Ιερός Ναός ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Καστέλλας Πειραιώςαυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Τα Εισόδια της Θεοτόκου

Εισόδια της Θεοτόκου


Εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου  που κοσμεί το τέμπλο του ναού μας. 

Τα Εισόδια της Θεοτόκου στον Ναό, γνωστά στη Δύση ως Παρουσίαση της Παρθένου Μαρίας, είναι χριστιανική εορτή, η οποία εορτάζεται από όλα τα χριστιανικά δόγματα που αναγνωρίζουν αγίους στις 21 Νοεμβρίου. Ανήκει στις Θεομητορικές εορτές.

 

Το εορταζόμενο γεγονός δεν αναφέρεται στην κανονική Αγία Γραφή. Η πρώτη γνωστή αναφορά σε αυτό βρίσκεται στο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου, ένα απόκρυφο κείμενο του τέλους του Β΄ αιώνα. Σύμφωνα με αυτό, οι μετέπειτα γονείς της Παναγίας, ο Ιωακείμ και η Άννα, ήταν βαθιά στενοχωρημένοι από το ότι δεν είχαν παιδιά.[1] Για τον λόγο αυτό, προσευχήθηκαν και είχαν συμφωνήσει να αφιερώσουν το τέκνο τους στον Θεό. Αποκτώντας τη Μαρία λοιπόν, την πήγαν όταν ακόμη αυτή ήταν παιδί, στον Ναό της Ιερουσαλήμ προκειμένου να την αφιερώσουν στον Θεό. Αυτά είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου. Μεταγενέστερες εκδοχές της ιστορίας (όπως το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου και το Βιβλίο της Γεννήσεως της Μαρίας) προσθέτουν ότι η Μαρία αφιερώθηκε στον Ναό σε ηλικία περίπου τριών ετών, σε εκπλήρωση ενός όρκου. Κατά την παράδοση παρέμεινε εκεί προς μόρφωση για να προετοιμασθεί για τον ρόλο της ως Θεομήτωρ.

Από βικιπιντια

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

Ο Απόστολος Ματθαίος κ το Ευαγγέλιο του.

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.


Ξεχωριστή θέση, αγαπητοί μου αδελφοί, μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας μας κατέχει η αποστολική μορφή του αγίου ενδόξου αποστόλου και ευαγγελιστού Ματθαίου. Και τούτο, διότι ο άγιος Ματθαίος δεν υπήρξε μόνον απόστολος του Χριστού, προερχόμενος από τον κύκλο των δώδεκα, αλλά και ευαγγελιστής, συγγραφέας του πρώτου ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης. Επί πλέον ο τρόπος της κλήσεώς του στο αποστολικό αξίωμα και η ριζική μεταστροφή του μας εμπνέει και μας διδάσκει. Μας διδάσκει πόσο μεγάλη είναι η δύναμις της μετανοίας, η οποία μπορεί να παραλάβει τον αμαρτωλό από τον πυθμένα της κακίας και να τον ανυψώση μέχρι την κορυφή της αγιότητος.

Ο απόστολος Ματθαίος ήταν Εβραίος στην καταγωγή, υιός του Αλφαίου, (διάφορος από τον Αλφαίο τον πατέρα του Ιακώβου), που το αρχικό του όνομα ήταν Λευΐς, ενώ μετά την κλήση του στο αποστολικό αξίωμα έλαβε από τον Χριστό το όνομα Ματθαίος, που στα ελληνικά μεταφραζόμενο σημαίνει Θεοδώρητος. Καταγόταν πιθανώς από την Καπερναούμ και ήταν τελώνης το επάγγελμα, δηλαδή τελωνιακός υπάλληλος. Ανήκε στην υπηρεσία του Ηρώδη Αντίπα και εισέπραττε τους φόρους της Καπερναούμ, ή και όλης της περιφερείας, προφανώς για λογαριασμό κάποιας τελωνιακής εταιρείας, η οποία είχε εξαγοράσει από τον Ηρώδη την είσπραξη των φόρων. Η ριζική μεταστροφή του Ματθαίου, η απόφασίς του δηλαδή να εγκαταλείψει το επάγγελμα του τελώνου, ένα επάγγελμα, που ήταν συνώνυμο με την πλεονεξία, που του εξασφάλιζε πολλά πλούτη και ανέσεις, και να ακολουθήσει την γεμάτη στερήσεις, θλίψεις και κινδύνους ζωή του Χριστού και των αποστόλων αποτελεί ένα θαύμα της Χάριτος του Θεού. Αποτελεί μια πνευματική νεκρανάσταση μιάς ψυχής, που ήταν θαμένη στο μνήμα της φιλαργυρίας, που επαληθεύει τον λόγο του Κυρίου «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ».

Οι τελώνες στην εποχή του Χριστού ήταν περιβόητοι για την πλεονεξία και φιλαργυρία τους, την  σκληρότητα και την απανθρωπιά τους, που έφθανε κατά την είσπραξη των φόρων, μέχρι χρησιμοποιήσεως βίας και μέχρις αρπαγής και λεηλασίας ξένης περιουσίας. Γι’ αυτό και εθεωρούντο ως πρόσωπα ιδιαιτέρως μισητά και άξια πάσης αποστροφής, επέσυραν δε επάνω τους την γενική κατακραυγή του λαού και τους βαρύτερους χαρακτηρισμούς. Ο φιλόσοφος Θεόκριτος «ερωτηθείς ποία των θηρίων εστί τα χαλεπώτατα είπεν: «Εν μεν ταις όρεσιν άρκτοι και λέοντες, εν δε ταις πόλεσιν τελώναι και συκοφάνται». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον περί μετανοίας λόγον του λέγει: «Τι γαρ τελώνου χείρον; ειπέ μοι. Των αλλοτρίων συμφορών εστί πραγματευτής, των άλλοτρίων πόνων συμμεριστής. Και τον μεν κάματον ουκ επιβλέπει, το δε κέρδος συμμερίζεται. Ώστε εσχάτη η αμαρτία του τελώνου…».

Από όσα είπαμε παρά πάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ποιά περίπου ήταν η ζωή του ευαγγελιστού Ματθαίου προτού  να γνωρίσει τον Χριστόν. Ο Ματθαίος αν και είχε παρασυρθεί σε βάθος κακών, αν και έφθασε στο έσχατο όριο της αμαρτίας, είχε όμως στο βάθος της ψυχής του κάποια στοιχεία καλής προαιρέσεως, διατηρούσε κάποιους σπινθήρες ειλικρινείας και αγάπης προς την αλήθεια. Και αυτούς ακριβώς τους σπινθήρες διέκρινε ο παντογνώστης Κύριος, ώστε τελικά να τον καλέσει στο αποστολικό αξίωμα. Είναι δε η κλήσις αυτή η πλέον καταπληκτική και θαυμαστή από τις κλήσεις όλων των άλλων μαθητών. Θεωρείται σχεδόν βέβαιον, ότι ο Ματθαίος πληροφορήθηκε περί του Χριστού ήδη από την  αρχή της δημοσίας του δράσεως. Πιθανόν να είδε κάποια από τα θαύματά του και να άκουσε ορισμένες διδασκαλίες του πρίν τον καλέσει ο Χριστός.

Η προσωπικότης του Κυρίου, η ακτινοβόλος μορφή του, η πραότητά του, η καλωσύνη του, η γλυκύτητα των λόγων του, η καταδεκτικότητα του προς όλους, ακόμη και προς τους πλέον αμαρτωλούς, επέδρασαν κατά τρόπον ισχυρότατον μέσα στην ψυχή του. Έβλεπε, ότι αυτός ο διδάσκαλος δεν έμοιαζε καθόλου με τους άλλους ραβίνους και νομοδιδασκάλους, στους οποίους διέκρινε την έπαρση και την αλαζονεία, τον φαρισαϊσμό και την υπο- κρισία. Είχε κάτι το μοναδικό και ανεπανάληπτο, που τον έκανε να ασκεί γοητεία και έλξη προς το πρόσωπό του. Όλα αυτά επέδρασαν ευεργετικά μέσα στην ψυχή του. Ο σπόρος της διδασκαλίας του Χριστού βρήκε κατάλληλο έδαφος μέσα του και βλάστησε. Το φως των λόγων του διέσχισε το πυκνό σκοτάδι της ψυχής του. Η καρδιά του Ματθαίου άρχισε σιγά σιγά να μαλακώνει. Η Χάρις του Θεού έφερε την σωτήρια μεταβολή. Κατώρθωσε αυτό το μεγάλο θαύμα. Να ξεκολλήσει την καρδία του από την λατρεία του χρήματος και να την προσκολλήσει στην αγάπη του Χριστού.

