ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (30.5.2021)
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Η σημερινή Κυριακή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι η πέμπτη Κυριακή από του
Πάσχα, η Κυριακή της Σαμαρείτιδος και ονομάσθηκε έτσι, επειδή την ημέρα αυτή η
αγία μας Εκκλησία καθιέρωσε να μνημονεύουμε τον διάλογο που είχε ο Κύριος με
μια γυναίκα Σαμαρείτιδα, τον οποίο διασώζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο 4 ο
κεφάλαιο του ευαγγελίου του. Πρόκειται για ένα μακρό διάλογο, που είχε σαν
αποτέλεσμα να πιστεύσει τελικά η γυναίκα στα λόγια του Κυρίου και αργότερα να
βαπτισθεί και να ασκήσει μάλιστα και ιεραποστολικό έργο. Η σημερινή αποστολική
περικοπή είναι μια περικοπή από το 11ο κεφάλαιο των Πράξεων, στην οποία ο
ευαγγελιστής Λουκάς μας περιγράφει, πως ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε
προοδευτικά έξω από τα όρια της Παλαιστίνης και έφθασε μέχρι την Αντιόχεια και
πως η μεγάλη αυτή πόλις της εποχής εκείνης συν τω χρόνω εξελίχθηκε σε ένα
σπουδαίο ιεραποστολικό κέντρο, χάρις στην ιεραποστολική δράση του Βαρνάβα και
του Παύλου.
Σύμφωνα με την διήγηση του Λουκά: «Οι μεν ουν διασπαρέντες από της
θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και
Αντιοχείας, μηδενί λαλούντες τον λόγον ει μη μόνον Ιουδαίοις». Εδώ ο Λουκάς
μας ομιλεί για την διασπορά των Χριστιανών, που επακολούθησε μετά τον
λιθοβολισμό του Στεφάνου, δηλαδή τον φοβερό διωγμό που εξαπέλυσε η
θρησκευτική ηγεσία των Ιουδαίων εναντίον των χριστιανών. Ο διωγμός αυτός, ενώ
φαινόταν σαν μια συμφορά, στην πραγματικότητα ήταν μια ευλογία, διότι έγινε
αφορμή της διαδόσεως του ευαγγελίου σ’ όλη την Παλαιστίνη. Όλοι όσοι
διώχθηκαν κατά τον διωγμό, κατέφυγαν σε διάφορα μέρη, όχι για να ασφαλισθούν
από τον κίνδυνο του θανάτου, αλλά για να ευαγγελιστούν τον λόγο του Θεού.
Σκόρπισαν γύρω γύρω και πέρα από την Παλαιστίνη. Πήγαν μέχρι την Φοινίκη, την
Κύπρο και την Αντιόχεια. Η Φοινίκη είναι ο σημερινός Λίβανος, η δε Αντιόχεια,
βρίσκεται στη σημερινή βόρεια Συρία. Όλοι αυτοί οι ιεραπόστολοι, που έφθασαν
μέχρι αυτά τα μέρη, δεν κήρυτταν το ευαγγέλιο στους ντόπιους κατοίκους,
(Κυπρίους, Φοίνικες, Αντιοχείς), που ήσαν ειδωλολάτρες, παρά μόνο στους
Ιουδαίους. Δεν είχαν ακόμη τέτοια εντολή από το Πνεύμα το άγιο. Το πρώτο
άνοιγμα προς τους εθνικούς, το έκανε ο Πέτρος, βαπτίζοντας τον Κορνήλιο, που
ήταν όχι απλώς εθνικός, αλλά και απερίτμητος, διότι υπήρχαν και πολλοί εθνικοί,
που ήταν προσήλυτοι και είχαν περιτμηθεί.
