Αγαπητοί μας φίλοι, σας ευχόμαστε Χρόνια Πολλά με Υγεία και μοιραζόμαστε μαζί σας ένα άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, στις 30 Απριλίου 1962.
Σας ευχαριστούμε που είστε κοντά μας.
Η Ανάσταση
Η Δοκιμασία της Λογικής
Η πίστη του Χριστιανού δοκιμάζεται με την Ανάσταση του Χριστού σαν το χρυσάφι στο χωνευτήριο. Απ’ όλο το Ευαγγέλιο η Ανάσταση του Χριστού είναι το πλέον απίστευτο πράγμα, ολότελα απαράδεχτο από το λογικό μας, αληθινό μαρτύριο για δαύτο. Μα ίσα ίσα επειδή είναι ένα πράγμα ολότελα απίστευτο, για τούτο χρειάζεται ολόκληρη η πίστη μας για να το πιστέψουμε. Εμείς οι άνθρωποι λέμε συχνά πως έχουμε πίστη, αλλά την έχουμε μονάχα για όσα είναι πιστευτά με το μυαλό μας. Αλλά τότε δε χρειάζεται η πίστη αφού φτάνει η λογική. Η πίστη χρειάζεται για το απίστευτο!
Οι πολλοί άνθρωποι είναι άπιστοι. Οι ίδιοι οι μαθητάδες του Χριστού δε δίνανε πίστη στα λόγια του δασκάλου τους όποτε τους έλεγε ότι θ’ αναστηθεί, μ’ όλο το σεβασμό και την αφοσίωση που είχαν σ’ Αυτόν και την εμπιστοσύνη στα λόγια Του. Και σαν πήγανε οι Μυροφόρες την αυγή στο μνήμα του Χριστού κι είδανε τους δυο Αγγέλους, που τις μιλήσανε λέγοντας πως αναστήθηκε και τρέξανε να πούνε την χαροποιό είδηση στους μαθητές, εκείνοι δεν πιστέψανε τα λόγια τους, έχοντας την ιδέα πως ήτανε φαντασίες. «Και εφάνησαν ενώπιον αυτών και ηπίστουν αυταίς».
Τη ίδια μέρα πηγαίνανε σ’ ένα χωριό Εμμαούς ο Λουκάς κι ο Κλέοπας και μιλούσανε για όσα είχανε γίνει εκείνες τις μέρες. Απάνω σ’ αυτά να κι ο Χριστός που περπατούσε κι Εκείνος κατά κει που πηγαίνανε οι δύο μαθητάδες του, δίχως να υποψιαστούνε ποιός ήτανε γιατί είχε πάρει αλλιώτικη όψη. Τους ρώτησε λοιπόν : «Για ποιό πράγμα κουβεντιάζετε κι είσαστε σκυθρωποί»; Του λέγει ο Κλέοπας λιγάκι απότομα ; «Αδελφέ μου κάθεσαι κι εσύ στην Ιερουσαλήμ και δεν επήρες είδηση εκείνα που γινήκανε τούτες τις μέρες»; Κι ο Χριστός ρώτησε «Ποια»; «Να όσα έγιναν στον Ιησού το Ναζωραίο, που στάθηκε ένας προφήτης με λόγο και με έργο μπροστά στο Θεό και σ’ όλον το λαό και πως τον παραδώσανε σε θάνατο οι αρχιερείς κι οι άρχοντές μας και τον σταυρώσανε. Κι εμείς ελπίζαμε πως αυτός είναι εκείνος που θα λυτρώσει τον Ισραήλ. Αλλά είναι τώρα τρίτη μέρα από τότε που γενήκανε αυτά. Ωστόσο και κάποιες δικές μας γυναίκες πήγανε πολύ πρωί στο μνήμα του και μας είπανε κάποια πράγματα παράδοξα, γιατί δε βρήκανε το σώμα του και ήρθανε λέγοντα πως είδανε κάποιους αγγέλους, που τις είπανε πως εκείνος είναι ζωντανός. Μάλιστα και κάποιοι από μας πήγανε στο μνημείο και είδανε ό,τι είπανε οι γυναίκες»