Ο καρδιογνώστης Κύριος, όταν είδε την σωτήρια μεταβολή και αφού βεβαιώθηκε, ότι είναι πλέον ώριμος και δεν θα αρνηθεί την πρόσκλησή του, τότε πλέον τον εκάλεσε. Μετά το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού, ακολουθούμενος από τους μαθητάς του, έρχεται στον τόπο όπου καθόταν ο Ματθαίος και εισέπραττε τους φόρους. Τον πλησιάζει, τον κυττάζει στα μάτια και του απευθύνει μόνο δύο λέξεις «ακολούθει μοι». Και ο Ματθαίος αμέσως εκείνη την ώρα χωρίς χρονοτριβή, «καταλιπών άπαντα ηκολούθησεν αυτώ». Αφού τα εγκατέλειψε όλα, δηλαδή βιβλία, χρήματα καταμετρούμενα, εμπορεύματα συσκευαζόμενα, ή μεταπωλούμενα, τον ακολούθησε. Δεν αφήσε την ευκαιρία που του εδόθη να πάει χαμένη. Αυτός που άρπαζε ξένες περιουσίες, αρπάζει τώρα και την βασιλεία των ουρανών. Ο βιαστής και απαιτητής των πτωχών και αδυνάτων αποδεικνύεται τώρα βιαστής και του παραδείσου, ώστε να επαληθεύεται σ’ αυτόν ο λόγος του Χριστού: «η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτής». Τον καλεί την ώρα που εργαζόταν στο τελωνείο, όπως προηγουμένως εκάλεσε και τους άλλους ψαράδες μαθητές, την ώρα που κατάρτιζαν τα δίχτυα τους.

Ωστόσο η εγκατάλειψις του Ματθαίου και το απότομον της αποφάσεώς του υπερβαίνει κατά πολύ σε δύναμη την εγκατάλειψη των άλλων μαθητών. Ο Ματθαίος εγκαταλείπει μια μεγάλη περιουσία και μια άνετη ζωή με πολλές απολαύσεις και ηδονές, ενώ οι φτωχοί ψαράδες της Γαλιλαίας, μια μικρή περιουσία, και ένα ταπεινό επάγγελμα, με το οποίο εξασφάλιζαν τα προς το ζην. Η τόσο απλή κλήσις του Ιησού και η τόσο απλή απάντησις του Ματθαίου και μάλιστα την ώρα της εργασίας, ερμηνεύουν την δύναμιν Εκείνου ο οποίος κατώρθωσε να τον αποσπάση από το πάθος της φιλαργυρίας και την ισχυρή  έλξη που άσκησε επάνω του. Όπως δε παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος «Ω λόγου δύναμις! εισήλθε το άγκιστρον και τον αιχμάλωτον στρατιώτην εποίησε, τον πηλόν χρυσόν ειργάσατο. Εισήλθε το άγκιστρον και ευθέως αναστάς ηκολούθησεν αυτώ. Εις το βάθος ήν της πονηρίας και εις την αψίδα ανέβη της αρετής».

Ο Ματθαίος, σύμφωνα με την Παράδοση, μετά την Πεντηκοστή εκήρυξε το ευαγγέλιο κατ’ αρχήν και για πολύ καιρό στην Παλαιστίνη, όπου έγραψε και το ευαγγέλιό του. Ο ιστορικός Ευσέβιος μας πληροφορεί επίσης, ότι εκήρυξε και στην Ινδία και πιθανόν και σε άλλους τόπους, χωρίς να γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος. Ο Ρουφίνος, ο Ευχέριος, και ο Σωκράτης ομιλούν περί Αιθιοπίας. Άλλοι κάνουν λόγον περί Πόντου, Περσίας, Συρίας, Μακεδονίας και Ιρλανδίας. Δεν είναι επίσης βέβαιο αν επεσφράγισε το αποστολικό του έργο με μαρτυρικό θάνατο.  Η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Νοεμβρίου.

Ο απόστολος Ματθαίος με το ευαγγέλιό του που μας άφησε ως πολύτιμον και ανεκτίμητον θησαυρόν γίνεται ένας παγκόσμιος οικουμενικός απόστολος και διδάσκαλος, που μεταφέρει και μεταδίδει το λυτρωτικό μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας σε κάθε γλώσσα και φυλή και έθνος. Γίνεται ένας διαχρονικός απόστολος, που συνεχίζει να ευαγγελίζεται τον Χριστόν επί σειρά 20  αιώνων μέχρι σήμερα. Ευαγγελίζεται και εμάς τους Χριστιανούς του 21ου αιώνος. Όταν διαβάζουμε το ευαγγέλιό του είναι σαν να τον έχουμε ζωντανό μπροστά μας να μας κηρύττει τον Χριστόν. Οι λόγοι του αποπνέουν την Χάρη και την ευωδίαν του αγίου Πνεύματος. Μας καλεί λοιπόν και εμάς να πιστεύσωμε στον Χριστό, όπως επίστευσε και αυτός. Να τον αγαπήσουμε όπως και αυτός τον αγάπησε. Τίποτε να μην προτιμήσουμε περισσότερο από την αγάπη αυτή, όπως και αυτός τίποτε δεν αγάπησε στον κόσμο αυτόν περισσότερο από τον Χριστόν. Μας καλεί ακόμη να ευαγγελιστούμε τον Χριστόν πρώτα στον εαυτό μας. Να μεταφέρουμε το ευαγγελικό κήρυγμα μέχρι το βάθος της ψυχής μας. Η αλήθεια του ευαγγελίου να διαποτίσει όλο τον ψυχικό μας κόσμο. Να μην προβάλουμε καμία αντίσταση στην ευεργετική της επίδραση, ώστε αυτή να επιτελέσει το σωτηριώδες έργο της, την μεταμόρφωση της ψυχής μας. Και όταν αυτό γίνει πραγματικότης τότε θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε και άλλες ψυχές στο δρόμο της σωτηρίας. Πράγμα το οποίο εύχομαι εκ βάθους ψυχής να πραγματοποιηθεί σε όλους μας με τις πρεσβείες του αγίου αποστόλου Ματθαίου,  Αμήν.

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.

Πηγή: https://www.impantokratoros.gr

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος,

Ο  Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος, πριν γίνει μαθητής του Κυρίου Ιησού Χριστού, ονομαζόταν Λευίς. Ο πατέρας του λεγόταν Αλφαίος και ήταν από τη Γαλιλαία.

Ο Ματθαίος έκανε το επάγγελμα του τελώνη, και ο Ιησούς τον βρήκε να κάθεται στο τελωνείο έξω από την Καπερναούμ. Και είπε προς αυτόν: «Ἀκολούθει μοι». Ο Ματθαίος, χωρίς καμιά καθυστέρηση, αμέσως τον ακολούθησε. Και όχι μόνο εγκατέλειψε το αμαρτωλό - για την εποχή εκείνη - επάγγελμα του τελώνη, αλλά και με χαρά φιλοξένησε τον Κύριο στο σπίτι του. Εκεί, μάλιστα, ήλθαν και πολλοί τελώνες και άλλοι αμαρτωλοί άνθρωποι, με τους οποίους ο Ιησούς συνέφαγε και συζήτησε. Οι φαρισαίοι, όμως, που είχαν πωρωμένη συνείδηση, όταν είδαν αυτή την ενέργεια του Κυρίου, αμέσως τον κατηγόρησαν ότι συντρώγει με τελώνες και αμαρτωλούς. Ο Ιησούς το άκουσε και είπε εκείνα τα θαυμάσια λόγια: «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθαίου, θ' 13). Δηλαδή, λέει ο Κύριος, δεν ήλθα για να καλέσω εκείνους που νομίζουν τους εαυτούς τους δίκαιους, αλλά ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς, για να μετανοήσουν και να σωθούν.

Στο Ματθαίο οφείλει η Εκκλησία μας το πρώτο κατά σειρά στην Καινή Διαθήκη Ευαγγέλιο, που γράφτηκε το 64 μ.Χ.

Ο Ματθαίος κατά την παράδοση κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αιθιοπία, όπου και πέθανε μαρτυρικά.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Η νηστεία των Χριστουγέννων.

Στις 15 Νοεμβρίου αρχίζει η νηστεία των Χριστουγέννων. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη περίοδος νηστείας μετά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία των Χριστουγέννων, γνωστή στη γλώσσα του ορθόδοξου λαού μας και ως σαρανταήμερο.

Τα Χριστούγεννα είναι η ετήσια χριστιανική εορτή της γέννησης του Χριστού και κατ’ επέκταση το σύνολο των εορτών από την ημέρα εκείνη μέχρι τα Θεοφάνεια. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ξεκινάμε μία πνευματική πορεία με τη νηστεία και το Σαρανταλείτουργο από την 15η Νοεμβρίου. Πρόκειται μια περίοδο έντονης πνευματικής εργασίας και ψυχοσωματικής προετοιμασίας για τον εορτασμό της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων.

Η νηστεία των Χριστουγέννων αρχίζει την 15η Νοεμβρίου και λήγει την 24η Δεκεμβρίου. 

Νηστεύουμε για να συνηθίσουμε στην εγκράτεια. Για να εξασκήσουμε τον εαυτό μας να συγκρατείται και να μην παρασύρεται στην αμαρτία, στις κακές πράξεις, στους πειρασμούς.