«Ήσαν δε τινες εξ αυτών άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, οίτινες εισελθόντες
εις Αντιόχειαν ελάλουν προς τους Ελληνιστάς, ευαγγελιζόμενοι τον Κύριον
Ιησούν». Μεταξύ εκείνων που διεσπάρησαν λόγω του διωγμού ήσαν και κάποιοι
Ελληνιστές, δηλαδή Εβραίοι μεν ως προς την καταγωγή, αλλ’ οι οποίοι είχαν
γεννηθεί εκτός της Παλαιστίνης, οι οποίοι ήρθαν στην Αντιόχεια και άρχισαν να
διδάσκουν το ευαγγέλιο στους εκεί κατοικούντας Ελληνιστές, δηλαδή τους
Εβραίους της διασποράς, που ομιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Η Αντιόχεια ήταν
2
την εποχή εκείνη, μεγάλο διοικητικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Ήταν η
τρίτη πόλις του κόσμου, μετά την Ρώμη και την Αλεξάνδρεια. Ήταν η Ρώμη της
ανατολής, η πόλις που συνέδεε την Ανατολή με την Δύση. Πρέπει να είχε πληθυσμό
γύρω στις 500.000 κατοίκους, που δεν ήταν μικρό πράγμα την εποχή εκείνη. Βέβαια
είχε και διαφθορά και εξαχρείωση των ηθών και πνευματική κατάπτωση, που δεν
λέγεται. Αυτοί λοιπόν οι Κύπριοι και οι Κυρηναίοι, άνθρωποι ζηλωτές και
φλογεροί, με Πνεύμα άγιο και με ιεραποστολικό ζήλο για την εξάπλωση του
ευαγγελίου, ήρθαν στην μεγαλούπολη αυτή και άρχισαν να κηρύττουν. Στην πόλη
της Αντιόχειας κατοικούσαν πολλές χιλιάδες Εβραίοι μετανάστες της διασποράς,
που ήταν οργανωμένοι και είχαν συναγωγές και παροικίες ακμάζουσες. Σ’ αυτούς
λοιπόν ήρθαν, να κηρύξουν το χαρμόσυνο γεγονός, ότι ο Μεσσίας, για τον οποίο
ομίλησαν οι προφήτες έχει ήδη έρθει και αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός.
«και ην χειρ Κυρίου μετ αυτών, πολύς τε αριθμός πιστεύσας επέστρεψεν επί
τον Κύριον». Οι Κύπριοι αυτοί και οι Κυρηναίοι, αν και δεν ήταν απόστολοι της
ομάδος των 12, ωστόσο όμως είχαν την δύναμη του Θεού μαζί τους. Και η δύναμις
αυτή γινόταν φανερή αφ’ ενός μεν με πολλά θαύματα που επιτελούσαν και αφ’
ετέρου με τον δυνατό θεολογικό τους λόγο, που ήταν λόγος θεοφώτιστος, άριστα
κατοχυρωμένος με βιβλικές μαρτυρίες, φορτισμένος με την Χάρη του αγίου
Πνεύματος, ικανός να ανασταίνει ψυχές από τον πνευματικό θάνατο της αμαρτίας
και να τις οδηγεί στη σωτηρία. Και το αποτέλεσμα της παρουσίας της δυνάμεως του
Θεού στο ιεραποστολικό τους έργο ήταν ο μεγάλος αριθμός των ανθρώπων, που
πίστεψαν. Δεν ήταν μικρό το κατόρθωμα αυτό. Διότι δεν είναι καθόλου εύκολη
υπόθεση, να μεταστρέψει κανείς Εβραίους φανατικά προσηλωμένους στη θρησκεία
τους, καρφωμένους στις ιουδαϊκές τους παραδόσεις. Το να εγκαταλείψουν τις
παραδόσεις αυτές και να δεχθούν το ευαγγέλιο, ήταν μεγάλη νίκη, μεγάλη επιτυχία.
Αργότερα, όταν θα επεκτείνουν το ιεραποστολικό τους έργο και προς τους
ειδωλολάτρες, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, να πείσουν τους ανθρώπους
αυτούς, να εγκαταλείψουν το σκότος της ειδωλολατρίας, που ήταν συνδεδεμένη με
όργια και πάθη και αθλιότητες και να δεχθούν μια πίστη, που απαιτεί αυταπάρνηση
και εγκράτεια και αγνότητα και τόσες άλλες θυσίες.