Τότε τους είπε ο Χριστός «Ω ανόητοι και βαρύκαρδοι για να πιστέψετε σε όσα είπανε οι προφήτες. Αυτά δεν έπρεπε να πάθει ο Χριστός για να μπει στη δόξα του»; Κι αρχίζοντας από το Μωϋσέα κι απ’ όλους τους προφήτες τους εξηγούσε όσα ήτανε γραμμένα γι αυτόν. Στο μεταξύ φτάξανε στο χωριό που πηγαίνανε κι ο Χριστός είπε πως πήγαινε παραπέρα. Τότε εκείνοι τον παρακαλέσανε να μείνει μαζί τους λέγοντάς του πως έγειρε η μέρα και έπιασε να βραδιάζει. Και μπήκε σ΄ ένα πανδοχείο για να περάσει μαζί τους τη νύχτα. Και σαν καθίσανε στο τραπέζι Εκείνος πήρε το ψωμί και το βλόγησε κι ύστερα έκοψε και τους το έδωσε. Κι άξαφνα ανοίξανε τα μάτια τους και τον γνωρίσανε. Κι εκείνος έγινε άφαντος από μπροστά τους. Και τότες είπανε ο ένας στον άλλον. «Πως δεν κάηκε η καρδιά μας μέσα στο στήθος μας, την ώρα που μας μιλούσε στο δρόμο και μας εξηγούσε τις γραφές»; Και την ίδια ώρα γυρίσανε πίσω στην Ιερουσαλήμ και βρήκανε μαζεμένους τους έντεκα και τους άλλους που ήτανε μαζί τους και τους είπανε πως αναστήθηκε ο Κύριος και πως φανερώθηκε στον Πέτρο. Και κείνοι τους είπανε όσα γινήκανε στο δρόμο τους και πως τους φανερώθηκε ο Κύριος την ώρα που έκοβε το ψωμί!
Εκεί που μιλούσανε παρουσιάστηκε μπροστά τους ο Χριστός ο ίδιος κι είπε : «Ειρήνη σε σας». Κι από το φόβο τους νομίζανε πως βλέπανε κανένα φάντασμα. Τότε τους λέγει ο Χριστός «Γιατί ήσαστε ταραγμένοι και γιατί διάφοροι λογισμοί ανεβαίνουνε στις καρδιές σας; Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου, πως είμαι εγώ ο ίδιος. Ψηλαφίστε με και δείτε πως το φάντασμα δεν έχει σάρκα και κόκαλα, όπως με βλέπετε εμένα να έχω». Και λέγοντας αυτά τους έδειξε τα χέρια και τα πόδια του. Κι επειδή δεν πιστέψανε ακόμα από τη χαρά τους και θαυμάζανε τους είπε :
«Έχετε τίποτα φαγώσιμο εδώ»; Κι εκείνοι του δώσανε ένα κομμάτι ψάρι ψημένο και λίγη κηρήθρα και πήρε κι έφαγε μπροστά τους. Ύστερα τους είπε «Να τα λόγια που σας έλεγα τότε που ήμουνα ακόμη μαζί σας, πως πρέπει να γίνουνε όσα είναι γραμμένα για μένα στο νόμο του Μωϋσή και στους προφήτες και στους ψαλμούς». Τότε άνοιξε το νου τους για να καταλάβουνε τις γραφές. Και τους είπε πως έτσι ήτανε γραμμένο κι αυτά έπρεπε να πάθει ο Χριστός και ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς την τρίτη μέρα και να κηρυχθεί στ’ όνομά του μετάνοια και άφεση αμαρτιών σε όλα τα έθνη αρχίζοντας από την Ιερουσαλήμ. «Κι εσείς είπε ήσαστε μάρτυρες γι αυτά. Και να εγώ σας δίνω όσα υποσχέθηκε ο πατέρας μου. Καθίσετε στην Ιερουσαλήμ ως που να πάρετε δύναμη από πάνω».
Ύστερα από οχτώ μέρες φανερώθηκε πάλι ο Κύριος στους μαθητάδες του για να πιστέψει κι ο άπιστος Θωμάς που έλειπε τη μέρα που πρωτοφανερώθηκε. Και σαν έβαλε το χέρι στις πληγές του Δασκάλου του φώναξε «Ο Κύριός μου και Θεός μου»
Βλέπεις καταπάνω σε πόση απιστία αγωνίσθηκε ο ίδιος ο Χριστός; Και στους ίδιους τους μαθητάδες του. Είδες με πόση μακροθυμία τα υπόμεινε όλα; Ακόμη και ψάρι έφαγε ο αθάνατος για να πιστέψει το πλάσμα του. Ω, τι φοβερό πράγμα να το συλλογισθεί κανένας. Μέγα το έλεος του πανάγαθου Θεού. Και μ’ όλα αυτά ίσαμε σήμερα οι περισσότεροι από εμάς είμαστε χωρισμένοι από το Χριστό με ένα τοίχο παγωμένον, τον τοίχο της απιστίας. Εκείνος ανοίγει την αγκάλη του και μας καλεί κι εμείς τον αρνιόμαστε. Μας δείχνει τα τρυπημένα του πόδια και τα χέρια του κι εμείς λέμε πως δεν τα βλέπουμε. Εμείς ψάχνουμε να βρούμε στηρίγματα στη απιστία μας για να ικανοποιήσουμε τον εγωισμό μας που τον λέμε Φιλοσοφία και Επιστήμη. Η λέξη «Ανάσταση» δεν χωρά μέσα στα βιβλία της γνώσης μας. Τον καιρό που κήρυξε ο απόστολος Παύλος στην Αθήνα τον Άγνωστο Θεό, οι ακροατές του κάνανε υπομονή και τον ακούγανε για να δούνε που θα καταλήξει. Μόλις ξεστόμισε τη λέξη «Ανάσταση» και «ανάστασις νεκρών» εκείνοι οι Έλληνες, που ήτανε μαθημένοι στο μαγκανοπήγαδο της λογικής πιάσανε να τον κοροϊδεύουνε και να τον περιγελάνε «Ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον οι δε είπον : ακουσόμεθα σου πάλιν περί τούτου»
Άραγε τώρα που βρίσκουνται αυτοί οι έξυπνοι, οι επικούρειοι και οι στωικοί, που εμπαίζανε τον επίγειον Άγγελο που τους έφερνε τα μηνύματα από τον κόσμο της αθανασίας και που λέγανε : «Τι θέλει να πει αυτός ο σπερμολόγος»; Η λέξη Ανάσταση τους εξαγρίωνε. Γιατί οι δυστυχείς ήτανε πεθαμένοι, ξαπλωμένοι μέσα στα μνημούρια τους και θαρρούσανε πως ήτανε ζωντανοί. Γιατί η γνώση τούτου του κόσμου δε μπορεί να γνωρίσει άλλο τίποτα παρεκτός από ένα πλήθος λογισμούς, όχι όμως εκείνο που γνωρίζεται με τη απλότητα της διάνοιας.
Ναι εκείνους που έχουνε αυτή την ευλογημένη απλότητα της διάνοιας τους μακάρισε ο Κύριος λέγοντας : «Μακάριοι οι πτωχοί των πνεύματι, ότι αυτών εστί η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Και στον Θωμά που γύρευε να τον ψηλαφίσει για να πιστέψει είπε : «Γιατί με είδες Θωμά, για τούτο πίστεψες; Μακάριοι είναι εκείνοι που δεν είδανε και πιστέψανε»!
Ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας δώσει αυτή την πλούσια φτώχεια και την καθαρή καρδιά, ώστε να τον δούμε να ανασταίνεται για να αναστηθούμε κι εμείς μαζί Του. Αυτή η ανηξεριά ( η άγνοια) είναι ανώτερη από τη γνώση : «Αύτη εστίν η άγνοια η υπερτέρα της γνώσεως». Καλότυχοι και τρισκαλότυχοι εκείνοι που την έχουνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου