ναού μας Πανοσιολογιότατου Αρχιμανδρίτου Παύλου Δημητρακοπούλου ,ώστε να κοσμεί κ να προστατεύει το ναό μας κ τους πιστούς!
Θα τιμούμε την εορτή της την 3η ημέρα του μηνός Φεβρουαρίου εκάστου έτους!
Εκάστη Παρασκευή μετά τον εσπερινό θα τελείται παράκληση στη χάρη της.
Δημοσιεύουμε φωτογραφίες ,όπως θα δείτε παρακάτω, από την ευλογημένη ημέρα της αφίξεώς της μέχρι την τελική της τοποθέτηση στο ιερό Προσκυνητάρι.
Πληροφορίες σχετικά με την Παναγία πήραμε από το διαδίκτυο από σχετική ανάρτηση:
Η ΡΟΜΦΑΙΑ
Όταν η Παναγία πήγε να σαραντίσει στο ναό μαζί με τον Ιωσήφ και το μικρό Χριστό, ο Συμεών, αφού ευλόγησε (δοξολόγησε δηλαδή) τον Θεό και είπε το «νυν απολύεις», μετά ευλόγησε αυτούς και είπε στην Μαριάμ μεταξύ των άλλων· «και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (Λκ. 2,35). Την ψυχή σου κατά την διάρκεια της ζωής σου θα την περάσει πολλές φορές ρομφαία, που θα ξεσχίζει οδυνηρά την ψυχοσωματική σου ύπαρξη.
Αυτή η προφητεία του Συμεών βγήκε πέρα για πέρα αληθινή.
Την ζωή της Παναγίας την σημάδεψε από την αρχή του ευαγγελισμού της ο πόνος, η ανησυχία, το δάκρυ. Όταν την είπε ο Γαβριήλ ότι θα γεννήσει με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, ήξερε ότι θα την υποπτευόταν ο Ιωσήφ και ότι η ποινή γι’ αυτήν, αν την κατήγγειλε στους Ιουδαίους, ήταν ο λιθοβολισμός. Θα κινδύνευε να πεθάνει με επώδυνο και φρικτό τρόπο και μάλιστα με σπιλωμένη την φήμη της και την υπόληψή της. Βέβαια ο Θεός δεν το επέτρεψε αυτό και ειδοποίησε τον εύσπλαχνο και ευσεβή Ιωσήφ τι συνέβη, αλλά η Παναγία σίγουρα έζησε την ταραχή και την αγωνία έως τότε.
Ξεκινά να απογραφεί στην Βηθλεέμ, την πιάνουν οι πόνοι, θέλει να γεννήσει και κανένα σπίτι δεν ανοίγει. Αναγκάζεται να καταλήξει στον στάβλο και κει μέσα στις κοπριές και τα ούρα των ζώων να γεννήσει και να απιθώσει τον Σωτήρα και Βασιλιά του κόσμου (!) σε ένα παχνί. Πόσο δοκιμάστηκε! Πόσο υπέφερε!
Μόλις γεννήθηκε ο Χριστός και τον προσκύνησαν ποιμένες και μάγοι και τον ύμνησαν οι άγγελοι, ο Ηρώδης διατάσσει διωγμό για να σφάξει το βρέφος. Αναγκάζεται η Παναγία να γίνει φυγάς και αναγκαστικά πρόσφυγας και να επιχειρήσει δύσκολο ταξίδι στην Αίγυπτο, για να σώσει το βρέφος. Αναγκάστηκε να ζήσει μέσα σε αλλόφυλη και αλλόθρησκη χώρα, μακριά από την ευλογημένη γη της Παλαιστίνης, μακριά από το ναό και την λατρεία των Ιουδαίων. Το τι σημαίνει αυτό μόνο όσοι γνώρισαν κατατρεγμό, προσφυγιά και ξενιτιά εν μέσω αλλοφύλων και αλλοθρήσκων αυτοί το ξέρουν.
Γυρίζει μετά ειδοποίηση του Θεού ότι πέθανε ο Ηρώδης και επειδή στην Ιουδαία βασίλευε ο υιός του ο Αρχέλαος, ο οποίος κι αυτός είχε φήμη σκληρού ηγεμόνος, ο Ιωσήφ κατευθύνθηκε ξανά προς την Ναζαρέτ. Η Ναζαρέτ υπήρξε κακόφημη πόλη και πολύ άσχημα φέρθηκε στον Χριστό. Ο Χριστός για να την τιμήσει άρχισε το κήρυγμά του από αυτήν. Τους είπε ότι η προφητεία του Ησαΐα για τον Μεσσία εκπληρώθηκε σ’ αυτόν. Εκείνοι απίστησαν και όταν τους ήλεγξε ο Χριστός για την απιστία τους, εκείνοι νευρίασαν πολύ και επιχείρησαν να τον κατακρημνίσουν από το βουνό στο οποίο ήταν κτισμένη η πόλη τους (Λκ. 4,29-30). Πόσα τράβηξε η Παναγία ζώντας μαζί τους για πολλά χρόνια.
Στο διάστημα της δράσεώς του Χριστού πόσα θα υπέφερε η αγία του μητέρα, όταν έβλεπε και άκουγε τις ειρωνείες, τις συκοφαντίες, την ποικίλη εχθρότητα και ψυχρότητα του ιερατείου και του θεολογικού κόσμου της τότε εποχής! Τον καιρό της επί γης παρουσίας του τον κατηγορήσανε· σαν «φάγο και οινοπότη, φίλο των τελωνών και των αμαρτωλών» (Ματθ. 11,19)· σαν τρελλό (Μαρκ. 3,21)· σαν ενεργούμενο του Σατανά, ότι δηλαδή κάνει τα θαύματά του με τη δύναμη του Σατανά (Ματθ. 9,34)· σαν απατεώνα, «κύριε, εμνήσθημεν ότι ούτος ο πλάνος είπεν έτι ζων, μετά τρεις ημέρας εγείρομαι» (Ματθ. 27,63)· σαν βλάσφημο και αντίθεο τον κατηγόρησε ο αρχιερέας, όταν ο Χριστός δέχθηκε ότι είναι ο Μεσσίας και ο Υιός του Θεού (Ματθ. 26,65). Καταιγισμός συκοφαντιών και σε ποσότητα και σε ποιότητα.
Και το αποκορύφωμα της θλίψεώς της φθάνει στον σταυρό.
Βλέπει τον υιό της, που ευεργέτησε πληθωρικά και πρωτόγνωρα τους ομοεθνείς της, να βασανίζεται, να προπηλακίζεται, να κακοποιείται άδικα και αδικαιολόγητα.
Βλέπει να προτιμάται ένας φονιάς και ληστής από τον υιό της.
Και στο τέλος βλέπει να τον ανεβάζουν στον σταυρό, που ό ίδιος μετέφερε.
Το φυσικό και άψυχο σύμπαν δεν άντεξε το τραγικό και ανόσιο θέαμα και υπέστη διάφορα γεγονότα. Έγινε σεισμός, ο ήλιος σκοτείνιασε, οι πέτρες σχίστηκαν, τα μνήματα άνοιξαν και νεκροί βγήκαν μέσα από αυτά. Γενικά οι δυνάμεις της γης σαλευτήκαν και τα πάντα πήγαν να διαλυθούν και να κονιορτοποιηθούν.
Πως αντέδρασε η Παναγία;
Μήπως απελπίστηκε; Μήπως σάλεψαν τα λογικά της; Μήπως έγινε θηρίο από την φυσιολογική οργή και αγανάκτηση; Μήπως τους καταράστηκε ή μήπως είπε αυτό που συχνά λένε οι «ευσεβείς», «να το βρείτε από τον Θεό»;
Τίποτα από όλα αυτά. Η θλίψη της υπήρξε, αν και αφόρητη και απερίγραπτη, συγκρατημένη και ελεγχόμενη. Τίποτα το μακάβριο, το σπαραξικάρδιο, το ανεξέλεγκτο και υστερικό. Η βυζαντινή ζωγραφική απέδωσε πολύ χαρακτηριστικά το πάθος και τη θλίψη της Παναγίας μέσα από μία σιωπηλή και ήρεμη απεικόνιση της λύπης της. Στη δυτική τέχνη τα πράγματα είναι φρικιαστικά και ανέλπιδα, χωρίς κανένα μέτρο και όριο.
Ανάμεσα στα ποιητικά κείμενα τα σχετικά με τον πόνο και την δοκιμασία της Παναγίας στο πάθος και στο θάνατο του υιού της είναι και οι θρήνοι της Μεγάλης Παρασκευής. Έναν από αυτούς, δημιούργημα του Συμεών του μεταφραστού, παρουσιάζει ο αείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος Κων/νος Καλλίνικος στο έργο του «Θεοτοκιάς» σε αποσπάσματα. Τον παραθέτουμε σε μετάφραση για να κατανοήσουμε τον πόνο της Παναγίας.
(Σκέπτομαι) γλυκύτατε Ιησού, ότι αυτοί που ήλθαν από την Περσία σου πρόσφεραν, όταν γεννήθηκες, όχι μόνο χρυσάφι σαν βασιλιά και λιβάνι σαν Θεό αλλά και σμύρνα σαν θνητό. Εσύ χωρίς πνοή ανάμεσα στους νεκρούς και μέσα στα δώματα του Άδη τριγυρνάς κι εγώ αναπνέω και τριγυρνώ με τους ζωντανούς.
Και όμως δεν καταλαβαίνω για ποιες πράξεις σου σε έχουν εξοντώσει. Η αρετή σου κάλυψε τους ουρανούς λέγει ο Αββακούμ. Και τώρα ο πιο ωραίος από τους ανθρώπους κείτεται χωρίς μορφή και άδοξος κηδεύεται στη γη. Εσύ που τη δόξα σου διηγούνται οι ουρανοί. Αλλοίμονό μου, νεκρός εσύ μέσα σε μνήμα πέτρινο, εσύ που από πέτρες ανέστησες παιδιά για τον Αβραάμ. Ακόμη και στον ήλιο τον αισθητό έπεσε σκοτεινιά, αφού ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης εξέλιπε. Και οι πέτρες ράγισαν και μαζί τους κινδυνεύει να ραγίσει και η καρδιά μου.
Ω νεκρέ γυμνέ! Ποιο από τα μέλη σου δεν έπαθε; Θεϊκό μου κεφάλι, που δέχθηκες αγκάθια και τα έμπηξες στην καρδιά μου. Ιερό μου και κόσμιο κεφάλι· παλιά δεν είχες που να γείρεις και να αναπαυθείς. Τώρα έγειρες στον τάφο και αναπαύτηκες. Αγαπημένο μου κεφάλι, χτυπήθηκες με καλάμι. Πρόσωπο που δέχθηκες ραπίσματα. Ακόμη, και άλλη κυψέλη μελιού γεύθηκες, κατάπικρη χολή· και σε πότισαν ξίδι δυνατό. Στόμα που μέσα του δεν βρέθηκε δόλος. Χέρια που έπλασαν τον άνθρωπο και τώρα καρφωμένα στο σταυρό απλώνονται προς τον Άδη. Πλευρό που δέχθηκες χτύπημα από λόγχη εξ αιτίας της πρώτης μητέρας (του γένους μας), που πλάστηκε από πλευρό. Πόδια που περπάτησαν πάνω στα κύματα και αγίασαν τα ορμητικά νερά, (τώρα είστε καρφωμένα και ακίνητα).
Γιε μου, που υπήρξες πριν από την μητέρα σου, ποιους επιταφίους θρήνους και ποιους επικηδείους ύμνους να σου ψάλλω!
Δεν είμαι εγώ πια στάμνα του μάννα· γιατί το μάννα, που τρέφει ψυχές έχει σκορπίσει γύρω από τον τάφο.
Δεν είμαι εγώ πια η βάτος, που δεν την κάψανε οι φλόγες· γιατί ολόκληρη έχει αφανιστεί από τη νοητή φωτιά της ταφής σου.
Δεν είμαι πια εγώ η λυχνία, γιατί το φως έχει μπει κάτω από το μόδιο.
Συ με ανέδειξες πλατυτέρα των ουρανών, από την οποία έλαμψε ο ήλιος της δόξας. Έκαμες να με μακαρίζουν όλες οι γενεές. Τώρα δεν καταλαβαίνω πως όλα αυτά είναι σε σύγχυση και το μέλι ανακατεύεται με το φαρμάκι.
Τι βλέπω και τι έπρεπε να βλέπω! Σήμερα και τον ήλιο έκρυψες και στο καταμεσήμερο έφερες την νύχτα. Αλλά πού είναι το πλήθος των 5.000 ανδρών, που τους έθρεψες με το θαύμα; Πού είναι όσοι χόρευαν από τη χαρά τους, που από τόσες ασθένειες τους θεράπευσες; Ή πού είναι όσους ανέστησες από τον Άδη; Γιατί μόνος ο Νικόδημος τα καρφιά από τα χέρια και τα πόδια έβγαλε· σε κατέβασε από το σταυρό και σε ακούμπησε στην αγκαλιά μου την πονεμένη, την ίδια που σε βάσταζε με χαρά, όταν ήσουν βρέφος;
Πικρά τα εντάφια! Εσύ που χάριζες ζωή στους νεκρούς μπροστά στα μάτια μου κείτεσαι νεκρός. Κι εγώ που φρόντισα τις πάνες τις βρεφικές, τώρα φροντίζω και τις νεκρικές!
Τι περίεργο· φάνηκα μητέρα του πλαστουργού μου και τώρα πάλι έγινε το αντίθετο, για να πονέσω, διότι παραβρέθηκα στην κηδεία του γιου μου. Τότε γλίτωσα τους πόνους της γέννας· τώρα όμως πικρές οδύνες νιώθω μέσα μου στην ταφή σου. Πολλές φορές σαν βρέφος ξύπνησες στην αγκαλιά μου και τώρα σαν νεκρός κοιμάσαι.
Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε σένα και τον θάνατο; Τι σύνδεση υπάρχει ανάμεσα στην ταφή και την ζωή, που από μόνη της υπάρχει;
Ποιός θα σε υμνήσει επάξια ως Θεό, και ποιος θα σε θρηνήσει ως νεκρό, όπως ταιριάζει;
Αλλά οικοδόμησε τον ναό σου, που διέλυσες, μέσα σε τρεις μέρες, όπως ο ίδιος είπες.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