«Ηκούσθη δε ο λόγος εις τα ώτα της εκκλησίας της εν Ιεροσολύμοις περί
αυτών, και εξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθείν έως Αντιοχείας». Έφθασε δε μέχρι τα
αυτιά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων η φήμη για τις επιτυχίες των παρά πάνω
ιεραποστόλων στην Αντιόχεια, ότι δηλαδή μεγάλος αριθμός Εβραίων είχε πιστεύσει
στο Χριστό. Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων παρακολουθεί και εποπτεύει με άγρυπνο
μάτι τα πάντα. Εκεί βρίσκονται ακόμη οι απόστολοι, που αποτελούν την
εκκλησιαστική ηγεσία, που έχει την γενική ευθύνη για την πορεία του
ιεραποστολικού έργου σ’ όλες τις άλλες περιοχές και πόλεις και την ρύθμιση όλων
των εκκλησιαστικών υποθέσεων. Εκεί βρίσκεται το στρατηγείο, το γενικό επιτελείο
στρατού, που διευθύνει την μάχη στα διάφορα μέτωπα του ιεραποστολικού αγώνος.
Με πολύ χαρά λοιπόν οι απόστολοι πληροφορούνται την εξάπλωση του ευαγγελίου
στην μεγαλύτερη πόλη της Ασίας. Με χαρά αλλά και με αγωνία. Και τούτο διότι
όταν αυξάνει ο αριθμός των πιστών, τότε εγκυμονείται ένας διπλός κίνδυνος: Ο
3
πρώτος είναι ο κίνδυνος της διασπάσεως της ενότητος της Εκκλησίας και ο
δεύτερος, να αλλοιωθεί η γνησιότητα του ευαγγελικού λόγου. Και οι δύο κίνδυνοι
μεγάλοι και φοβεροί για την Εκκλησία. Διότι αν διασπασθεί η Εκκλησία παύει να
είναι Εκκλησία. Αν αλλοιωθεί το ευαγγέλιο, παύει να είναι ευαγγέλιο. Γι’ αυτό και
οι απόστολοι από τα Ιεροσόλυμα με αγωνία παρακολουθούν τις εξελίξεις, μήπως
συμβεί ένα από τα δύο αυτά κακά. Και τι κάνουν, για να προλάβουν τέτοια
ενδεχόμενα; «Εξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθείν έως Αντιοχείας». Διάλεξαν και
έστειλαν τον Βαρνάβα, για να πάει μέχρι την Αντιόχεια, προκειμένου να κάνει έναν
έλεγχο, πως πάνε εκεί οι χριστιανοί, πως είναι η ζωή τους, ποιά είναι η πίστη τους, η
ενότητά τους, η καθαρότητά τους, η μετάνοιά τους, η αγάπη τους και η αφοσίωση
τους στο Κύριο κ.λ.π.
«Ος παραγενόμενος και ιδών την χάριν του Θεού εχάρη, και παρεκάλει πάντας
τη προθέσει της καρδίας προσμένειν τω Κυρίω». Ο Βαρνάβας όταν ήρθε στην
Αντιόχεια, και είδε την Χάρη του Θεού, που υπήρχε πλούσια μέσα στις ψυχές των
πιστευσάντων, χάρηκε. Διαπίστωσε την ενότητά τους, την αγάπη τους, την ευλάβειά
τους στις λατρευτικές συνάξεις, στην μελέτη του λόγου του Θεού, στον ζήλο τους
να καλλιεργήσουν τις ψυχές των και να προκόψουν πνευματικά. Είδε την Χάρη του
Θεού στις οικογένειές τους, στις κοινωνικές μεταξύ τους σχέσεις. Από τη στιγμή
που πίστευαν στο Χριστό και βαπτίζονταν, ελάμβαναν Πνεύμα άγιο, οπότε άλλαζε
πλέον ριζικά η ζωή τους. Δεν εφοβούντο ούτε θλίψεις, ούτε διωγμούς, ούτε
μαρτύρια, ούτε θάνατο. Κέντρο της ζωής των ήταν ο Χριστός. Προγεύονταν από
τώρα την βασιλεία των ουρανών, ώστε τίποτε από τα πράγματα του κόσμου αυτού
να μην τους αιχμαλωτίζουν.
Εμείς άραγε έχουμε κάτι από τον ζήλο, από την θερμή πίστη, από την πνευματική
προκοπή αυτών των χριστιανών; Πόσο απέχει άραγε η δική μας πίστη από την πίστη
των χριστιανών αυτών; Αν κάνουμε κάποια σύγκριση, τότε θα δούμε πόσο μεγάλη
διαφορά υπάρχει μεταξύ ημών και εκείνων. Και το χειρότερο είναι ότι ζούμε με την
ψευδαίσθηση, ότι είμαστε και καλοί χριστιανοί, πράγμα που σημαίνει ότι δεν
έχουμε επίγνωση της πνευματικής μας καταστάσεως.
Ο Βαρνάβας προέτρεπε όλους, να μένουν αφοσιωμένοι και προσκολλημένοι στον
Κύριο. Επεδίωκε να προκόψουν ακόμη περισσότερο, να εδραιωθούν και να
τελειοποιηθούν ακόμη περισσότερο, διότι η πνευματική πρόοδος και ανάβασις δεν
έχει τελειωμό, δεν έχει τέρμα. Όσο ανεβαίνει κανείς, τόσο καταλαβαίνει ότι
χρειάζεται να ανέβει ακόμη περισσότερο. Συνεχώς και ακαταπαύστως ο χριστιανός
πρέπει να αγωνίζεται και να ανεβαίνει στην πνευματική ζωή, διότι αν ραθυμήσει,
υπάρχει ο κίνδυνος να παλινδρομήσει και να χάσει ό,τι με πολλούς κόπους κέρδισε.
«Ότι ην ανήρ αγαθός και πλήρης Πνεύματος Αγίου και πίστεως και προσετέθη
όχλος ικανός τω Κυρίω». Ο Βαρνάβας ήταν άνθρωπος απονήρευτος, ευθύς,
ειλικρινής, γεμάτος με Πνεύμα άγιο. Ήταν ένας αληθινός ποιμένας και διδάσκαλος
της Εκκλησίας, δοσμένος πέρα για πέρα στο έργο της Εκκλησίας. Πόσο μεγάλη
ανάγκη έχει σήμερα η Εκκλησία μας από τέτοιους ποιμένες!!! Δεν θα ήταν καθόλου
υπερβολή, αν λέγαμε, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα στην Εκκλησία είναι η
τραγική έλλειψη αληθινών ποιμένων και διδασκάλων, ποιμένων με γνήσιο
4
Ορθόδοξο φρόνημα. Σήμερα μάλιστα που κυριαρχεί σχεδόν παντού η παναίρεση
του Οικουμενισμού και έχει γεμίσει η Εκκλησία με ψευδοδιδασκάλους αιρετικούς,
που προωθούν την αίρεση, το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο οξύ. Και όσο
περισσότερο βαδίζουμε προς τους έσχατους χρόνους και η ανθρωπότητα πλησιάζει
προς τη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου μας, τόσο η έλλειψη αυτή θα γίνεται,
σύμφωνα με τις προφητείες των αγίων της Εκκλησίας μας, όλο και πιο μεγάλη.
Δυστυχώς δεν μας παίρνει ο χρόνος να συνεχίσουμε περισσότερο στην ανάλυση
της περικοπής. Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω για μια ακόμη φορά στην αγάπη
σας, αυτό που και άλλες φορές έχω τονίσει. Το ότι δηλαδή, εν όψει αυτής της
ζοφερής παγκόσμιας καταστάσεως, όπου η αποστασία έχει φθάσει στο
αποκορύφωμά της, έχουμε ένα διπλό χρέος να φέρουμε εις πέρας. Πρώτον μεν να
προφυλαχθούμε από τους ψευδοδιδασκάλους οικουμενιστές, που με ύπουλο τρόπο
προσπαθούν να διαδώσουν τις αιρετικές τους διδασκαλίες, να χύσουν το δηλητήριο
της πλάνης στις ψυχές μας και έτσι να μας οδηγήσουν στην απώλεια. Και δεύτερον
να ανανήψουμε από το λήθαργο της ραθυμίας και να κάνουμε ένα καινούργιο
ξεκίνημα στην πνευματική μας ζωή, αγωνιζόμενοι, με περισσότερο ζήλο τώρα, στην
τήρηση του θελήματος του Θεού, μιμούμενοι τους χριστιανούς της Αντιόχειας.
Πράγμα το οποίο εύχομαι σε όλους μας με τη Χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου
μας Ιησού Χριστού και όλων των αγίων. Αμήν.