Από Πατερική μυνήματα 

ΝΕΟ ΚΡΕΣΕΝΤΟ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΠΑΠΑ» ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 14η Νοεμβρίου 2022

ΝΕΟ ΚΡΕΣΕΝΤΟ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΠΑΠΑ» ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ

    Σε προηγούμενη ανακοίνωσή μας, με τίτλο: «Αδύνατη η εναρμόνιση ‘πρωτείου’ και συνοδικότητας», αναλύσαμε και αποδείξαμε με αδιάσειστα στοιχεία από τα Πρακτικά των οκτώ Οικουμενικών Συνόδων, ότι η Εκκλησία καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης χιλιετίας ουδέποτε παρεχώρησε σε ένα πρόσωπο τις αρμοδιότητες του «πρώτου» στην ανά την οικουμένην Εκκλησία, αλλά περιέβαλε με τα δικαιώματα του «πρώτου» τον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των Πατριαρχών, το λεγόμενο «πεντακόρυφο κράτος της Εκκλησίας». Τονίσαμε ακόμη ότι το πρωτείο έχει αποκρυσταλλωθεί σε δόγμα πίστεως, που για πρώτη φορά θεσπίσθηκε στη «Σύνοδο» του Λατερανού, (1516), και επαναβεβαιώθηκε και στις Α΄ και Β΄ «Συνόδους» του Βατικανού και ότι επομένως αποτελεί αμετακίνητο στοιχείο της διδασκαλίας του Παπισμού. Τονίστηκε ακόμη, ότι όσο και αν ενισχυθεί η Συνοδικότητα, ποτέ δεν θα παύσει να αποτελεί ένα απλό συμβουλευτικό όργανο του «Πάπα», ο οποίος θα εξακολουθεί να ίσταται υπεράνω των Συνόδων.
    Οι Παπικοί τα τελευταία 15 χρόνια, με αφορμή το Διάλογο για τη σχέση μεταξύ Συνοδικότητος και πρωτείου, υποκρίνονται ότι δήθεν τώρα, μετά από 2000 χρόνια, «ανακάλυψαν» την αξία της Συνοδικότητας και ότι επιθυμούν να ανυψώσουν τον θεσμικό ρόλο της και να προσδώσουν σ’ αυτήν έτι μεγαλύτερο κύρος στη ζωή της «Εκκλησίας» τους, χωρίς όμως να θίγεται ούτε στο ελάχιστο το πρωτείο. Γι’ αυτό και δεν κάνουν την παραμικρή νύξη για ανύψωση της Συνοδικότητας στη θέση που αυτή είχε σε Ανατολή και Δύση κατά την πρώτη χιλιετία, πράγμα που φανερώνει την παπική δολιότητα και την ιησουίτικη υποκρισία. Είναι πλέον βέβαιο, ότι ο Παπισμός δεν πρόκειται να  απεμπολήσει ποτέ το δαιμονικό πρωτείο, έστω και αν υποθέσουμε ότι κάποτε απαρνηθεί τις άλλες κακοδοξίες του, διότι το πρωτείο είναι, θα λέγαμε, η πεμπτουσία της υποστάσεώς του. Παπισμός χωρίς το πρωτείο δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει ποτέ! 
    Παρά ταύτα οι Προκαθήμενοι και Πατριάρχες στον Ορθόδοξο χώρο, ενώ συνειδητοποιούν, προϊόντος του χρόνου, όλο και περισσότερο αυτή την τραγική πραγματικότητα, ούτε να την εκφράσουν επίσημα τολμούν, αλλά ούτε και να διακόψουν τους Διαλόγους αποφασίζουν. Γιατί άραγε; Eπιμένουν να συνεχίζουν τους διαλόγους για το συγκεκριμένο θέμα εδώ και 15 χρόνια τώρα, (από το 2007 και εντεύθεν), κάνοντας εργώδεις προσπάθειες να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, να εναρμονίσουν Συνοδικότητα και πρωτείο! 
    Η δολιότητα περί «εναρμόνισης συνοδικότητας και πρωτείου» εκφράσθηκε για μια ακόμη φορά επίσημα και από τα χείλη του «Πάπα», ο οποίος, με απίστευτες αοριστολογίες και υποκριτικές μεγαλοστομίες, «εκθειάζει» την χαμένη για την «εκκλησία» του Συνοδικότητα. Ένα τέτοιο υποκριτικό λόγο εξεφώνησε πρόσφατα, κατά τον εορτασμό των 60 χρόνων από την σύγκληση της Β΄ Βατικανής «Συνόδου» (1962-1965). Τον βρήκαμε αναρτημένο στο αποκαλυπτικό ιστολόγιο «Πενταπόσταγμα» με τίτλο: «Νέο οικουμενιστικό κλείσιμο ματιού από τον Πάπα: Ο Κύριος μας θέλει όλους αδέλφια», σχολιασμένη από τον έγκριτο δημοσιογράφο κ. Μανώλη Κείο (https://www.pentapostagma.gr/ekklisia/ 7124245_neo-oikoymenistiko-kleisimo-matioy-apo-ton-papa-o-kyrios-mas-thelei-oloys-adelfia).  
    Σύμφωνα με την είδηση: «Στο κήρυγμά του κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας για την 60ή επέτειο από την έναρξη της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου (11 Οκτωβρίου 1962), στην οποία συμμετείχαν επίσκοποι από όλο τον κόσμο, ο Πάπας Φραγκίσκος είπε ότι πρέπει να δούμε την Εκκλησία "με τα μάτια του Θεού, μάτια γεμάτα αγάπη", προκειμένου να ξεπεράσουμε τις πολώσεις, αντί να "βάζουμε τις δικές μας ατζέντες πάνω από το Ευαγγέλιο"»! Αντί να κάνει έναν σοβαρό απολογισμό για τα μέχρι τώρα ολέθρια αποτελέσματα της Β΄ Βατικανής Ψευδοσυνόδου και αντί να χαμηλώσει την δαιμονική υπερηφάνειά του, να δει την κατάντια του Παπισμού, το χιλιόχρονο εγκληματικό του παρελθόν και το φρικτό παρόν του, προβάλλει την άγνωστη σ’ αυτόν έννοια της αγάπης, όχι βέβαια ως ένδειξη μετάνοιας, αλλά με σκοπό την πραγματοποίηση του στόχου του, που είναι η αναγνώριση του πρωτείου του από όλο τον χριστιανικό κόσμο ως «αντιπροσώπου του Θεού στη γη»! Δεν τον αφήνει ο εωσφορικός εγωισμός του να ομολογήσει ότι οι «πολώσεις» προήλθαν κυρίως και πρωτίστως από το δαιμονικό πρωτείο, εξ’ αιτίας του οποίου γεννήθηκε ο Προτεσταντισμός, ως αντίδραση στις αυθαιρεσίες των «Παπών», οι οποίοι είχαν την αξίωση να βάλουν «τη δική τους ατζέντα πάνω από το ευαγγέλιο», την ατζέντα του πρωτείου.   
    Παρά κάτω αναφέρει: «Ο ποντίφικας ζήτησε να "είμαστε προσεκτικοί καθώς τόσο ο "προοδευτισμός" που ευθυγραμμίζεται πίσω από τον κόσμο όσο και ο "παραδοσιακός τρόπος"  ή "το να κοιτάμε προς τα πίσω", μέθοδοι που νοσταλγούν έναν περασμένο κόσμο, δεν είναι απόδειξη αγάπης, αλλά απιστίας. Είναι μορφές ενός εγωισμού, που βάζει τα δικά μας γούστα και σχέδια πάνω από την αγάπη, η οποία ευχαριστεί τον Θεό, την απλή, ταπεινή και πιστή αγάπη που ζήτησε ο Ιησούς από τον Πέτρο [….] Για τον λόγο αυτό, ο Πάπας Φραγκίσκος θέλει "να επιστρέψουμε στις αγνές πηγές της αγάπης της Συνόδου [. . .] Μια Εκκλησία ερωτευμένη με τον Ιησού δεν έχει χρόνο για καυγάδες, κουτσομπολιά και διαμάχες. Είθε ο Θεός να μας απαλλάξει από την κριτική και τη μισαλλοδοξία, τη σκληρότητα και τον θυμό!». Κάνει λόγο για εγωισμό, που πρέπει να αποβληθεί από τη ζωή της Εκκλησίας, αλλά δεν θέλει να δει, ότι ο εγωϊσμός έχει καταντήσει συνώνυμος με τους εκάστοτε «Πάπες», οι οποίοι επιζητούν να ικανοποιήσουν και να προωθήσουν τα σχέδιά τους για παγκόσμια κυριαρχία εφ’ όλης της Εκκλησίας. Με περισσή υποκριτικότητα εκδηλώνει τάχα την επιθυμία για επιστροφή «στις αγνές πηγές της αγάπης της Συνόδου», αλλά δεν απαρνείται το δαιμονικό πρωτείο, το οποίο βρίσκεται στον αντίποδα της Συνόδου! Ισχυρίζεται ότι «μια Εκκλησία ερωτευμένη με τον Ιησού δεν έχει χρόνο για καυγάδες, κουτσομπολιά και διαμάχες», αγνοώντας, ότι δεν μπορεί να υπάρξει αληθινός έρωτας με τον Χριστό, όταν δεν υπάρχει έρωτας με την αλήθεια, διότι ο Χριστός είναι η αυτοαλήθεια. Επομένως όπου υπάρχει το ψεύδος της αιρέσεως (όπως στον Παπισμό), εκεί δεν μπορεί να υπάρξει αληθινός έρωτας Χριστού. Όσο για τη «μισαλλοδοξία, τη σκληρότητα και τον θυμό», αυτά ας ψάξει να τα βρεί στις ιερές Εξετάσεις, τις σταυροφορίες και τις γενοκτονίες. Τα διαχρονικά εγκλήματα του Παπισμού κατά της ανθρωπότητος  δεν αίρονται με υποκριτικές προσευχές και φαρισαϊκές μεγαλοστομίες, αλλά με ειλικρινή μετάνοια, η οποία βεβαίως απουσιάζει από το λεξιλόγιο του! 
    Παρά κάτω τόνισε: «Πόσο επίκαιρη παραμένει η Σύνοδος! Μας βοηθά να απορρίψουμε τον πειρασμό να κλειστούμε στα όρια της δικής μας άνεσης και των δικών μας πεποιθήσεων. Η Σύνοδος μας βοηθά να μιμηθούμε την προσέγγιση του Θεού, διότι η Εκκλησία δεν πραγματοποίησε τη Σύνοδο για να θαυμάσει τον εαυτό της, αλλά για να προσφέρει τον εαυτό της στους άλλους»! Το «κρεσέντο» της υποκρισίας σε όλο του το βάθος και πλάτος της! Η Σύνοδος πράγματι «παραμένει επίκαιρη», διότι αν συμβεί ποτέ να λειτουργήσει στον χώρο του Παπισμού μέσα σε Ορθόδοξα πλαίσια, τότε το πρώτο πρόσωπο το οποίο θα «βοηθήσει» θα είναι το πρόσωπο του «Πάπα». Θα τον «βοηθήσει» να «απορρίψει τον πειρασμό» του δαιμονικού πρωτείου του, προκειμένου να μην «κλειστεί στα όρια της δικής του άνεσης» και «στα όρια» του εωσφορικού εγωϊσμού, που του προσφέρει το πρωτείο και τελικά να αποβάλει οριστικά και αμετάκλητα τις «δικές του πεποιθήσεις», που είναι πέρα για πέρα πλανεμένες. Στην περίπτωση αυτή η Σύνοδος σίγουρα θα «τον βοηθήσει να μιμηθεί την προσέγγιση του Θεού», διότι ο Θεός δεν προσεγγίζεται με άλλο τρόπο παρά μόνο εκεί όπου υπάρχει η ταπείνωση, εκεί δηλαδή όπου αποβάλλεται ο  εωσφορικός εγωϊσμός του πρωτείου. Η Εκκλησία ουδέποτε θαύμασε τον εαυτό της εξ’ αιτίας της λειτουργίας του Συνοδικού Θεσμού στη ζωή της. Ο αυτοθαυμασμός υπάρχει εκεί όπου υπάρχει ο εωσφορικός εγωϊσμός, εκεί όπου υπάρχει ο πόθος για πρωτεία και εξουσία επί των άλλων. 
    Στη συνέχεια κάνει λόγο για επιστροφή στη Συνοδικότητα: «Επιστροφή στη Σύνοδο σημαίνει να ανακαλύψουμε εκ νέου το ζωντανό ποτάμι της Παράδοσης, χωρίς να παραμένουμε βυθισμένοι στις παραδόσεις. Η τελευταία έμφαση στην κληρονομιά αυτή σημαίνει ότι όταν ο Ιησούς ζητά από τον Πέτρο, [να ποιμάνει τα πρόβατά του], δεν εννοεί μόνο μερικά από τα πρόβατα, αλλά όλα, αφού η Εκκλησία δεν μπορεί να υποκύψει "στον πειρασμό της πόλωσης"». Κάνει λόγο για «επιστροφή στη Σύνοδο», αλλά δεν διανοείται να απορρίψει το αντισυνοδικό παρελθόν της «εκκλησίας» του! Αντίθετα αναφέρεται στον απόστολο Πέτρο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το «πέτρειο πρωτείο» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η  «πέτρεια κληρονομιά» και γι’ αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο!  
    Και κατέληξε: «Πόσες φορές προτίμησαν να επευφημήσουν την δική τους παράταξη αντί να είναι υπηρέτες όλων; […] Να παρουσιάζονται ως 'φύλακες της αλήθειας' ή 'πρωτοπόροι της καινοτομίας', αντί να βλέπουν τους εαυτούς τους ως ταπεινά και ευγνώμονα παιδιά της Αγίας Μητέρας Εκκλησίας»! Μας προτρέπει να γίνουμε «υπηρέτες όλων… ως ταπεινά και ευγνώμονα παιδιά της Αγίας Μητέρας Εκκλησίας», μιμούμενοι προφανώς το παράδειγμα του Κυρίου μας, που έπλυνε τα πόδια των μαθητών του. Ας αναλογισθεί ο νυν «Πάπας» κατά πόσον οι προκάτοχοί του μιμήθηκαν το παράδειγμα του Κυρίου. Διότι απ’ όσα καταμαρτυρεί η ιστορία, οι «Πάπες» δεν καταδέχονταν να πατήσουν τα πόδια τους πάνω στη γη. Είχαν την αξίωση να τους μεταφέρουν πάνω σε φορητούς θρόνους  οι καρδινάλιοί τους! Το μόνο που καταδέχονταν ήταν να τους φιλάνε, όχι το χέρι, αλλά το πόδι! Τόσο «ταπεινά» και «υπηρετικά» μιμήθηκαν το παράδειγμα του Χριστού! Αναφέρεται ακόμη απαξιωτικά στους «φύλακες της αλήθειας», εννοώντας  προφανώς τους αντιπαπικούς Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι, κατ’ αυτόν,  δεν θέλησαν να υποταχθούν στην παπική «ποίμνη», αντιτασσόμενοι στο παπικό πρωτείο και στην αναπόφευκτη αλλοτρίωση της Εκκλησίας σε ένα κοσμικό οργανισμό.  
    Περαίνοντας, εκφράζουμε την ανησυχία μας για την νέα παγίδα που έχει στήσει ο δόλιος Παπισμός, την «ανακάλυψη της Συνοδικότητας». Όπως αποδείξαμε, δεν πρόκειται για ανακάλυψη του αγίου Συνοδικού Πολιτεύματος της Εκκλησίας μας, αλλά για μεθόδευση μιας κάλπικης «συνοδικότητας», η οποία θα υπηρετεί το παπικό πρωτείο. Πρόκειται για «στάχτη στα μάτια» του Ορθοδόξου κόσμου, ώστε να αποδεχτεί τον αμετανόητο Παπισμό ως Εκκλησία και να ενωθούμε, ορθότερα, να υποταχτούμε σ’ αυτόν. Ανησυχούμε περισσότερο για τη στάση των Ορθοδόξων  θιασωτών της «ενώσεως των εκκλησιών», οι οποίοι θεωρούν «απαραίτητο» το «παγκόσμιο πρωτείο» στην Εκκλησία, το αχρείαστο επί δύο χιλιάδες χρόνια και εργάζονται πυρετωδώς με τους παπικούς, προς την κατεύθυνση αυτή, θέτοντες σε κίνδυνο, δυστυχώς, τη σωτηρία πολλών ψυχών.  

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειων 

Παναγία η Επτάσπαθη

Η Παναγία μέ τά Επτά Σπαθιά τά οποία συμβολίζουν:
1. Αχαριστία, 2. Βασκανία, 3. Γλωσσοφαγιά, 4. Ζήλεια, 5. Κακία, 6. Συκοφαντία, 7. Φθόνος.
Η Αγία Εικόνα τιμάται στις 2 Φεβρουαρίου και την Κυριακή των Αγίων Πάντων.!
Τήν Σήν προστασίαν ημίν κατάπεμψον Αμήν.!
Παναγία η <<Επτάσπαθη>>
«η Πραΰνουσα καρδίας κακάς», η Εικόνα που θεραπεύει καρδιές, τις ειρηνεύει και τις πραΰνει.
Απεικονίζει την Μητέρα του Θεού με τα επτά σπαθιά, ή θλίψεις, με τρεις λόγχες ή σπαθιά στον δεξιό ώμο και τρεις στον αριστερό και ένα σπαθί να τρυπάει την καρδιά της από κάτω. Στην Αγία Γραφή, ο αριθμός επτά, συνήθως δηλώνει την πληρότητα και την αφθονία. Σε αυτήν την περίπτωση όμως έχουμε την πληρότητα των απέραντων θλίψεων, του πόνου της καρδιάς, που ένιωσε η Θεοτόκος στην διάρκεια της επιγείου ζωής της. Η θλίψη της ψυχής της ήταν τόσο μεγάλη ώστε όλα τα βάσανά μας να φαίνονται ασήμαντα σε σύγκριση με τα βάσανά της. Γι’ αυτό η Παναγία είναι ετοίμη βοηθός και παρηγοριά στις θλίψεις μας.
Μια παράδοση αναφέρει ότι «αυτή η Εικόνα προστατεύει το σπίτι από αρνητικές δαιμονικές ενέργειες και κυρίως από τον φθόνο», Έχει την χάρη να προστατεύει όποιον την επικαλείται και να σταματάει κάθε κακό που τον απειλεί, από μαγείες – πειρασμικές ενέργειες, βασκανίες, γλωσσοφαγιές, κατάρες, από ασθένειες – σωματικέs καί ψυχικές, πλάνες, αδικίες και απάτες πάσης φύσεως..!
Θεοτόκε Παρθένε, ρομφαία δίστομος διήλθε σου την καρδίαν, προφήτης ως Συμεών σοι προείπεν, ότε Τόκον σου σταυρούμενον είδες και σπάθαι νυν επτά των ημών αμαρτιών τιτρώσκουσι σην καρδίαν, την τας ξηράς και ανίκμους ημών καρδίας απαλύνουσαν.
Ξάνθοs Μακρήs (Θεολόγοs)

Οι –ΚΔ’ ΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΙ ΟΙΚΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΝ
ΤΗΝ ΑΠΑΛΥΝΟΥΣΑ ΤΑΣ ΣΚΛΗΡΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Μετάφραση από τα ρώσικα

Απολυτίκιον
Απάλυνον τας σκληράς καρδίας ημών Θεοτόκε και σβέσον τας επιθέσεις των μισούντων ημάς και λύσον πάσας τας στεναχωρίας της ψυχής ημών. Ότι ορώντες την Αγίαν Εικόνα Σου πληρούμεθα λύπης εκ των βασάνων και της στοργής Σου δι’ ημας και ασπαζόμεθα τας πληγάς Σου’ πληρούμεθα τρόμου δια τα βέλη τα πληγώνοντα Σε. Μήτηρ της Στοργής συμφώνως της σκληρότητος των καρδιών ημών είθε να μην απολεσθώμεν εκ της σκληρότητος των καρδιών των πλησίον ημών, ότι Συ εί αληθώς η Απαλύνουσα τας σκληράς καρδίας.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

ΑΔΥΝΑΤΗ Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ» ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑΣ!(Σχόλιο σε κοινό ανακοινωθέν της Ομάδας Εργασίας «Άγιος Ειρηναίος»)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 7η Νοεμβρίου 2022

ΑΔΥΝΑΤΗ Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ» ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑΣ!
(Σχόλιο σε κοινό ανακοινωθέν της Ομάδας Εργασίας «Άγιος Ειρηναίος»)

    Το Γραφείο μας μελετά με προσοχή τα τεκταινόμενα σχετικά με την πυρετώδη προώθηση της λεγόμενης «ένωσης των εκκλησιών». Παρατηρούμε με ενδιαφέρον, αλλά και ανησυχία,  να γίνεται μία τιτάνια προσπάθεια, από την πλευρά των θιασωτών της «ενώσεως» να γεφυρώσουν «ανορθόδοξα» και επί ζημία της Εκκλησίας, το χάσμα ανάμεσα στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας και τον αιρετικό Παπισμό. Να παρακάμψουν τις δεκάδες κακοδοξίες του και να οικοδομήσουν μια «ένωση» ουνιτικού τύπου, παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές και χωρίς την επιστροφή των στην Ορθοδοξία. Τις θλιβερές αυτές διαπιστώσεις καταδεικνύει η μέχρι σήμερα πορεία των Διαλόγων με τους παπικούς.  Μεθοδεύθηκε η έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου, όχι από τα διαιρούντα, αλλά από τα ενούντα, κάτι ξένο προς την Ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε το πνεύμα της «αμοιβαίας αναγνωρίσεως» για την δημιουργία ψευδαισθήσεων ενότητος και ταυτότητος πίστεως. Το πνεύμα αυτό μόλις διακρίνεται στα πρώτα κείμενα της Μικτής Επιτροπής, για να φανεί πλέον ξεκάθαρα και με κάθε επισημότητα στο κοινό κείμενο της Ζ΄ Συνελεύσεως του Balamand. Με το κείμενο αυτό Παπικοί και «Ορθόδοξοι», κάνοντας ένα θεαματικό άλμα και παρακάμπτοντας πλήθος αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού, φθάνουν στο σημείο να αναγνωρίσουν αλλήλους ως πλήρεις και αληθείς «αδελφές Εκκλησίες», με έγκυρα μυστήρια, με ταυτότητα πίστεως, με αποστολική διαδοχή και διά τούτο «από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα», (παράγρ.13 και 14), πράγμα που συνιστά πραγματική προδοσία της Ορθοδόξου πίστεως. Στην παρούσα φάση, (από το 2007 και εντεύθεν), καταβάλλεται μια εργώδης προσπάθεια από τα μέλη της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μέσω των τριών τελευταίων κειμένων, δηλαδή αυτών της Ραβέννας, της Βιέννης και του Κιέτι, να αποσαφηνίσουν τη σχέση μεταξύ Πρωτείου και Συνοδικότητος και ειδικότερα με ποιο τρόπο αυτά τα δύο μεγέθη εκφράσθηκαν και λειτούργησαν διά μέσου των αιώνων στις διεκκλησιαστικές σχέσεις Ανατολής και Δύσεως. Κατ’ ουσίαν η όλη προσπάθεια αποσκοπεί στην εναρμόνιση μεταξύ Πρωτείου και Συνοδικότητος, έτσι ώστε να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές, Ορθοδόξους και Παπικούς.  
    Παράλληλα με τα μέλη της Μικτής Επιτροπής έχουν επιστρατευθεί και άλλες ομάδες εργασίας, οι οποίες εργάζονται προς ίδια την κατεύθυνση. Μία από αυτές είναι και η «Mικτή Ομάδα Εργασίας ‘Άγιος Ειρηναίος’». Ας δούμε καταρχήν, τι είναι αυτή η ομάδα: «Η Mικτή Ομάδα Εργασίας ‘Άγιος Ειρηναίος’ ιδρύθηκε το 2004 στο Paderborn της Γερμανίας, σε μία εποχή κατά την οποία ο επίσημος διεθνής διάλογος μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας αντιμετώπιζε δυσκολίες. Η ομάδα αποτελείται από δεκατρείς ορθοδόξους και δεκατρείς ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους από διάφορες χώρες…Τα μέλη της Ομάδας Εργασίας δεν έχουν διορισθεί ως επίσημοι απεσταλμένοι των εκκλησιών τους, αλλά έχουν προσκληθεί με κριτήριο τη θεολογική τους επιστημοσύνη. Ο ‘Άγιος Ειρηναίος’ δεν αποτελεί επομένως κάποια επίσημη επιτροπή διαλόγου, αλλά μία ανεπίσημη ομάδα εργασίας, αποτελούμενη από ειδικούς, η οποία συνέρχεται προσδοκώντας να πλαισιώσει τον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών σε διεθνές επίπεδο». (https://www.ecclesia. gr/greek/press/theologia /material/ 2021 _4 _12_idiomelo.pdf). Πρόσφατα η ομάδα αυτή συνέταξε ένα κείμενο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Θεολογία», [το πρώτο μέρος στο τόμο 92, (τεύχος 4ον, 2021) και το δεύτερο στο τόμο 93, (τεύχος 2ον, 2022)], με τίτλο: «Διακονώντας την κοινωνία. Επανεξετάζοντας τη σχέση μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητας». Στις γραμμές που ακολουθούν θα περιοριστούμε σε ένα σύντομο σχολιασμό του εκτεταμένου αυτού κειμένου, (80 σελίδες περίπου), αναφερόμενοι σε ορισμένα μόνο σημεία του, διότι ο πλήρης αναλυτικός σχολιασμός όλων των κοινών δηλώσεων, (17 τον αριθμό), θα απαιτούσε τη συγγραφή ενός ολοκλήρου βιβλίου, κάτι το οποίο ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός δημοσιεύματος του Γραφείου μας. 
    Οι συντάκτες του κείμενου:
    Κατ’ αρχήν θεωρούν δεδομένο ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση, αλλά πλήρης και αληθής Εκκλησία με έγκυρα μυστήρια και αποστολική διαδοχή, γι’ αυτό άλλωστε και τον προσδιορίζουν με τον όρο «Καθολική Εκκλησία». Θεωρούν ότι η εν λόγω «Εκκλησία» ακολούθησε μια διαφορετική κατεύθυνση στη διαμόρφωση του δόγματος και του κανονικού δικαίου της, σε σχέση με την Ορθόδοξη, κάτω από την επίδραση πολλών παραγόντων, πολιτικών, ιστορικών, κοινωνικών και πολιτιστικών, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψη. Γράφουν επί λέξει: «Οι λόγοι που οδήγησαν στον χωρισμό των Εκκλησιών μας δεν ήταν μόνο θεολογικοί, αλλά είχαν επίσης πολιτικές κοινωνικές πολιτιστικές ψυχολογικές και άλλες διαστάσεις», (5η κοινή δήλωση).  
    Από τις δογματικές πλάνες των παπικών περιορίζονται να αναφέρουν μόνο το φιλιόκβε και φυσικά το πρωτείο, ενώ αγνοούν, (θεληματικά;), όλες τις υπόλοιπες αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Και τα δύο, (φιλιόκβε και πρωτείο), δεν θεωρούνται ως αιρετικές διδασκαλίες, που οφείλουν να αποβάλλουν οι παπικοί, αλλά ως ζητήματα που κατανοήθηκαν διαφορετικά από τις δύο Εκκλησίες.
Αγνοούν την 9η Οικουμενική Σύνοδο, (1341-1351), επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως επίσης και μια σειρά αγίων Ορθοδόξων Συνόδων με  πανορθόδοξο χαρακτήρα, (1484, 1722, 1727, 1838, 1848, 1895,  κ.α.), που καταδίκασαν τον Παπισμό ως αίρεση. Ρωτάμε τους συντάκτες: Οι παρά πάνω άγιες Σύνοδοι έπαψαν να αποτελούν  μέρος της Συνοδικής και Κανονικής μας Παραδόσεως και πρέπει να διαγραφούν;      
    Αγνοούν το γεγονός ότι το πρωτείο έχει αποκρυσταλλωθεί σε δόγμα πίστεως που για πρώτη φορά θεσπίσθηκε στη «Σύνοδο» του Λατερανού (1516), σύμφωνα με την οποία: «Μόνον ο εκάστοτε Ρωμαίος Ποντίφικας, ως εκείνος που έχει εξουσία υπεράνω όλων των συνόδων, διαθέτει το πλήρες δικαίωμα και την εξουσία να συγκαλεί, να μεταφέρει και να διαλύει συνόδους» (ΘΕΟΛΟΓΙΑ 92, 4 (2021), σελ. 31)! Το δόγμα αυτό επαναβεβαιώθηκε και στις Α΄ και Β΄ «Συνόδους» του Βατικανού και επομένως αποτελεί αμετακίνητο στοιχείο της διδασκαλίας του Παπισμού. Επομένως όσο και αν ενισχυθεί η Συνοδικότητα, ποτέ δεν θα παύσει να αποτελεί ένα απλό συμβουλευτικό όργανο του «Πάπα», ο οποίος θα εξακολουθεί να ίσταται υπεράνω των Συνόδων. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σχετικά πρόσφατα ο καρδινάλιος κ. Koch χαρακτήρισε το πρωτείο ως «δώρο του Χριστού στην Εκκλησία»! Σαν να μας λέει με εύσχημο και ευγενικό τρόπο: Το παπικό Πρωτείο ούτε να καταργηθεί πρόκειται, αλλά ούτε και να υποκατασταθεί από το Συνοδικό Σύστημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και τούτο, διότι είναι «δώρο του Χριστού στην Εκκλησία». Τα «δώρα του Χριστού», (επειδή ακριβώς είναι «δώρα του Χριστού»), ούτε καταργούνται, ούτε υποκαθίστανται, (Βλ. κείμενο του Γραφείου μας με τίτλο: «Η ενίσχυση της συνοδικότητας: Μια ακόμη δολερή παγίδα του παπισμού», (8.2.2021). 
    Προσπαθούν να βρούν ένα κοινό βηματισμό στη διερεύνηση των σχέσεων Πρωτείου και Συνοδικότητος πάνω στη βάση κυρίως του Κειμένου της Ραβέννας, το οποίο κάνει λόγο για Πρωτείο σε τοπικό, περιφεριακό και παγκόσμιο επίπεδο. Αγνοούν όμως το γεγονός ότι το κείμενο αυτό δέχθηκε σφοδρότατη κριτική από κορυφαίους και διαπρεπείς θεολόγους, όπως επίσης και το γεγονός ότι η συζήτηση για το Πρωτείο του επισκόπου Ρώμης και της σχέσεώς του με τη Συνοδικότητα είναι μεθοδολογικά άκαιρη και ουσιαστικά πρωθύστερη. Ο πρώην καθηγητής της Δογματικής στο ΑΠΘ κ. Τσελεγγίδης σε επιστολή του προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, (Σεπτέμβριος 2009), κάνει κάποιες πολύ εύστοχες παρατηρήσεις στο υπό συζήτηση θέμα και ειδικότερα ως προς την μεθοδολογία του διαλόγου: «Η προγραμματισμένη θεολογική συζήτηση για το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης ‘εις μεγαλύτερον βάθος’, τον προσεχή Οκτώβριο στην Κύπρο, είναι μεθοδολογικώς άκαιρη και ουσιαστικά πρωθύστερη. Και τούτο, γιατί, σύμφωνα με την θεολογική και πατερική δεοντολογία, θα πρέπει να προηγηθεί οπωσδήποτε η θεολογική συζήτηση για τη θεμελιώδη διαφορά μας με τους Ρωμαιοκαθολικούς στο δόγμα και ειδικότερα στο Filioque, το αλάθητο και την κτιστή θεία Χάρη, που εσφαλμένα εξακολουθούν να υποστηρίζουν. Οι δογματικές αυτές κακοδοξίες ενεργούν προσδιοριστικά στο χαρακτήρα της ταυτότητας του Ρωμαιοκαθολικισμού και κενώνουν θεολογικά την Εκκλησιολογία και την Μυστηριολογία του, κενώνουν δηλαδή ουσιαστικά τον κατ’ εξοχήν χαρακτήρα της Εκκλησίας ως ‘κοινωνίας θεώσεως του ανθρώπου’. Μόνο μετά την απόλυτη ταυτότητά μας στο δόγμα, μπορεί να ακολουθήσει συζήτηση για τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας. Η διαφορά μας στο δόγμα, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Οικουμενικών Συνόδων, που σαφώς προκύπτει από τα πρακτικά τους, θέτει εκτός Εκκλησίας τους Ρωμαιοκαθολικούς, πράγμα που επιβεβαιώνεται εμπειρικώς από την επί μίαν χιλιετία διακοπή της διαμυστηριακής κοινωνίας. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το θεολογικό ερώτημα: Πώς θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ορθολογικώς στον επικείμενο θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς για την θεσμική-ιεραρχική θέση ενός προσώπου, (δηλαδή του Πάπα), εντός της Εκκλησίας, εν όσω το πρόσωπο αυτό βρίσκεται ακόμη ουσιαστικά, αλλά και τυπικά εκτός της Εκκλησίας;».
    Στην 7η κοινή δήλωση, (σελ.227- 228), γίνεται μια προσπάθεια θεολογικής θεμελιώσεως και ερμηνείας του πρωτείου, (η οποία επαναλαμβάνεται με παρόμοια διατύπωση και στην 14η κοινή δήλωση). Γράφουν: «Κατά την διάρκεια των πρώτων χριστιανικών αιώνων αναδύεται ένας σημαντικός αριθμός διαφορετικών μορφών πρωτείου, ή ‘ήγεσίας’ σε τοπικές και επαρχιακές Εκκλησίες. Σε αυτές περιλαμβάνεται το πρωτείο του ενός και μόνου επισκόπου στην τοπική εκκλησία – συνήθως μια πόλη με τα προάστιά της- το οποίο έγινε ευρέως αποδεκτό από τα μέσα του 3ου αιώνα,…και αργότερα το πρωτείο ενός μεγάλου αστικού κέντρου,…». Παρά κάτω, στην επόμενη παράγραφο, (7.2) τονίζουν την εξέχουσα θέση και το υπεροχικό κύρος της Ρώμης, επικαλούμενοι ιστορικά στοιχεία και ορισμένες πατερικές μαρτυρίες, όπως του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, που ονομάζει τη Ρώμη «προκαθημένη της αγάπης» και του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος, που θεωρεί ότι η Ρώμη είναι η εκκλησία «από την οποία προέρχεται όλη η Ιερωσύνη». Η παρά πάνω φράση του αγίου Κυπριανού, (εάν πράγματι αποδίδεται στον άγιο και δεν είναι πλαστή επινόηση των παπικών), δεν μπορεί να ευσταθεί, διότι όπως είναι γνωστό η Ιερωσύνη έχει την πηγή και την προέλευσή της στον ίδιο τον Χριστό και όχι σε μια Εκκλησία, έστω και της Ρώμης. Επίσης ο άγιος Ιγνάτιος ονομάζοντας τη Ρώμη ως «προκαθημένη της αγάπης», δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι αποδίδει στον προκαθήμενό της πρωτείο παγκοσμίου εξουσίας εφ’ όλης της Εκκλησίας.
    Γύρω από το καυτό και φλέγον ζήτημα του «πρώτου» στην ανά την οικουμένην Εκκλησία, (για το οποίο γίνεται λόγος και στο κείμενο της Ραβέννας), μας δίδει ορισμένες πολύ χρήσιμες πληροφορίες ο πρωτ. π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος στην άριστη διπλωματική του εργασία με τίτλο: «Η Εκκλησία της Ρώμης και ο Επίσκοπός της στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων», (Α΄ Έκδοση 2016). Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα. Πολύ εύστοχα κατ’ αρχήν επισημαίνει ότι τον όρο «πρώτος» συναντούμε μόνο μία φορά στην Κανονική μας Παράδοση και στο Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, στον 34ο Αποστολικό Κανόνα. Στην εκκλησιαστική μας Γραμματεία αντί του όρου «πρώτος» χρησιμοποιείται κατά κόρον ο όρος «ο της Μητροπόλεως επίσκοπος», ή «ο της Μητροπόλεως», ή «ο Αρχιεπίσκοπος», που έχουν καθιερωθεί στα πρακτικά των Ορθοδόξων Συνόδων και στους Ιερούς Κανόνες. 
    Ο 9ος Ιερός Κανόνας της έν Αντιοχεία Συνόδου, ο οποίος ερμηνεύει τον  34ο Αποστολικό, καθιστά σαφές ότι δεν νοείται «πρώτος» γενικά και αόριστα, χωρίς την παρουσία συγκεκριμένης συνόδου μιάς συγκεκριμένης επαρχίας. Επομένως ο όρος «πρώτος» του 34ου Αποστολικού αφορά τον προεστώτα Επίσκοπο μιάς επαρχίας, ή ενός έθνους και μόνον. Επομένως οι εκφράσεις «Πρώτος της Χριστιανοσύνης», ή «πρώτος της παγκόσμιας Εκκλησίας», ή «παγκόσμιος προκαθήμενος» κ.λ.π. δεν απαντώνται ούτε ως ορολογία, ούτε και ως έννοια στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και ως εκ τούτου στερούνται θεολογικού νοήματος. Επ’ αυτού του σημείου είναι σαφής και ο 46ος της εν Καρθαγένη Συνόδου: «Ώστε τον της πρώτης καθέδρας επίσκοπον μη λέγεσθαι έξαρχον των ιερέων, ή άκρον ιερέα, ή τοιουτοτρόπον τίποτε, αλλά μόνον επίσκοπον της πρώτης καθέδρας». Ο καθηγητής κ. Βλ. Φειδάς παρατηρεί σχετικά: «Κατά την ερμηνεία της Ανατολής το ‘πρωτείο’ απέρρεε από τα πρεσβεία τιμής των πέντε πατριαρχικών θρόνων. Το ‘πρωτείο’ αυτό ήταν αφ’ ενός μεν ‘πρωτείο τιμής’ και όχι ‘πρωτείο εξουσίας’ και αφ’ ετέρου αναφερόταν μόνο στη σχέση του ‘πρώτου’ προς τους λοιπούς πατριάρχες και όχι στη σχέση του ‘πρώτου’ προς το όλο σώμα των επισκόπων της Εκκλησίας», όπως συμβαίνει με το παπικό πρωτείο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το κείμενο της Ραβέννας επιχειρεί να θεμελιώσει το Πρωτείο σε παγκόσμιο επίπεδο, παραπέμποντας μόνο στον 34ο Αποστολικό και σε κανέναν άλλο Ιερό Κανόνα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι στην Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ενώ γίνεται λόγος για τον «πρώτο» και τα καθήκοντα του σε επαρχιακό επίπεδο, πουθενά δεν γίνεται λόγος για κάποιον «πρώτο» της παγκοσμίου Εκκλησίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη «πρώτου» στην παγκόσμια Εκκλησία.
    Πέραν αυτών, αν μελετήσουμε την Κανονική Παράδοση της πρώτης χιλιετίας, (που είναι κοινή σε Ανατολή και Δύση), θα διαπιστώσουμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Εκκλησία ουδέποτε παρεχώρησε σε ένα πρόσωπο τις αρμοδιότητες του «πρώτου» στην ανά την οικουμένην Εκκλησία, αλλά περιέβαλε με τα δικαιώματα του «πρώτου» τον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των Πατριαρχών, το «πεντακόρυφο κράτος της Εκκλησίας». Αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα, αν εξετάσουμε τα πρακτικά των επτά Οικουμενικών Συνόδων. 
    Για παράδειγμα στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο αναγνώσθηκε η επιστολή του Πάπα Λέοντος, ο περίφημος τόμος του Λέοντος, ο οποίος δεν περιέχει καμία αναφορά για υπεροχική θέση του επισκόπου Ρώμης έναντι των λοιπών Εκκλησιών. Η επιστολή αυτή εγκρίθηκε στο σύνολό της από τους Πατέρες της Συνόδου ως κριτήριο Ορθόδοξου πίστεως. Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο ο Πάπας Βιγίλιος έστειλε δύο επιστολές στη Σύνοδο, (που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά), στις οποίες όχι μόνο δεν διακρίνεται καμιά υπεροχική εξουσία του επισκόπου Ρώμης, αλλά αντιθέτως στη β΄ επιστολή του ο Πάπας υποτάσσεται με ταπεινό φρόνημα στη συνοδική απόφαση, που ελήφθη εν απουσία του, αναγνωρίζοντας τα λάθη του.  Στην ΣΤ΄ οικουμενική Σύνοδο ο Πάπας Αγάθονας έστειλε δύο επιστολές, στις οποίες προσπαθεί να τονίσει την υπεροχική θέση του επισκόπου Ρώμης έναντι των λοιπών Εκκλησιών. Όμως οι Πατέρες της Συνόδου ενέκριναν τις επιστολές μόνο ως προς την περί των δύο θελήσεων και ενεργειών θεολογίας τους, χωρίς να αναφερθούν καθόλου στις διατυπώσεις για υπεροχική δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι με εύσχημο τρόπο τις απέρριψαν. Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο ο πάπας Αδριανός έστειλε δύο επιστολές, στις οποίες παρουσιάζει τον επίσκοπο Ρώμης ως τον «βικάριο» των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ως «πρωτεύοντα και κεφαλήν πασών των Εκκλησιών» και την άνευ Ρώμης Σύνοδον ως «ψευδοσύλλογον». Οι Πατέρες της Συνόδου ενέκριναν τις επιστολές μόνον ως προς την διδασκαλία τους για τις ιερές εικόνες και την τιμητική  τους προσκύνηση, ενώ απέρριψαν τις παπικές απόψεις περί παγκοσμίου πρωτείου του επισκόπου Ρώμης. 
    Τέλος η Οικουμενική Σύνοδος στην οποία κατ’ εξοχήν κρίθηκε και απορρίφθηκε η απαίτηση του Πάπα για απόλυτη δικαιοδοσία εφ’ όλης της Εκκλησίας, ήταν η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος επί μεγάλου Φωτίου, (879-880). Στη σύνοδο αυτή οι συνοδικοί Πατέρες δεν άφησαν να «περάσουν» οι αξιώσεις των παπικών λεγάτων για παγκόσμια δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης. Έτσι σε κάθε φράση του παπικού αντιπροσώπου, όπου υπενοείτο υπεροχική δικαιοδοσία του Πάπα έναντι των άλλων τοπικών Εκκλησιών, υπήρχε σαφής αντίλογος είτε από τον Μέγα Φώτιο, είτε από άλλους Πατέρες. Ρωτάμε τους συντάκτες του συλλογικού κειμένου: Γιατί αγνόησαν όλα τα παρά πάνω σπουδαιότατα στοιχεία, που παραθέσαμε από την Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση; 
    Στην 5η κοινή δήλωση, (σελ. 224), γράφουν: «Τόσο το πρωτείο όσο και η συνοδικότητα γνώρισαν εξέλιξη στο πέρασμα των αιώνων. Θα συνεχίσουν να αλλάζουν και θα πρέπει να αλλάζουν, προκειμένου να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες όπως η παγκοσμιοποίηση, οι γεωπολιτικές αλλαγές και οι νέες δομές πολιτικής εξουσίας, χωρίς όμως να συμμορφώνονται και στο πνεύμα του κόσμου τούτου. Αυτό συνεπάγεται μία συνεχή προσπάθεια μεταρρύθμισης και ανανέωσης των εκκλησιαστικών δομών, ακολουθώντας πιστά τη θεμελιώδη ταυτότητα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού και υπακούοντας στην αποστολή της υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος». Το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας μας είναι θεόσδοτο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αλλάζει σύμφωνα με τις μεταβολές του πτωτικού κόσμου. Λυπούμαστε που η Ορθόδοξη αντιπροσωπεία δέχτηκε αυτή την θέση. Αντίθετα ο Παπισμός, αφότου αποκόπηκε από τον αδιαίρετο εκκλησιαστικό κορμό, υιοθέτησε τον φεουδαρχικό Φραγκισμό, ως τρόπο διοίκησής του. Εφεύρε το δαιμονικό παπικό πρωτείο, το οποίο εξαφάνισε την Συνοδικότητα, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα του εξουσιαστικού πρωτείου.
    Στην 12η κοινή δήλωση (σελ. 251), γράφουν: «Η ανακάλυψη των πηγών της αρχαίας εκκλησίας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα οδήγησε Καθολικούς και Ορθόδοξους να συνειδητοποιήσουν τον βαθμό στον οποίο η εκκλησία πραγματώνεται στην ευχαριστία». Και συνεχίζουν: «Όταν τελείται η ευχαριστία η εκκλησία είναι ολόκληρη παρούσα, αν και την ίδια στιγμή δεν είναι η όλη η εκκλησία. Έτσι η Ευχαριστία τονίζει επίσης την πρωταρχική ενότητα ολόκληρης της εκκλησίας. Η μυστηριακή αυτή η κατανόηση της εκκλησίας προσφέρει το θεολογικό θεμέλιο για την σχέση μεταξύ πρωτείου και  συνοδικότητας ως της δομικής αρχής της εκκλησίας σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο». Εδώ εμπλέκεται η κακόδοξη θεωρία της «Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας». Την θεωρία αυτή ως γνωστόν εισηγήθηκε πρώτος ο Ρώσος θεολόγος και πρεσβύτερος Νικόλαος Αφανάσιεφ, ο οποίος υποστήριξε ότι η Εκκλησία είναι πλήρης και καθολική, οπουδήποτε τελείται το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, επειδή ο Χριστός είναι όλος παρών στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Την θεωρία αυτή στη συνέχεια αποδέχθηκε πλήρως ο Παπισµός, διότι εξυπηρετεί άριστα το δόγμα περί του παπικού πρωτείου. Κατά τους ισχυρισμούς των παπικών, όπως στη Θεία Ευχαριστία είναι ανάγκη να υπάρχει ο πρώτος, ή προεστώς, έτσι και στην  παγκόσμια είναι ανάγκη να υπάρχει ο πρώτος της ανά την οικουμένην Εκκλησίας. Δυστυχώς αυτή η απαράδεκτη διδασκαλία έχει εισβάλει  και στον Ορθόδοξο χώρο με πρωτοπόρο τον Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζιζιούλα, ο οποίος φαίνεται να αγνοεί, (όπως και οι ομόφρονές του), ότι ο αιρετικός Παπισμός, όπως και όλες οι αιρέσεις, επειδή στερούνται Ιερωσύνης, δεν έχουν έγκυρα μυστήρια, μεταδοτικά θείας Χάριτος και επομένως ούτε Θεία Ευχαριστία, στην οποία φυσικά δεν είναι παρών ο Χριστός. 
    Στην 17η κοινή δήλωση, (σελ. 268), γράφουν: «Οι αρχές του πρωτείου και της συνοδικότητας βρίσκονταν ήδη σε χρήση κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων, αλλά κανένα ενιαίο μοντέλο της μεταξύ τους σχέσης δεν έγινε ποτέ αποδεκτό παγκοσμίως». Το ότι το πρωτείο ποτέ δεν έγινε αποδεκτό από την Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας φαίνεται ξεκάθαρα στα πρακτικά των επτά Οικουμενικών Συνόδων, για τα οποία έγινε λόγος προηγουμένως.
    Στην ίδια κοινή δήλωση (σελ. 269) γράφουν:  «Τόσο η Αγία Γραφή, όσο και η Ιερά Παράδοση επιβεβαιώνουν την ανάγκη, το λειτούργημά του πρώτου να διακονεί την ενότητα της εκκλησίας σε διάφορα επίπεδα». Θέλουν να αγνοούν όμως ότι στην αγία Γραφή που επικαλούνται, ο ίδιος ο Κύριος ανατρέπει και καταργεί κάθε έννοια πρωτείου από οποιοδήποτε πρόσωπο, που έχει την αξίωση να ασκήσει εκκλησιαστική εξουσία, όπως αυτή ασκείται από τον Πάπα. Λέγει: «και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος», (Ματθ.20,27). Όσο για την ανυπαρξία πρώτου στην Κανονική μας Παράδοσή έγινε λόγος ήδη προηγουμένως.
    Στην ίδια κοινή δήλωση (σελ. 269) προσθέτουν: «Αποτελεί πεποίθηση των μελών της ομάδας εργασίας ότι οποιοδήποτε όραμα για το μέλλον πρέπει να επεξεργαστεί με μεγάλη προσοχή ένα μοντέλο κοινωνίας λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η εφαρμογή αυτού του μοντέλου θα είναι σταδιακή. Η πορεία προς τη συμφιλίωση μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων δεν συνεπάγεται απαραίτητα την άμεση επίλυση όλων των εκκρεμών ζητημάτων αλλά ένα κοινό Πλαίσιο προσεγγίσεων του στόχου αυτού». Ιδού και η κυνική ομολογία του μινιμαλιστικού μοντέλου «ενώσεως των εκκλησιών»! Με άλλα λόγια, η ένωση θα γίνει σε ουνιτική βάση, στην οποία εμείς κρατάμε τα δικά μας, εκείνοι κρατούν τα δικά τους και κάνουμε την «ένωση»! 
    Στην ίδια κοινή δήλωση, (σελ. 270-271) η Ομάδα Εργασίας, «αποθεώνει» τον «Πάπα», ορίζοντάς τον ως «εκφραστή» της «ενότητας των χριστιανών στον κόσμο σήμερα»: «Η ομάδα Άγιος Ειρηναίος έχει επίγνωση ότι ο καθορισμός του ακριβούς ρόλου του επισκόπου Ρώμης στο πλαίσιο μίας αποκατεστημένης κοινωνίας μεταξύ των εκκλησιών μας θα είναι ίσως η πιο δύσκολη πτυχή αυτής της διαδικασίας. Τα μέλη της ομάδας μας είναι πεπεισμένα ότι ο επίσκοπος Ρώμης μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σημαντικότερο ρόλο στην έκφραση της ενότητας των χριστιανών στον κόσμο σήμερα… Είναι ανάγκη να αναζητηθεί ένας τρόπος προκειμένου να ξεπερασθούν ορισμένες θέσεις του παρελθόντος, ώστε τα βασικά στοιχεία που έχουν διατηρηθεί και στις δύο παραδόσεις να ενσωματωθούν σε μία κοινή κατανόηση του πρωτείου». Η ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκφράσθηκε ήδη μέσω της λειτουργίας του Συνοδικού Συστήματος και μόνον, χωρίς να έχει ανάγκη να εκφρασθεί από κάποιο «πρώτο», πράγμα το οποίο αποτελεί ήδη μια ζωντανή πραγματικότητα εδώ και 20 αιώνες. Δεν υπάρχουν «δύο παραδόσεις», οι οποίες δέον να «ενσωματωθούν σε μία κοινή κατανόηση του πρωτείου», αλλά η κρυστάλλινη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η αιρετική του Παπισμού. 
    Κλείνοντας, εκφράζουμε έντονα για πολλοστή φορά τους φόβους μας από την δικαιολογημένη αίσθησή μας ότι έρχεται, οσονούπω, τρομακτική θύελλα στην Εκκλησία μας. Οι θιασώτες της «ενώσεως των εκκλησιών» βιάζονται να ενώσουν την Εκκλησία με τις αιρέσεις, χωρίς την απαραίτητη μετάνοια των αιρετικών. Σύμφωνα με δρομολογημένες εξελίξεις το 2025 είναι χρονικό ορόσημο γι’ αυτή την «ένωση». Μια προσεκτική μελέτη (και) των κοινών πορισμάτων της Ομάδος Εργασίας φανερώνουν περίτρανα, αφ’ ενός μεν ότι το όλο κείμενο φέρει τη σφραγίδα της παπικής «θεολογίας» και αφ’ ετέρου τις εκατέρωθεν προθέσεις. Η παραπλανητική γλώσσα περί της «εναρμονίσεως» του «πρωτείου με τη συνοδικότητα» φανερώνει το βάθος της υποκρισίας του αιρετικού Παπισμού και την πεισματική άρνησή του να απεμπολήσει το δαιμονικό «πρωτείο», αλλά να το «ντύσει» με το ευτελές περίβλημα μιας κάλπικης συνοδικότητας!  Εκφράζουμε τέλος την πικρία μας, τέτοια απαράδεκτα κείμενα, τα οποία απηχούν κακόδοξες και εν πολλοίς δόλιες αιρετικές θέσεις, να δημοσιεύονται στο επίσημο περιοδικό «Θεολογία» της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλοιώνοντας το φρόνημα των ορθοδόξων αναγνωστών του!   

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών