Ιερός Ναός ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Καστέλλας Πειραιώςαυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Ο εν αληθεία λόγος

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ


ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 19 η Απριλίου 2021

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΙΕΡΑΡΧΟΥ


Β΄


«Ο εν αληθεία διάλογος».


Το κεφάλαιο με τον παρά πάνω τίτλο, πέρα από τα ουσιαστικά κενά που

παρουσιάζει, προσπαθεί να δώσει στον αναγνώστη μια παραπλανητική εικόνα

των Θεολογικών Διαλόγων, όπως θα καταδειχθεί με όσα θα παραθέσουμε στη

συνέχεια. Το γενικό συμπέρασμα που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ότι οι

μέχρι σήμερα διεξαχθέντες Διάλογοι είχαν επιτυχία και έφεραν σημαντικούς και

θετικούς καρπούς. Γύρω από το θέμα των Θεολογικών Διαλόγων έχουν

ομιλήσει και έχουν ασκήσει κριτική μεγάλες και καταξιωμένες θεολογικές

προσωπικότητες, (ορισμένες μάλιστα από αυτές έλαβαν μέρος σε Διαλόγους),

άνδρες εγνωσμένου κύρους και πνευματικότητος, που δεν συμφωνούν καθόλου

με τα συμπεράσματα του συγγραφέως. Πρόκειται για πρόσωπα, τα οποία είχαν

το θάρρος να υψώσουν το ανάστημά τους και να διαφωνήσουν, καθώς

διαπίστωναν την στρεβλή πορεία που έπαιρναν συν τω χρόνω οι Διάλογοι. Το

αποτέλεσμα ήταν ότι, είτε παραιτήθηκαν μόνοι τους, μη συμμετέχοντες σ’

αυτούς, διότι δεν θέλησαν να γίνουν μαριονέττες σε ένα «ανόσιο παίγνιο», είτε

απομακρύνθηκαν από την προϊσταμένη τους εκκλησιαστική αρχή, επειδή

τόλμησαν να διαφοροποιηθούν και να εναντιωθούν στην οικουμενιστική

γραμμή, που χάραξε η εκκλησιαστική τους ηγεσία. Μας εκπλήσσει δε το

γεγονός ότι ο συγγραφέας, (με εξαίρεση τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ),

θεληματικά τους αγνοεί. Γιατί άραγε; Επειδή δεν έχει την τόλμη και τη δύναμη

να τους αντικρούσει; Ή επειδή δεν τον βοηθούν να βγάλει τα συμπεράσματα

που θέλει;

Στις γραμμές που ακολουθούν, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε στον

αναγνώστη την αληθινή εικόνα των Διαλόγων, βασιζόμενοι κυρίως πάνω σε

κριτικές θέσεις και παρατηρήσεις ορισμένων μόνον εξ αυτών. Θα παραθέσουμε

ακόμη και ορισμένες θέσεις και απόψεις, πραγματικά αποκαλυπτικές και

σοκαριστικές, θιασωτών του Οικουμενισμού, προκειμένου να φανεί, (από την

αντίθετη παράταξη τώρα), που στόχευαν και που στοχεύουν, αυτοί που

κινούσαν και κινούν τα νήματα των Διαλόγων. Να φανεί ακόμη ποιες σκοτεινές

δυνάμεις και ποια παγκόσμια κέντρα εξουσίας κρύβονται πίσω από τους

Διαλόγους. Χωρίζουμε το κεφάλαιο αυτό σε δύο ενότητες: 1) Διαχριστιανικοί

Διάλογοι και 2) Διαθρησκειακοί Διάλογοι.


2


1) Διαχριστιανικοί Διάλογοι.


Ο συγγραφέας κατ’ αρχήν παρατηρεί ότι «η ενότητα της Εκκλησίας είναι

δυνατή μόνον εν τη ορθή πίστει. Ακριβώς για αυτό, διά μέσου ολόκληρης της

ιστορίας της ύπαρξης, η Εκκλησία πολέλησε πολύ για να διαφυλαχθεί η ορθή

πίστη. Τίποτε δε μπορεί και δεν επιτρέπεται να τεθεί υπεράνω της πίστης.

Ούτε η αγάπη δεν είναι υπεράνω και πριν την πίστη, διότι ούτε η αγάπη, ούτε

και οποιαδήποτε άλλη αρετή μπορούν να διατηρηθούν χωρίς την ορθή

πίστη», (σελ. 326). Πολύ ορθές οι παρά πάνω επισημάνσεις. Το ερώτημα όμως

εν προκειμένω είναι: Μπορούμε να πούμε ότι οι μέχρι σήμερα Διάλογοι

υπηρέτησαν με πιστότητα και συνέπεια τον στόχο της διαφυλάξεως της ορθής

πίστεως; Μ’ άλλα λόγια οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποί μας στους Διαλόγους

παρέμειναν εδραίοι και αμετακίνητοι στην Ορθοδοξία, ή μήπως παρασύρθηκαν

σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις ανεπίτρεπτες ως προς το δόγμα και την

εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία; Την απάντηση στα παρά πάνω ερωτήματα

μας δίδουν τα κείμενα κοινής αποδοχής, τα οποία συνυπέγραψαν Ορθόδοξοι και

ετερόδοξοι και τα οποία, όπως θα φανεί στη συνέχεια, κάθε άλλο παρά ως

Ορθόδοξα κείμενα μπορούν να χαρακτηριστούν. Για παράδειγμα, τα κείμενα

του Μπαλαμάντ, της Ραβέννας, του Πόρτο Αλέγκρε, του Πουσάν κ.α μπορούν

να χαρακτηριστούν ως Ορθόδοξα κείμενα; Όχι βέβαια! Πάνω στα κείμενα αυτά

αναφέρθηκε στο παρελθόν το Γραφείο μας με πολλές κριτικές παρατηρήσεις και

δεν είναι του παρόντος να τις επαναλάβουμε. Θα περιοριστούμε εδώ να

παραθέσουμε ένα μόνο απόσπασμα από το κείμενο του Μπαλαμάντ:

«Εκατέρωθεν αναγνωρίζεται ότι όσα ενεπιστεύθη ο Χριστός εις την Εκκλησία

του, (ομολογία της αποστολικής πίστεως, μετοχή εις τα αυτά μυστήρια,

κυρίως εις την μίαν ιερωσύνην την τελούσαν την μίαν θυσίαν του Χριστού,

αποστολική διαδοχή των επισκόπων), δεν δύνανται να θεωρηθούν ως

αποκλειστική ιδιοκτησία μιάς των ημετέρων Εκκλησιών. Είναι σαφές ότι

εντός του πλαισίου τούτου αποκλείεται πας αναβαπτισμός. Διά τούτον

ακριβώς τον λόγον η Καθολική Εκκλησία και η Ορθόδοξος Εκκλησία

αναγνωρίζουν εαυτάς αμοιβαίως ως αδελφάς Εκκλησίας, από κοινού

υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς

την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα», (παράγρ. 13,14). Όπως

γίνεται ολοφάνερο από το κείμενο, οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών

ουσιαστικά αρνούνται ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία,

Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως δηλαδή ομολογούμε στο Σύμβολο

της Πίστεως. Δέχονται ότι η Ορθοδοξία συναποτελεί με τον Παπισμό την Μία

Εκκλησία, (Una Sanctam). Γίνεται αμοιβαία αναγνώριση των μυστηρίων, της

αποστολικής διαδοχής και της αποστολικής πίστεως. Ο όρος «αδελφή

Εκκλησία» παύει να αποτελεί έκφραση φιλοφρονήσεως και ευγενείας και

αποκτά σαφή εκκλησιολογική διάσταση. Όπως παρατηρεί σύγχρονος κορυφαίος

θεολόγος: «Η διδασκαλία των μεγάλων αγίων και Πατέρων της Ορθοδόξου

Εκκλησίας περί του ότι οι Λατίνοι είναι σχισματικοί και αιρετικοί συγχρόνως,


3


εγκατελείφθη και ηχρηστεύθη. Είναι λοιπόν αποστολική πίστις το filioque, το

πρωτείο και το αλάθητον του Πάπα, το καθαρτήριον πύρ, τα άζυμα, η κτιστή

Θεία Χάρις, η διάσπασις των μυστηρίων της μυήσεως και η πληθύς των

άλλων καινοτομιών;…Πως θεωρούμε αφ’ ενός την Ρώμη αιρετική και

σχισματική, μη δυναμένην ως εκ τούτου να μετάσχει της κοινωνίας του

κοινού Ποτηρίου και αφ’ ετέρου να δεχόμεθα αυτήν πλήρως ως αδελφήν

Εκκλησίαν;». 1 Τι έχει να μας επί ο συγγραφέας πάνω στο κείμενο του

Μπαλαμάντ; Είναι ένα Ορθόδοξο κείμενο, ή όχι;

Παρά κάτω γράφει: «Ο διάλογος που η Εκκλησία οφείλει να διεξάγει

αδιάκοπα, απευθύνεται τόσο προς εκείνους που είναι ήδη μέλη της, όσο και

προς εκείνους που είναι δυνητικά μέλη της», (σελ. 327). Σαφώς οφείλει να δίνει

τη μαρτυρία της η Εκκλησία προς τους αιρετικούς, ωστόσο ο απόστολος Παύλος

θέτει όρια στον Διάλογό μας προς αυτούς: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και

δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και

αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος» (Τίτ. 3,10-11). Δεν έχει υποχρέωση η

Εκκλησία να αναλώνεται σε ατέρμονες και ατελέσφορους Διαλόγους, όταν

διαπιστώνει ότι εκείνοι δεν πείθονται και δεν αποκηρύσσουν τις πλάνες τους.

Και σε παλαιότερες εποχές η Εκκλησία μας διεξήγαγε Διαλόγους με τους

ετεροδόξους. Οι Διάλογοι όμως αυτοί είχαν σαφή χρονικά πλαίσια. Και επί

πλέον πάντοτε οι Ορθόδοξοι επρόβαλλαν ως απαραίτητο και αδιαπραγμάτευτο

όρο ενώσεως την επάνοδο των αιρετικών στην Ορθόδοξη πίστη. Αντιθέτως

τώρα, στους σημερινούς οικουμενικούς Διαλόγους, επιχειρείται μία ένωση παρά

τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές.

Παρά κάτω γράφει: «Στις μέρες μας εμφανίζεται το φαινόμενο της επιδίωξης

να τεθεί η ενότητα κατά κάποιον τρόπο εκτός της αληθείας της ορθής πίστης.

Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή ακόμη και οι ίδιοι οι εκκλησιαστικοί άνθρωποι

ενδιαφέρονται όλο και χλιαρότερα για τη ζωή στην αληθινή πίστη και τη

διαφύλαξη της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας», (σελ. 331). Ορθή η παρά

πάνω διαπίστωση. Ωστόσο, απ’ ό,τι φαίνεται, ο συγγραφέας αδυνατεί να

διεισδύσει στα βαθύτερα αίτια αυτής της διαπιστώσεως. Ίσως αγνοεί, ή

θεληματικά προσπερνά, το γεγονός, ότι στους σημερινούς Διαλόγους δεν έχουμε

απλώς το «φαινόμενο της επιδίωξης να τεθεί η ενότητα κατά κάποιον τρόπο

εκτός της αληθείας της ορθής πίστης». Η πραγματικότητα των Διαλόγων είναι

πολύ πιο τραγική και οδυνηρή, απ’ όσο την παρουσιάζει και εξηγούμεθα: Μέσα

στον οργανισμό του ΠΣΕ, στον οποίο δεσπόζει ασφυκτικά ο Προτεσταντισμός

από αριθμητικής πλευράς, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες ήταν αδύνατον, όπως ήταν

επόμενο, να έχουν τον έλεγχο της καταστάσεως και των αποφάσεών του.

Σύντομα διαπιστώθηκε στους Διαλόγους με τους Προτεστάντες στα παγκόσμια

οικουμενιστικά Συνέδρια, το αμετακίνητο της γνώμης και η πεισματώδης

επιμονή τους στις ποικίλλες αιρετικές τους διδασκαλίες. Η στάση των

Ορθοδόξων αντιπροσώπων στα πρώτα συνέδρια του ΠΣΕ ήταν πράγματι

ομολογιακή. Τα πράγματα όμως στην συνέχεια άλλαξαν. Η αρχική δυνατότητα

των Ορθοδόξων Εκκλησιών να διακηρύσσουν με κοινή δήλωση, ότι μόνον η


4


Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία,

απαγορεύτηκε μετά την Γ΄ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Νέο Δελχί το 1961,

και επιβλήθηκε η άποψη να συντάσσονται και να υπογράφονται κείμενα κοινής

αποδοχής από Ορθοδόξους και Προτεστάντες. Προϊόντος του χρόνου «η

προβληματική κατάσταση ανάμεσα στο ΠΣΕ και τους Ορθοδόξους έγινε πιο

αισθητή στα παγκόσμια οικουμενιστικά συνέδρια του San Antonio (Μάϊος

1989) και της Seoul (Μάρτιος 1990). Κυρίως όμως στην έβδομη Γενική

Συνέλευση στην Camperra το Φεβρουάριο του 1991, όπου διαφάνηκε

ξεκάθαρα η εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση του Τριαδολογικού Δόγματος

και κυρίως της διδασκαλίας περί του Αγίου Πνεύματος, ανάμεσα στην

Ορθόδοξη Παράδοση και σε επικρατούσες τάσεις εντός του προτεσταντικού

κόσμου…Επίσης η συμμετοχή των Ορθοδόξων στη λήψη αποφάσεων εντός

του ΠΣΕ, έστω και αν αναβαθμίστηκε μετά το 2002, ήταν περορισμένη και

στην ουσία αδύναμη να επηρεάσει τις κατευθυντήριες γραμμές και αποφάσεις

επί ουσιαστικών θεμάτων, εξ’ αιτίας της πληθώρας των ψήφων που κατείχαν,

αλλά και κατέχουν, οι διάφορες προτεσταντικές ομάδες-μέλη. Με τον τρόπο

αυτό συζητούνταν θέματα άσχετα προς την Ορθόδοξη προβληματική. Σε κάθε

όμως περίπτωση αυτό που κατά κύριο λόγο αμφισβητείται είναι η ύπαρξη

αποτελεσμάτων ύστερα από πολύχρονη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο

ΠΣΕ». 2

Toν αρχικό ενθουσιασμό μεγάλων Ορθοδόξων θεολόγων, που εκπροσώπησαν

την Ορθοδοξία στο ΠΣΕ, για την ενδεχόμενη δυνατότητα Ορθοδόξου

μαρτυρίας, αρχίζει σιγά σιγά να διαδέχεται δισταγμός, απογοήτευσις και

επιφυλακτικότης. Όσοι εξ αυτών ετόλμησαν να εκφράσουν την διαφωνία τους

με την οικουμενιστική γραμμή του Φαναρίου, απομακρύνθηκαν από τους

Διαλόγους, ή παραιτήθηκαν από μόνοι τους. Όπως σημειώνει ο αοίδιμος

καθηγητής κυρός Γεώργιος Μεταλληνός: «Η παραίτηση του (καθηγητού) Ιω.

Καρμίρη και άλλων καθηγητών (Μ. Φαράντος, Στυλ. Παπαδόπουλος, κ.α.)

από τους Διαλόγους, αλλά και η στάση πολλών καθηγητών απέναντί τους

λέγουν πολλά». 3 «Η στάση του π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ, έναντι του ΠΣΕ ήταν

ιδιαιτέρως πατερική και αγιογραφική. Συνεχώς επέμενε στην επιστροφή στην

αγία Γραφή μέσω της πατερικής παραδόσεως. Γι’ αυτό και απομακρύνθηκε

από ηγετικές θέσεις του ΠΣΕ και της Οικουμενικής Κινήσεως». 4 Μεταξύ των

αντιδρώντων στο κείμενο του Balamand ήταν και ο μακαριστός καθηγητής

κυρός Ιωάννης Ρωμανίδης. Όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε προς το Οικουμενικό

Πατριαρχείο για τους απαραδέκτους αυτούς συμβιβασμούς, απειλήθηκε

εμμέσως, πλήν σαφώς, με καθαίρεση.

Ο μακαριστός καθηγητής της Πατρολογίας Στυλ. Παπαδόπουλος

επισημαίνει με απογοήτευση: «Οι Διάλογοι: αυτονόητοι, αναποτελεσματικοί

και προβληματικοί». 5 Σε άλλο σημείο των διαπιστώσεών του σχετικά με τους

διαλόγους παρατήρησε: «Δεν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια ομολογία να

εγκαταλείψει στοιχείο της διδασκαλίας της ως αποτέλεσμα των

διαλόγων…Κάποιες ίσως δευτερεύουσες πρακτικές πλευρές δυνατόν να


5


δέχθηκαν οι εταίροι μας να αλλάξουν. Ποτέ στοιχείο της διδασκαλίας τους» 6 .

Ο μακαριστός καθηγητής Παν. Τρεμπέλας το 1971 εσχολίαζε: «Η υπό τους

σημερινούς όρους συμμετοχή μας εις το ΠΣΕ είναι όλως απαράδεκτος. Εάν

δεν εξασφαλιστεί, καθ’ ούς όρους αυτός ο άγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, το να

φέρωσιν αι ενέργειαι και αποφάσεις του συμβουλίου τούτου εμφανή ουχί την

προτεσταντικήν αλλά την Ορθόδοξον σφραγίδα ενδείκνυται να

αποχωρίσωμεν» 7 . Αποκαλυπτικές είναι και οι παρά κάτω διαπιστώσεις του

μακαριστού κυρού Γεωρ. Μεταλληνού: «Αντί η Ορθοδοξία να επηρεάζει

σωτηριολογικά τον μη Ορθόδοξο κόσμο, εφθάσαμε στην αποδοχή στην πράξη

της ‘βαπτισματικής Θεολογίας’, της ‘Θεολογίας των αδελφών Εκκλησιών’

(πρβλ. συμφωνίας Balamand 1993), της ‘κοινής διακονίας’ της ‘διευρυμένης

Εκκλησίας’ και του ‘πολιτιστικού πλουραλισμού’, όπως ορθότατα έχει

επισημανθεί…Ο Οικουμενισμός σ’ όλες τις διαστάσεις και εκδοχές του έχει

αποβεί αληθινή βαβυλώνιος αιχμαλωσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και

όλων των τοπικών ηγεσιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με ελάχιστες

εξαιρέσεις, που δέχονται όμως αφόρητη πίεση. Η καύχηση και ο

αυτοθαυμασμός των οικουμενιστών μας για μια δήθεν νέα εποχή που άνοιξε

το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις πατριαρχικές εγκυκλίους των ετών 1902,

1904, και 1920, δεν δικαιώνονται, διότι ‘αυτό που κατορθώθηκε είναι να

νομιμοποιήσουμε τις αιρέσεις και τα σχίσματα του Παπισμού και του

Προτεσταντισμού’». 8 Αποκαλυπτικές όσο και οδυνηρές είναι και οι

διαπιστώσεις του καθηγητού π. Θεοδώρου Ζήση: «Η υπερπεντηκονταετής

παρουσία των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο ΠΣΕ, μέσα στην

πανσπερμία, στο πλήθος και στην θεολογική αναρχία και σύγχυση των

προτεσταντικών ομολογιών, συνδεόμενη ούτως ή άλλως στην πράξη, παρά τις

αντίθετες διακηρύξεις, με εκκλησιολογικές παραχωρήσεις, συμβιβασμούς και

υποχωρήσεις, δεν ήταν δυνατόν αθροιστικά και ουσιαστικά να έχει την

ευλογία του Θεού και την προσδοκώμενη καρποφορία. Εξαφανιστήκαμε,

χαθήκαμε οι Ορθόδοξοι αριθμητικά, δεν είχαμε καμιά δυνατότητα με τον

ελάχιστο αριθμό ψήφων που διαθέταμε να επηρεάσουμε τις συζητήσεις και

τις αποφάσεις». 9 Στην ίδια γραμμή και στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι

διαπιστώσεις και εκτιμήσεις των αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι σε Υπόμνημα

της Ιεράς Κοινότητος του αγίου Όρους, που απεστάλη τον Φεβρουάριο του

2007, επισημαίνουν μεταξύ άλλων και τα εξής: «Η θεολογική ταυτότης του

ΠΣΕ είναι προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν γίνεται

δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές εκκλησίες του ΠΣΕ, όπως

φαίνεται από την 60ετή ιστορία του και από την πολύ μακρύτερη ιστορία των

ορθοδοξοπροτεσταντικών επαφών. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο

ΠΣΕ είναι η ομογενοποίησις των εκκλησιών μελών του ΠΣΕ μέσω ενός

μακροχρονίου συμφυρμού» 10 . Τι έχει να μας πεί ο συγγραφέας απέναντι σ’ όλες

τις παρά πάνω μαρτυρίες;

Στη συνέχεια γράφει: «Δεν πρέπει να αναμένουμε ότι η ενότητα των

Εκκλησιών θα επιτευχτεί μέσω της ομοσπονδιακής προσέγγισης, πράγμα που


6


συμβαίνει στην πολιτική. Η ομοσπονδιακή προσέγγιση, η οποία

πραγματοποιείται στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, δεν μπορεί να γίνει

αποδεκτή από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μέσω μια τέτοιας προσέγγισης η

αλήθεια της πίστης σχετικοποιείται πλήρως», (σελ. 332). Πολύ ορθή και αυτή

η παρατήρηση. Όμως δεν είδαμε πουθενά στο πολυσέλιδο σύγγραμμά του να

ασκεί κριτική στο παναιρετικό ΠΣΕ και στην απαράδεκτη συμμετοχή της

Εκκλησίας μας σ’ αυτό. Ίσως αγνοεί ο συγγραφέας, ή θεληματικά προσπερνά το

γεγονός, ότι αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ΠΣΕ και

η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της

κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της.

Όπως επισημαίνει ο καθηγητής στη Θεολογική Σχολή Αθηνών μακαριστός

Κων. Μουρατίδης: «Η αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της

ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς Παραδόσεως συμμετοχή της

Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Παγκόσμιον Συνοθύλευμα των Αιρέσεων

συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της

στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του

απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’

εαυτό το γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις

το συνοθύλευμα των αιρέσεων του ΠΣΕ προσκρούει ‘α πριόρι’ και εξ’

απόψεως αρχής εις τεράστια και τουτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια,

προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως

της μιάς, αγίας καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας». 11 Πάνω

στο ίδιο θέμα ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ήτο άραγε

απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον

σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθεί τόσον

τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να

επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το ΠΣΕ; Αλλοίμονον,

ανήκουστος προδοσία». 12 Τέλος ο καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης,

επισημαίνει; «…Ούτε έπρεπε από την αρχή να μετάσχουμε, ούτε τώρα

αμετανοήτως να συνεχίζουμε να μετέχουμε του ΠΣΕ και των άλλων

οικουμενιστικών θεσμών και διαλόγων, γιατί αυτή η συμμετοχή μας ακυρώνει

το Ευαγγέλιο, προσβάλλει τους μάρτυρες, διαφωνεί με τους αγίους Πατέρες,

αποτελεί πρωτοφανή καινοτομία στη ζωή της Εκκλησίας ανά τους αιώνες και

είναι μέρος του παιχνιδιού της Βαβυλώνος της μεγάλης». 13 Τι έχει να μας πεί ο

συγγραφέας απέναντι στις παρά πάνω μαρτυρίες;

Η μη έγκαιρη αποχώρησή μας από τους Διαλόγους οδήγησε νομοτελειακά

στο τραγικό φαινόμενο να διατυπώνονται από «Ορθοδόξους» εκπροσώπους και

Πατριάρχες, αντορθόδοξες δηλώσεις και να υπογράφονται κοινά κείμενα με

τους αιρετικούς, ξένα προς την παράδοση και την δογματική διδασκαλία της

Εκκλησίας μας. Για παράδειγμα στην 3 η Γενική Συνέλευση του Νέου Δελχί το

1961 ο καθηγητής της θεολογίας μακαριστός Νίκος Νησιώτης εδήλωσε: «Δεν

σκεπτόμεθα διαρκώς και δεν ενεργούμε ωσάν η ‘Una Sancta’ περιορίζετο

εντός των ορίων της ιδικής μας Εκκλησίας ή Ομολογίας; Αλλ’ η πείρα των


7


συναντήσεων εις συνελεύσεις και συνέδρια αποσείει αφ’ ημών την

αυταρέσκειαν ταύτην». 14 Ο μακαριστός καθ. Κων. Μουρατίδης πολύ ενωρίς,

ήδη το 1973, επεσήμανε το φοβερό αυτό κατάντημα της φθοράς και

διαβρώσεως, το οποίο καυτηριάζει δρυμύτατα: «Δεν παρήλθον εί μη ολίγαι

δεκαετηρίδες και το αποσυνθετικόν πνεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού,

το οποίον δεσπόζει εις το ΠΣΕ, επέδρασεν εις τοιούτον βαθμόν διαβρωτικώς

επί της περαιτέρω πορείας κορυφαίων εκπροσώπων της Ορθοδοξίας εις το

ΠΣΕ, ούτως ώστε να αποδεχθούν ούτοι πλήρως την διαβόητον θεωρίαν των

κλάδων, την αρχήν της περιεκτικότητος και την απάρνησιν της Ορθοδοξίας

ως της Μίας Αγίας Καθολικής Εκκλησίας». 15 Με πολύ καυστική και ελεγκτική

γλώσσα διεκτραγωδεί την κατάσταση, η οποία έχει πάρει πλέον διαστάσεις

προδοσίας της πίστεως, ο ομότ. καθηγητής πρωτοπ. π. Θεόδωρος Ζήσης.

Σχολιάζοντας την ενέργεια των προτεσταντών του ΠΣΕ να μας ταυτίσουν με

τους Μονοφυσίτες λέγει: «Έχει πάρει τέτοια έκταση αυτή η άμβλυνση και η

προδοσία της πίστεως, ώστε όχι μόνο οι Προτεστάντες, αλλά και εμείς, οι

εκκλησιαστικοί μας ηγέτες δηλαδή, να συγκαλούμε επιτροπές, ή να

συμμετέχουμε σε επιτροπές μαζί με τους αιρετικούς Μονοφυσίτες,

αποκαλώντας τις επιτροπές αυτές ‘διορθόδοξες’…Δεκαέξη αιώνων

παράδοση Ορθοδοξίας κατεδαφίζεται και σωριάζεται σε ερείπεια. Και αυτό

δεν συνάγεται μόνον από την χρήση και υιοθέτηση του όρου Ορθόδοξος για

τους αιρετικούς, που θα αρκούσε να γκρεμίσει τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και

πλάνης, αλλά και από άλλες θετικές στη συνέχεια προς την κατεύθυνση αυτή

ενέργειες, τις οποίες μάλιστα με πρωτοφανή θρασύτητα, θεολογική κενότητα

και μεγαλοστομία, τολμούν και δημοσία, ‘γυμνή τη κεφαλή’ να υποστηρίζουν

οι αυτουργοί τους και να στρέφονται εναντίον όσων εντοπίζουν την πλάνη και

ανησυχούν…Η συγκρητιστική διαθρησκειακή και διαχριστιανική ισοπέδωση

δεν ανέχεται πλέον την έννοια της αιρέσεως στην εποχή μας.…Η

διατυμπανιζομένη μαρτυρία των Ορθοδόξων έμεινε λόγος κενός, γιατί

κατέληξε σε συμμαρτυρία της πλάνης και της αιρέσεως.» 16 Σε άλλη συνάφεια

των λόγων του ο εν λόγω καθηγητής πρωτοπρεσβύτερος παρατηρεί: «Η

συνειδητοποίηση, συν τω χρόνω, αυτής της καταστάσεως, και οι προκλητικές

εξελίξεις στον χώρο του Προτεσταντισμού σε θέματα πίστεως και ζωής, όπως

η ανοχή ακόμη και αρνητών του δόγματος της αναστάσεως, παγανιστικών

λατρειών του πνεύματος της φύσεως, η αποδοχή και η έγκριση της ιερωσύνης

των γυναικών, του γάμου των ομοφυλοφίλων και πολλά άλλα, που έδειχναν,

ότι η παρουσία των Ορθοδόξων ούτε απλώς ως φρένο και συγκράτηση

λειτουργεί, αλλά αντίθετα ως νομιμοποίηση και συνυπευθυνότητα, που

ενισχύει τον κατήφορο στην πλάνη, οδήγησαν μερικές αυτοκέφαλες

Ορθόδοξες Εκκλησίες, πιεζόμενες από την υγιή ένσταση και ανησυχία των

πληρωμάτων τους, να αποχωρήσουν από το ΠΣΕ». 17

Σχετικά με το «Κείμενο της Ραβέννας», ο συγγραφέας αναφέρει ότι το

κείμενο «διαμορφώθηκε υπό την επίδραση της ορθοδόξου εκκλησιολογίας

και από τις όχι ασήμαντες αλλαγές στις τοποθετήσεις των ρωμαιοκαθολικών


8


θεολόγων. Το κείμενο της Ραβέννας αποτελεί μεγάλη προσφορά στο διάλογο

των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς, επειδή επέφερε και την

προσέγγιση σε άλλες μέχρι τότε αμετάθετες θέσεις των δύο Εκκλησιών, όπως

π.χ. την αντίληψη περί των πρωτείων στην Εκκλησία. Σύμφωνα με το

κείμενο, το πρωτείο δεν θεωρείται ως κάποια έλλειψη, ή κάποια υποτίμηση

των άλλων Επισκόπων στην Εκκλησία, αλλά παραλληλίζεται με το πρωτείο

εν τη Αγία Τριάδι, όπου η καταρίθμηση του Πατρός ως Πρώτου δεν μειώνει,

ούτε υποτιμά τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα…Ούτε ο Πάπας Ρώμης ούτε κάποια

άλλη Εκκλησία μπορούν να αλλάξουν, χωρίς την συγκατάθεση των άλλων

Εκκλησιών, τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και το Σύμβολο της

πίστεως. Όλα αυτά καθιστούν το κείμενο της Ραβέννας άξιο εκτίμησης και

αποδεικνύουν ότι εκφράζει εν πληρότητι την θεολογική προσέγγιση στο

Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς», (σελ. 339)!

Το κείμενο αυτό παρουσιάζει πολλά προβληματικά σημεία, ασυμβίβαστα προς

την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση. Τα σημεία αυτά αναδεικνύει και ανατρέπει

με αδιάσειστα επιχειρήματα σε μια άριστη μελέτη του ο ομότ. καθηγητής της

Δογματικής στο Α.Π.Θ. κ. Δημ. Τσελεγγίδης, την οποία παρουσίασε σε

πρόσφατη ημερίδα, που διοργάνωσε η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. τον Μάϊο

του 2009. Στη μελέτη αυτή ο κ. καθηγητής επισημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής:

Κατ’ αρχήν σχολιάζει την αναφορά στην αρχιερατική προσευχή του Χριστού

της πρώτης παραγράφου, προκειμένου να θεμελιωθεί βιβλικά η επιδιωκόμενη

ενότητα μεταξύ των δύο μερών: «ίνα πάντες εν ώσιν, καθώς συ Πάτερ εν εμοί

καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύσει ότι συ με

απέστειλας» (Ιω.17,21). Ωστόσο η ενότητα, για την οποία ομιλεί εδώ ο Χριστός

κατανοείται ορθά, μόνον όταν λάβουμε υπ’ όψιν μας όσα προσθέτει παρακάτω

στον επόμενο στίχο: «καγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα

ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν» (στιχ. 22). Η ενότητα δηλαδή αυτή του Θεού με

τον άνθρωπο και των ανθρώπων μεταξύ των επιτυγχάνεται μόνον με την μέθεξη

της άκτιστης θεοποιού ενεργείας και δόξας του Τριαδικού Θεού και παρέχεται

διά του Χριστού εν αγίω Πνεύματι αποκλειστικά και μόνον στο μυστηριακό

σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. «Όταν όμως συμβαίνει οι Ρωμαιοκαθολικοί

να απορρίπτουν δογματικώς τον άκτιστον χαρακτήρα της θεοποιού Χάριτος,

τότε οποιαδήποτε ενότητα και αν πραγματοποιούμε μαζί τους, είναι και

παραμένει μόνο σε ανθρώπινο και κτιστό επίπεδο…Κατά συνέπεια εν όσω δεν

γίνεται δεκτή η περί ακτίστου Χάριτος θεολογία, πράγμα που εκφράζεται

θεσμικά και με το Filioque, δεν είναι εφικτή καμιά ουσιαστική, θεολογική,

εκκλησιολογική και αγιοπνευματική ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και

του Ρωμαιοκαθολικισμού. 18

Σχολιάζοντας την τρίτη παράγραφο σχετικά με τις εκκλησιολογικές και

κανονικές συνέπειες, οι οποίες απορρέουν από τη μυστηριακή φύση της

Εκκλησίας, παρατηρεί: «Δεν είναι θεολογικώς ορθό, και ειδικότερα δεν είναι

εκκλησιολογικώς επιτρεπτό, να διερευνούν οι Ορθόδοξοι από κοινού και ‘επί

ίσοις όροις’ με τους ετεροδόξους ζητήματα που απορρέουν από τη


9


μυστηριακή φύση της Εκκλησίας, όπως είναι λ.χ. η θεσμική δομή της. Κάτι

τέτοιο δεν μαρτυρείται από την Παράδοση της Εκκλησίας, ούτε υπάρχει

ιστορικό προηγούμενο της εκκλησιαστικής ζωής. Και τούτο, επειδή τα

θεολογικά και θεσμικά επίπεδα της Ορθοδοξίας και της ετεροδοξίας είναι

ασύμπτωτα. Είναι φυσιολογικό, η δογματική διαφοροποίηση ανάμεσα στην

Ορθοδοξία και στον Ρωμαιοκαθολικισμό να αντανακλάται αναπόφευκτα όχι

μόνο στο θεσμικό επίπεδο, αλλά και στη σύνολη εκκλησιαστική ζωή των

πιστών τους.» 19

Σχολιάζοντας την παράγραφο 8 του κειμένου: «Ως διάδοχοι των αποστόλων

οι επίσκοποι είναι υπεύθυνοι διά την κοινωνίαν εν τη αποστολική πίστει…»,

παρατηρεί: «Κατ’ αρχήν, ποιάς Εκκλησίας την πίστη διακηρύσσουν οι

επίσκοποι; Της μίας Παγκόσμιας Εκκλησίας του Χριστού, στην οποία

μετέχουν ισοτίμως Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί; Αν πρόκειται γι’ αυτήν

την Εκκλησία, τότε γίνεται σαφές πλέον, ότι οι σοβαρότατες διαφορές μας στο

δόγμα δεν σημαίνουν τίποτε από εκκλησιολογική άποψη. Μια τέτοια όμως

θεώρηση αντίκειται στο γράμμα και στο πνεύμα των επτά Οικουμενικών

Συνόδων, όπως προκύπτει από την μελέτη των πρακτικών τους…Είναι γιαυτό

πρακτικώς και λογικώς ασυνεπές για μας τους Ορθοδόξους να θεωρήσουμε

τους Ρωμαιοκαθολικούς ως επισκόπους υπευθύνους ‘διά την κοινωνίαν εν τη

αποστολική πίστει’, όταν κατά τους Ορθοδόξους οι Ρωμαιοκαθολικοί διά του

Filioque εφαλκίδευσαν την αποστολική πίστη της Εκκλησίας». 20

Παρακάτω σχολιάζοντας την παράγραφο 32 του κειμένου: «Συμφώνως προς

την θέλησιν του Χριστού, η Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετος, η αυτή

πάντοτε και πανταχού. Αμφότεραι αι πλευραί ομολογούν εις το Σύμβολον

Νικαίας –Κωνσταντινουπόλεως, ότι η Εκκλησία είναι μία και καθολική»,

παρατηρεί: «Αν όμως ισχύει αυτό και για τις δύο πλευρές, τότε σίγουρα μία

από τις δύο δεν μπορεί να είναι Εκκλησία, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό

τους, που γίνεται στην υποσημείωση 1, παράγραφος 4, επειδή εκεί κάθε μία

διεκδικεί την αυθεντικότητα και αποκλειστικότητα της μίας Εκκλησίας». 21

Σχολιάζονας τις διατυπώσεις της παραγράφου 33: «μία τοπική Εκκλησία δεν

δύναται να αλλοιώσει το Σύμβολον της πίστεως, το οποίον διετυπώθη υπό

των Οικουμενικών Συνόδων», καθώς και της παραγράφου 35, «ότι οι

δογματικές αποφάσεις και διατυπώσεις των Οικουμενικών συνόδων ‘είναι

δεσμευτικές δι’ όλας τας Εκκλησίας και όλους τους πιστούς, εις οιονδήποτε

χρόνον και τόπον’», παρατηρεί, ότι οι παρά πάνω διατυπώσεις «εμφανίζονται

να είναι θεωρητικές και κενές περιεχομένου, εφ’ όσον δεν γίνεται καμία

αναφορά πουθενά στο κείμενο γιά καταδίκη του Filioque, ως προσθήκης, που

αντίκειται στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων». 22

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η αξιολόγηση του κειμένου από τον

μακαριστό Αρχ. και πρώην Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου

Όρους κυρό Γεώργιο Καψάνη 23 : «Στο ‘Κείμενο της Ραβέννας’ αναπτύσσονται

δύο σημαντικές πτυχές του θεσμού της Εκκλησίας, η συνοδικότης και η

αυθεντία…Αναμφιβόλως κατά την πρώτη χιλιετία η συνοδικότης


10


λειτουργούσε και γι’ αυτό δεν είχε αναπτυχθή αυθεντία με την μορφή

παγκοσμίου πρωτείου, ή δικαιοδοσίας. Η εκτροπή όμως στο παπικό Πρωτείο

δεν έγινε σε μία στιγμή χρόνου. Λόγω του παπικού ηγεμονισμού επί της

καθόλου Εκκλησίας στην εκκλησία της Ρώμης επί αιώνες εκυοφορείτο μία

διαδικασία υποβαθμίσεως της συνοδικότητος και αναδύσεως του παπικού

Πρωτείου. Στην διαδικασία αυτή παραπέμπει ευθέως και σαφώς η ανωτέρω

‘διαφωνία’ των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών της Μικτής

Επιτροπής στην Ραβέννα. Ενόσω όμως οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν παραιτούνται

από την παποκεντρική ερμηνεία των θεσμών της συνοδικότητος και της

αυθεντίας κατά την πρώτη χιλιετία της ζωής της Εκκλησίας, η ‘συμφωνία’

του ‘Κειμένου της Ραβέννας’ κλίνει υπέρ της αναγνωρίσεως ενός παγκοσμίου

πρωτείου στον Πάπα. Μόνο εάν οι Ρωμαιοκαθολικοί δεχθούν να ερμηνεύσουν

τα ιστορικά στοιχεία της πρώτης χιλιετίας όπως και οι Ορθόδοξοι, θα είναι

βέβαιο ότι παραιτούνται των παπικών νεωτερισμών της δευτέρας χιλιετίας». 24


2) Διαθρησκειακοί διάλογοι.


Σχετικά με τους Διαθρησκειακούς Διαλόγους ο συγγραφέας μεταξύ άλλων

αναφέρει τα εξής: «Η Εκκλησία πολλές φορές στο ρου της ιστορίας

διαλέχθηκε με ορισμένες θρησκείες, ιδιαίτερα με το Ισλάμ. Ωστόσο ποτέ δεν

υπήρξε κάποια θεολογία των θρησκειών. Κάθε Διάλογος που οι χριστιανοί

διεξήγαγαν στο παρελθόν με εκπροσώπους άλλων θρησκειών, γινόταν ως επί

το πλείστον χάριν της αποκατάστασης, ή της διατήρησης της ειρήνης», (σελ.

341). Παρά κάτω προσθέτει: «Ο Οικουμενισμός θα έπρεπε να είναι ο θρίαμβος

της αλήθειας, όχι ο συμβιβασμός χάριν της επίτευξης ‘υψηλών’ στόχων. Αν

τεθεί οποιοσδήποτε άλλος στόχος πέραν της αλήθειας, τότε αυτός ο στόχος

αφ’ εαυτού αποτελεί αστοχία», (σελ.343). Πολύ σωστή η τελευταία αυτή

παρατήρηση. Όμως ποια είναι η πραγματικότητα σχετικά με τους

Διαθρησκειακούς Διαλόγους; Επιδιώχθηκε άραγε με συνέπεια η επίτευξη του

στόχου της αλήθειας στους εν λόγω Διαλόγους, ή μήπως κυριάρχησαν άλλοι

«στόχοι»; Ο συγγραφέας δεν μας απαντάει στο εν λόγω καυτό ερώτημα. Δεν

έχει την τόλμη να «βάλει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων».

Η τραγική πραγματικότητα είναι ότι στους μέχρι σήμερα διεξαχθέντες

Διαλόγους, Συνέδρια και Συναντήσεις κυριάρχησαν κατ’ αρχήν δύο βασικές

αντιλήψεις, οι οποίες συν τω χρόνω κατέστησαν βασικές και θεμελιώδεις

δογματικές αρχές: α) Η αρχή του δογματικού πλουραλισμού, και β) Η αρχή του

δογματικού μινιμαλισμού. Με την πρώτη υιοθετείται και νομιμοποιείται η

συνύπαρξη διαφορετικών δογμάτων και πίστεων. Σύμφωνα μ’ αυτήν καμία

θρησκεία δεν έχει ολόκληρη την αλήθεια. Όλες οι θρησκείες, (μαζί και η

Ορθοδοξία), έχουν μέρος μόνον της αληθείας. Οπότε όλες θα πρέπει να

συνεισφέρουν το μερίδιό τους, ώστε η κάθε μία να εμπλουτίσει τις άλλες και να

εμπλουτιστεί από αυτές. Με την δεύτερη αρχή ελαχιστοποιούνται και

αμβλύνονται οι μεταξύ των θρησκειών δογματικές διαφορές, ενώ καταβάλλεται


11


προσπάθεια να προβληθούν οι δήθεν ομοιότητες και τα μεταξύ αυτών κοινά

στοιχεία, ώστε να μη μείνουν περιθώρια στην Ορθοδοξία να διεκδικεί την

αποκλειστικότητα και την μοναδικότητα της σωτηρίας. Κυριάρχησε επίσης στις

Συναντήσεις αυτές το πνεύμα του ανθρωποκεντρικού Ουμανισμού. Οι στόχοι

και η μεθοδολογία των διαλόγων σφραγίστηκαν μ’ ένα έντονο εγκοσμιοκρατικό

χαρακτήρα και προσανατολισμό. Μέσα στο πνεύμα αυτό καλλιεργήθηκε η ιδέα

ότι η προσέγγιση και ο διάλογος με τις άλλες  θρησκείες, αποτελεί μία

αναγκαιότητα προκειμένου έτσι να συστρατευθούν από κοινού σε μια κοινή

μαρτυρία για το καλό του κόσμου.

Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διάλογοι όπως απέδειξαν τα πράγματα υπηρέτησαν

και εξακολουθούν να υπηρετούν και να προωθούν τα σκοτεινά σχέδια  της Νέας

Εποχής, την ομογενοποίηση όλων των θρησκειών, προκειμένου έτσι να

οικοδομηθεί το νέο θρησκευτικό μοντέλο της πανθρησκείας του Αντιχρίστου.

Όπως είναι γνωστό, ο πρώτος και κύριος σκοπός της Νέας Εποχής είναι η

δημιουργία των καταλλήλων προϋποθέσεων για την οικοδόμηση μιας Νέας

Τάξεως Πραγμάτων, δηλαδή η ενοποίηση της ανθρωπότητος, πολιτική,

οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική και η επίτευξη μιας παγκόσμιας

κυβερνήσεως υπό την ηγεσία ενός νέου Μεσσία, ο οποίος θα είναι ταυτόχρονα

πολιτικός ηγέτης και θρησκευτικός, της νέας παγκόσμιας θρησκείας. Αυτήν

όμως την ιδέα της συγκρητιστικού τύπου ομογενοποιήσεως της ανθρωπότητος,

που οραματίζονται οι σχεδιαστές της Νέας Εποχής, ομολογούν επίσης οι

πρωτεργάτες των Διαθρησκειακών Διαλόγων.

Παρά κάτω περιοριζόμαστε να παραθέτουμε μερικές μόνον αποκαλυπτικές

δηλώσεις ορισμένων εξ’ αυτών. Ο πρώην Πατριάρχης Αλεξανδρείας κυρός

Παρθένιος, διεκήρυξε: «Για μένα το θέμα της γνώσεως αν το Ισλάμ είναι, ή

δεν είναι μια εμπνευσμένη θρησκεία δεν τίθεται: Είναι βεβαίως

εμπνευσμένη… Ο Μωάμεθ είναι άνθρωπος του Θεού, ο οποίος έκαμε τους

Άραβας της ερήμου να πιστεύουν στον ένα Θεόν ικανούς να νηστεύουν, να

προσεύχονται, να αγαπούν τους γείτονές τους και να εργάζονται για το καλό.

Και αυτό είναι καλό πράγμα». 25 Αναφέρουμε επίσης τις βλάσφημες δηλώσεις

του πρώην Μητροπολίτου Ελβετίας κυρού Δαμασκηνού: «κατά βάθος μια

εκκλησία, ή ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του

ανθρώπου». 26 Ότι «η ουσιαστική ανεξιθρησκεία δεν περιορίζεται σε απλή

ανοχή, αλλά συνίσταται πέραν αυτής και σε μια θετική αναγνώριση μιας

ξένης θρησκείας ως γνήσιας δυνατότητος συναντήσεως με το ιερό». 27  Ο

πρώην καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών μακαριστός Σάββας

Αγουρίδης, μετά την συμμετοχή του στην Β΄ Συνδιάσκεψη της «Συνελεύσεως

των Θρησκειών του Κόσμου» στο Σαν Φραντσίσκο το 1990, εδήλωσε: «Ο

Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από τους Ορθοδόξους

ως ίσοι και όμοιοι με την Ορθοδοξία και ο Βουδισμός, όπως προφανώς και

άλλες θρησκείες, αποτελούν θρησκευτικά φαινόμενα, όπως η Ορθοδοξία». 28


Επίλογος


12


Από όλα όσα παρά πάνω παραθέσαμε καταδείξαμε, (πιστεύουμε), επαρκώς,

πρώτον μεν τη βαθιά επίδραση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού στη

Διατριβή του συγγραφέως και δεύτερον την παραπλανητική εικόνα των

Διαλόγων, που δίδει στον αναγνώστη. Κατέστη επίσης σαφές, ότι οι Διάλογοι

χρησιμοποιήθηκαν από τις σκοτεινές δυνάμεις της Νέας Εποχής ως εργαλείο για

την προώθηση των στόχων της. Η επιστράτευση του αγίου Μαξίμου του

ομολογητού, για να δοθεί προφανώς Ορθόδοξο χρώμα και άρωμα στη Διατριβή,

υπήρξε ατυχής. Πιστεύουμε ότι αν ζούσε σήμερα ο άγιος Μάξιμος, καθόλου δεν

θα συμφωνούσε με το περιεχόμενο των δύο κεφαλαίων που εξετάσαμε. Είναι

λυπηρό το γεγονός ότι σήμερα κορυφαίοι εκκλησιαστικοί ηγέτες, σε διορθόδοξο

μάλιστα επίπεδο, αποδεικνύονται από τα γραφόμενά τους διαβρωμένοι και

βαθιά επηρεασμένοι από την παναιρέση του Οικουμενισμού. Και ακόμη πιο

λυπηρό το γεγονός, ότι πεισματικά κλείνουν τα μάτια τους απέναντι στην

φοβερή αυτή αίρεση, την οποία θεληματικά αγνοούν, σαν να μην υπάρχει. Κατ’

εξοχήν δε λυπηρό το γεγονός ότι αρνούνται να μαθητεύσουν, ή τουλάχιστον να

λάβουν υπ’ όψη τους, όσα περί Οικουμενισμού είπαν και εδίδαξαν μεγάλοι και

καταξιωμένοι άνδρες, εγνωσμένου θεολογικού κύρους και πνευματικότητος,

τοποθετούντες τον εαυτό τους υπεράνω αυτών. Οι προφητείες μεγάλων οσιακών

μορφών που μίλησαν για τα έσχατα και είπαν ότι στους εσχάτους χρόνους οι

κληρικοί θα είναι χειρότεροι από τους λαϊκούς, φαίνεται ότι αρχίζουν να

πραγματοποιούνται. Η μόνη ελπίδα μας προς το παρόν είναι ο πιστός λαός του

Θεού, ο υπέρτατος φύλακας της πίστεως, ο οποίος δεν θα αποδεχθεί την

προαποφασισμένη, ήδη από το 1965, «ένωση των εκκλησιών», με κάθε τίμημα.


Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών


1 Θεοδώρου Ζήση πρωτ. καθ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Ουνία, η καταδίκη και η αθώωση», Εκδ.

Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 157,160.

2 Γεωργ. Μεταλλίδη, Δρος Θεολογίας, Η επίσημη διορθόδοξη στάση έναντι του ΠΣΕ, Πρακτικά Διορθοδόξου

Επιστημονικού Συνεδρίου, Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη

2008, Τομ. Α΄, σελ. 221-222, 227.

3 Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Οικουμενισμός, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού

Συνεδρίου: Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Τομ. Α΄, Εκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008,

σελ. 245-246

4 Γεωρ. Μεταλληνού, Ομότιμου Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρωτοπρ. Γεώργιος

Φλωρόφσκυ, Πατερική μορφή του 20 ου αιώνος, στο «Παρεμβάσεις Ιστορικές και Θεολογικές», Αθήνα 1998, σ.

136-141

5 Παρά Γεωρ. Μεταλληνώ, Οικουμενικό Πατριαρχείο …ο.π. σελ. 247, υποσημείωση 65.

6 Παρά Ιω. Κορναράκη, Ο μύθος της Ορθοδόξου μαρτυρίας εις τους διαλόγους με αλλοδόξους, εφημ. «Ορθ.

Τύπος» , φ. 1670, 22.12.2006.

7 Παν. Τρεμπέλα, Επί της Οικουμενικής κινήσεως και των θεολογικών διαλόγων ημιεπίσημα έγγραφα, εκδ.

Αδελφότητος Θεολόγων «ο Σωτήρ», Αθήναι 1972, σελ. 46.

8 Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο…ο.π. σελ. 248-249

9 Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας Οικουμενισμός και

Παπισμός, Εκδ. «Τέρτιος», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 74-75


10 Βλ. Η επί των δογματικών Ιεροκοινοτική Επιτροπή, Υπόμνημα περί της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας

στο Π.Σ.Ε, Άγιον Όρος , Φεβρουάριος 2007 , σελ. 23.

11 Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος

μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σελ. 18-19.

12 Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Θεολογική γνωμοδότηση προς την Ιεραρχία της

Εκκλησίας της Σερβίας με τίτλο: Ορθοδοξία και Οικουμενισμός. Μια ορθόδοξος γνωμάτευσις και μαρτυρία. Η

γνωμοδότηση έχει δημοσιευθεί με εισαγωγικό σημείωμα του τότε ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς στο

περιοδικό «Κοινωνία», 18, (1975), σ. 95- 101, σε μετάφραση από τα σερβικά της Μαρίνας Σκλήρη.

13 Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Δικαιλογείται η συμμετοχή των Ορθοδόξων

στο Π.Σ.Ε.; Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες,

Διαψεύσεις, Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, Τομ. Α΄, σελ. 490.

14 Βλ. Η επί των δογματικών Ιεροκοινοτική Επιτροπή, Υπόμνημα…ο. π. σελ. 19-20

15 Κων. Μουρατίδου, Οικουμενική κίνησις …ο.π. σέλ. 29.

16 Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας…ο.π. σελ.76-78

17 Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας…ο.π. σελ. 78

18 Δημ. Τσελεγγίδη, Ορθόδοξοι προβληματισμοί με αφορμή το κείμενο της Ραβέννας, Θεσσαλονίκη 2009, σελ 4.

19 Δημ. Τσελεγγίδη, «Ορθόδοξοι προβληματισμοί… ο.π. σελ. 6.

20 Δημ. Τσελεγγίδη, «Ορθόδοξοι προβληματισμοί… ο.π. σελ. 9

21 Δημ. Τσελεγγίδη, «Ορθόδοξοι προβληματισμοί… ο.π. σελ. 10

22 Δημ. Τσελεγγίδη, «Ορθόδοξοι προβληματισμοί… ο.π. σελ. 10-11

23 Βλ. έργο του με τίτλο: «Το κείμενο της Ραβέννας και το Πρωτείο του Πάπα», Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου

Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2007.

24 Βλ. έργο του με τίτλο: «Το κείμενο της Ραβέννας και το Πρωτείο του Πάπα», Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου

Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2007.

25 Πατρ. Αλεξανδρείας Παρθενίου, στο «You Shall Be My Witnesses», Επιμέλεια Γεωρ. Λαιμοπούλου, Εκδ.

«Τέρτιος», Κατερίνη 1991, σελ. 19. 

26 Μητροπολίτου πρώην  Ελβετίας Δαμασκηνού, εν: «Ορθοδοξία και Ισλάμ. Κριτική προσέγγισις του

ακαδημαϊκού διαλόγου υπό το φως των αγίων Πατέρων», Εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1997, σελ. 17. 

27 Μητροπολίτου πρώην Ελβετίας Δαμασκηνού, στο Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 426/1.10.1989, σελ. 6

28 Π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Διαλογισμός ή προσευχή; Ορθόδοξη θεώρηση, Αθήναι 1993, σελ. 236.

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

 

Γραφείο αιρέσεων Ι.Μ.Πειραιώς

ΣυνημμέναΔευ, 12 Απρ, 10:28 π.μ. (πριν από 1 ημέρα)
προς george.wilerΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣΙερεύςΣΥΝΑΞΙΣΠεριοδικόEfenpresstriklopodiaAndreasdaskalosMonkSerafimpreotvtsigkoskonstantinosauthorimkimpireosΜητρόποληπ.Νικόδημοςpvasilios7infomixhoulΙΕΡΑcontactpanhouaverophΣάλπισμαinfonewsimkythironaugmyrouskontzosNickthriskeftikainfopegtrdespotatoneapetropoulosinfoimag.gorgΑΝΔΡΕΑΣganagnoiakritisΤΡΕΛΟ-contactPetergram.imkawΠαναγιώτηςakhs1914gmanolisΤάσοςεγώagiatriadatselengmitropoliimkachrisgefsiI.M.PΜΗΤΡΟΠΟΛΗestiapminfoinfoinfoΕπιτροπήimaaorthotypLeonidasaktinesblogspottasthyrasAmethystLawgap10kostdantinfok.dantilis

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

 

Εν Πειραιεί τη 12η Απριλίου 2021

 

ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΘΕΡΜΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑ ΚΑΤΩ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ

 

 


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ


ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 12 η Απριλίου 2021

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΙΕΡΑΡΧΟΥ

Εισαγωγικά

Στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη εποχή μας πολύς λόγος γίνεται για την

εκκλησιαστική ενότητα. Οι εδώ και πολλές δεκαετίες αρξάμενοι και μέχρι

σήμερα συνεχιζόμενοι Θεολογικοί Διάλογοι μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας

και των Ετεροδόξων, (Ρωμαιοκαθολικών, Αντιχαλκηδονίων, Λουθηρανών,

Αγγλικανών κ.α.), δείχνει ακριβώς πόσο επιτακτικό θεωρήθηκε το αίτημα της

αποκαταστάσεως της ενότητος των χριστιανών, ιδιαίτερα από του 20 ου αιώνος

και εντεύθεν. Στη «Σύνοδο της Κρήτης» (2016), κατά κόρον διατυμπανίστηκε

από πολλούς, Προκαθημένους και μη, κατά την διεξαγωγή των εργασιών της,

ότι ο κύριος σκοπός της συγκλήσεώς της είναι να «διατρανωθεί η ενότητα της

Ορθοδοξίας». Το γνωστό Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, το οποίο ταλανίζει την

παγκόσμια Ορθοδοξία εδώ και τρία περίπου χρόνια, έφερε και πάλι στην

σύγχρονη εκκλησιαστική επικαιρότητα το δράμα των διασπάσεων και

διαιρέσεων μεταξύ τοπικών Εκκλησιών και ανέδειξε περισσότερο από κάθε

άλλη φορά επιτακτική την ανάγκη της αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής

κοινωνίας μεταξύ αυτών.

Προ ημερών έφθασε στο Γραφείο μας έντυπο με τίτλο: «Η ενότητα της

Εκκλησίας και τα σύγχρονα εκκλησιολογικά προβλήματα», και υπότιτλο:

«Συγκριτική έκθεση της θεολογίας του αγίου Μαξίμου του ομολογητού».

Πρόκειται για διδακτορική διατριβή, που είδε το φως της δημοσιότητος σχετικά

πρόσφατα, (Ιανουάριος 2021), με συγγραφέα τον Μακ. Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος

και Μητροπολίτη Σκοπίων κ. Ιωάννη. Την διατριβή ανέλαβε να εκδώσει η

Ιερά Μητρόπολη Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος. Η εργασία αναφέρεται

στο φλέγον και σπουδαιότατο θέμα της εκκλησιαστικής ενότητος και μάλιστα σε

άμεση διαλεκτική σχέση με τα σύγχρονα εκκλησιαστικά προβλήματα. Από την

μελέτη της εν λόγω εργασίας διαπιστώσαμε την φιλότιμη κατ’ αρχήν

προσπάθεια, που καταβάλλει ο συγγραφέας, να παρουσιάσει το θέμα της

εκκλησιαστικής ενότητος με αφετηρία τους αγίους Πατέρες και ιδιαίτερα τον

Άγιο Μάξιμο τον ομολογητή. Χωρίς αμφιβολία, αρκετές από τις θέσεις που

διατυπώνονται στην εργασία απηχούν τη δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου

Εκκλησίας. Όμως, κατά την ταπεινή μας γνώμη, διατυπώνονται και θέσεις,

απέναντι στις οποίες έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις. Είτε διότι

εκφράζουν εκκλησιολογικές θέσεις και απόψεις σαφώς όχι Ορθόδοξες, αλλά

βαθιά επηρεασμένες από μια οικουμενίζουσα Εκκλησιολογία, είτε διότι πάσχουν

από πλευράς θεολογικής πληρότητος, ή (και) θεολογικής σαφήνειας.


2

Θα προσπαθήσουμε στην παρούσα μικρή εργασία μας, με την Χάρη του

Θεού, να καταθέσουμε στο χριστεπώνυμο πλήρωμα ορισμένες κριτικές

θεολογικές παρατηρήσεις μας, με αφορμή την ως άνω διατριβή, γύρω από το

φλέγον θέμα της εκκλησιαστικής ενότητος, με σκοπό να καταδειχθούν οι λεπτές

διαφορές που χωρίζουν την Ορθόδοξη από την μη Ορθόδοξη, οικουμενίζουσα

Εκκλησιολογία. Θεωρήσαμε αναγκαία την παρέμβασή μας, επειδή η

διδακτορική διατριβή δεν προέρχεται από ένα τυχαίο πρόσωπο, αλλά από

Ιεράρχη και δη εκκλησιαστικό ηγέτη τοπικής Εκκλησίας και επομένως ο

κίνδυνος να εισχωρήσουν στον Ορθόδοξο εκκλησιαστικό χώρο αιρετίζουσες

θέσεις και απόψεις είναι μεγάλος.

Αφήνοντας σε άλλους μελετητές τον επί μέρους σχολιασμό των υπολοίπων

κεφαλαίων της διατριβής, θα περιοριστούμε να σχολιάσουμε ορισμένα μόνο

σημεία από δύο κεφάλαια: Το πρώτο έχει τίτλο: «Η ενότητα στον επίσκοπο»

και το δεύτερο: «Ο εν αληθεία διάλογος».

Προτού έρθουμε στον σχολιασμό του πρώτου κεφαλαίου, θεωρούμε αναγκαίο

να επισημάνουμε, (ως μια πρώτη γενική παρατήρησή μας), το γεγονός ότι ο

συγγραφέας πουθενά στην εργασία του δεν κάνει λόγο για την παναίρεση του

Οικουμενισμού. Προτιμά αντί για τον όρο «Οικουμενισμός» να χρησιμοποιεί

τον όρο «Οικουμενική Κίνηση», υποβιβάζοντας όμως την αίρεση στο επίπεδο

ενός κινήματος. Είναι σημαντικό ευθύς εξ’ αρχής να τονιστεί αυτή η ουσιαστική

παράλειψη, δεδομένου ότι η φοβερή αυτή αίρεση που συνεχίζει να κυριαρχεί

μέχρι σήμερα επί 120 χρόνια σε όλες τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες,

αποτελεί την μεγαλύτερη απειλή κατά της ενότητος της Εκκλησίας. Δεν είναι

δυνατόν μια επιστημονική εργασία να διαπραγματεύεται την ενότητα της

Εκκλησίας και να τηρεί σιγήν ιχθύος απέναντι στην μεγαλύτερη απειλή που

την υπονομεύει. Δεν είναι δυνατόν να έχει επισημάνει αυτή την φοβερή αίρεση

μια πλειάδα οσιακών μορφών της Εκκλησίας μας και ο συγγραφέας να την

αγνοεί, σαν να μην υπάρχει. Θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, ο συγγραφέας όχι

μόνο να κάνει ειδική αναφορά πάνω στον Οικουμενισμό, αφιερώνοντας

ολόκληρο κεφάλαιο με θέμα τον Οικουμενισμό, αλλά επί πλέον να προτείνει και

τρόπους αντιμετωπίσεως αυτού του φοβερού κινδύνου. Και τούτο επειδή η

διατριβή του έχει ως θέμα την εκκλησιαστική ενότητα, όχι γενικά και αόριστα,

αλλά σε άμεση διαλεκτική σχέση με τα σύγχρονα εκκλησιολογικά προβλήματα,

ένα εκ των οποίων, το σπουδαιότερο, είναι ο Οικουμενισμός. Και μόνον αυτή η

ουσιαστική παράλειψη απομειώνει σε μεγάλο βαθμό την αξία και το κύρος της

διατριβής.

Επίσης χρησιμοποιεί κατά κόρον τον όρο «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία»,

τελείως ελεύθερα και με πολλή άνεση, δίνοντας την εντύπωση στον αναγνώστη

ότι πρόκειται περί αληθούς και ορθοδοξούσης Εκκλησίας, διότι πουθενά δεν

κάνει τον κόπο να διευκρινίσει, ότι δεν πρόκειται περί Εκκλησίας, αλλά περί

αιρέσεως, που έχει καταδικαστεί ως τοιαύτη από πάμπολλες Ορθόδοξες

Συνόδους, αρχής γενομένης από την 8 η Οικουμενική επί μεγάλου Φωτίου. Το

ορθότερο θα ήταν να χρησιμοποιεί τον όρο «Παπισμός», ή τουλάχιστον όταν


3

χρησιμοποιεί τον όρο «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», να θέτει τη λέξη

Εκκλησία εντός εισαγωγικών.


Α΄


«Η ενότητα στον Επίσκοπο».


Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι το κεφάλαιο με τον παρά πάνω

τίτλο διαπραγματεύεται τρία κυρίως θέματα: Το πρώτο παρουσιάζει τον

Επίσκοπο ως κέντρο ενότητος της τοπικής Εκκλησίας. Το δεύτερο εξετάζει τον

επίσκοπο σε σχέση με την τοπική Σύνοδο στην οποία ανήκει. Και το τρίτο σε

σχέση με το πρωτείο σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο.


1) Ο Επίσκοπος ως κέντρο ενότητος της τοπικής Εκκλησίας.

Είναι εμφανής η προσπάθεια του συγγραφέα στην πρώτη αυτή υποενότητα,

να παρουσιάσει τη θέση του Επισκόπου στην εκκλησιαστική κοινότητα με βάση

την Εκκλησιολογία του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος και του αγίου Ιγνατίου

του Θεοφόρου. Είναι επίσης εμφανής ο επηρεασμός του από την θεολογική

εργασία του Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα με τίτλο: «Η

ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους

τρείς πρώτους αιώνας», (Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1990), αλλά και από το

Κείμενο της Ραββένας, (2007). Κατ’ αρχήν κανείς δεν έχει την παραμικρή

αμφιβολία, ότι η εκκλησιολογικές θέσεις των δύο αυτών κορυφαίων αγίων της

Εκκλησίας μας είναι πέρα για πέρα Ορθόδοξες. Ο συγγραφέας ναι μεν ξεκινάει

από μια ορθή αφετηρία, βασιζόμενος στους δύο αυτούς αγίους, ωστόσο, όπως

θα δούμε στη συνέχεια, παρασύρεται σε ακρότητες, απολυτοποιεί το πρόσωπο

του Επισκόπου, το οποίο μάλιστα δεν διστάζει να τοποθετήσει υπεράνω ακόμη

και των Συνόδων. Ουσιαστικά εκφράζει θέσεις οι οποίες, κατά την ταπεινή μας

γνώμη, ούτε στους παρά πάνω αγίους μπορούν να θεμελιωθούν, ούτε στην

Πατερική και Κανονική μας Παράδοση. Πρόκειται για θέσεις που αγγίζουν τα

όρια μιάς επισκοποκεντρικής, (οικουμενιστικού τύπου), Εκκλησιολογίας.

Σταχυολογούμε παρά κάτω μερικά από τα γραφόμενά του και στη συνέχεια θα

τα σχολιάσουμε με συντομία: «Ο Επίσκοπος είναι στην Εκκλησία και η

Εκκλησία είναι στον Επίσκοπο και όποιος δεν είναι με τον Επίσκοπο, δεν

είναι ούτε στην Εκκλησία. Μόνο στον Επίσκοπο ανήκει το πλήρωμα της

εξουσίας, ενώ οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι οφείλουν να είναι υποτεταγμένοι

στον Επίσκοπο και να εκπληρώνουν τις ανάγκες της εκκλησιαστικής

διοίκησης. Το πρωτείο του Επισκόπου δεν βασίζεται στην θεσμική του θέση

στην Εκκλησία, αλλά σε δογματική θεμελίωση», (σελ.262). «Ο Επίσκοπος

δίνει απολογία για το ποιμαντικό έργο του μόνο στο Θεό», (σελ.266). «Η

διακονία του Επισκόπου είναι η ανώτερη διακονία στην Εκκλησία και

κανένας δεν μπορεί να έχει εξουσία πάνω από αυτήν ακόμη και οι Ιεροί


4

Σύνοδοι», (σελ.277). «Οι Επίσκοποι είναι μάρτυρες της βούλησης του Θεού,

είτε ο καθένας χωριστά, είτε όταν είναι εν Συνόδω», (σελ.269). «Ο ίδιος, [ο

Επίσκοπος], προΐσταται στην ευχαριστιακή σύναξη και με τον τρόπο αυτό

γίνεται κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας», (σελ.269). «Οι Επίσκοποι είναι κατ’

εξοχήν φύλακες της πίστης και της αλήθειας», (σελ.262).

Ο άγιος Κυπριανός δεν λέγει ότι «ο Επίσκοπος είναι στην Εκκλησία και η

Εκκλησία είναι στον Επίσκοπο», αλλά κάτι άλλο: «Η Εκκλησία είναι στον

Επίσκοπο, στον κλήρο και σε όλους εκείνους που στέκονται στην πίστη»,

(Επιστολή 59, κεφ. 19), κάτι που αναγκάζεται να διευκρινίσει και ο ίδιος σε

υποσημείωσή του, (636). Ούτε μπορούμε να πούμε ότι δήθεν αργότερα ο άγιος

άλλαξε εκκλησιολογικές θέσεις «υποστηρίζοντας την απόλυτη εξουσία του

επισκόπου», παρουσιάζοντας έτσι τον άγιο να αντιφάσκει με τον εαυτό του.

Επίσης όσα λέγουν οι άγιοι Κυπριανός και Ιγνάτιος για τον Επίσκοπο, δεν τα

λέγουν απροϋπόθετα, αλλά κάτω από σαφείς προϋποθέσεις.

Έχει σημασία να τονιστεί ότι ο Επίσκοπος δεν είναι το πρόσωπο που

πραγματώνει την ενότητα της τοπικής Εκκλησίας, της οποίας προΐσταται, αλλά

ο Χριστός. Μόλις είναι ανάγκη εδώ να επαναλάβουμε ότι η Εκκλησία είναι

θεανθρώπινος Οργανισμός, που έχει κεφαλή της τον Χριστό και όχι τον

Επίσκοπο και ότι την εκκλησιαστική ενότητα την πραγματώνει μόνον ο Χριστός

στο ένα και αδιαίρετο θεανδρικό του Σώμα και όχι ο Επίσκοπος. Όπως πολύ

ωραία παρατηρεί ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ.

Τσελεγγίδης: «Η ενότητα της Εκκλησίας, καθεαυτήν, είναι αδιάσπαστη

οντολογικώς και φανερώνεται θεσμικώς στην πίστη, την λατρεία και την

διοίκηση της Εκκλησίας. Η τριπλή αυτή ενότητα θεμελιώνεται στο τρισσό

αξίωμα του Χριστού και αντλείται από αυτό: δηλαδή, το προφητικό, το

αρχιερατικό και το βασιλικό. Κατά συνέπεια, οι τρεις αυτές φανερώσεις της

ενότητας της Εκκλησίας θα πρέπει να θεωρούνται ως οργανικά

αλληλοεξαρτώμενες, αλληλοπεριχωρούμενες και αδιάσπαστες συντεταγμένες

της μιας και πλήρους ενότητας της Εκκλησίας», (Βλ. Επιστολή του προς την

Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και προς όλους τους Σεβ. Αρχιερείς της

Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 30.8.2016).

Ο Επίσκοπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας υπηρέτης Χριστού και

οικονόμος των μυστηρίων του, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου: «Ούτως

ημάς λογιζέσθω άνθρωπος, ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων

Θεού», (Α΄ Κορ. 4,1). Μ’ άλλα λόγια ο Επίσκοπος ως «υπηρέτης Χριστού»

καλείται μόνον να υπηρετήσει την εκκλησιαστική ενότητα, την οποία

πραγματώνει μόνον ο Χριστός. Καθίσταται κέντρον ενότητος και ζώσα εικόνα

του Χριστού, (ιστάμενος εις τύπον και τόπον Χριστού), της τοπικής

Εκκλησίας, υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτον να ενσαρκώνει και τις αρετές του

Χριστού, έτσι ώστε οι πιστοί να βλέπουν στο πρόσωπό του και τη ζωή του τον

ίδιο τον Χριστό. Και δεύτερον να μην έχει διολισθήσει σε αίρεση. Διότι στην

περίπτωση που ό Επίσκοπος έχει εκπέσει σε αίρεση, παύει πλέον να είναι ζώσα

εικόνα του Χριστού και κέντρον ενότητος της τοπικής Εκκλησίας, καθ’ όσον όχι


5

μόνο δεν υπηρετεί την εκκλησιαστική ενότητα, αλλά αντίθετα την υπονομεύει

με τις αιρετικές διδασκαλίες του, καθιστάμενος από ποιμένας «λύκος βαρύς μη

φειδόμενος του ποιμνίου», (Πραξ.20,29). Επομένως η φράση «όποιος δεν είναι

με τον Επίσκοπο, δεν είναι ούτε στην Εκκλησία», δεν ισχύει στην περίπτωση

που ο Επίσκοπος έχει εκπέσει σε αίρεση και στην περίπτωση αυτή ο κάθε πιστός

καλείται να κάνει το εντελώς αντίθετο, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας:

«αλλοτρίω δε, [τουτέστιν τω αιρετικώ], ου μη ακολουθήσωσιν αλλά φεύξονται

απ’ αυτού», (Ιω.10,5). Επίσης και η φράση: «Ο ίδιος, [ο Επίσκοπος],

προΐσταται στην ευχαριστιακή σύναξη και με τον τρόπο αυτό γίνεται κεφαλή

της τοπικής Εκκλησίας», (σελ.269), νομίζουμε ότι δεν αποδίδει πλήρως και με

ακρίβεια την αλήθεια, διότι ακόμη και όταν ο Επίσκοπος προΐσταται στην

ευχαριστιακή σύναξη, ακόμη και τότε δεν παύει ο Χριστός, (και όχι ο

Επίσκοπος), να είναι η κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας, τόσο της ανά την

οικουμένην όσο και της τοπικής.

Με ιδιαίτερη έμφαση τονίζουμε τις παρά πάνω δύο προϋποθέσεις, διότι έχει

επικρατήσει σήμερα σε πολλούς Επισκόπους να επιστρατεύουν τις γνωστές

ρήσεις του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου στην προς Μαγνησίους επιστολή του,

ότι: Στον επίσκοπο πρέπει να βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό, επειδή αυτός είναι

εις τόπον Θεού και χωρίς αυτόν δεν πρέπει να γίνεται τίποτε και ότι όλοι

πρέπει να ακολουθούν τον Επίσκοπο, όπως και ο Ιησούς Χριστός

ακολουθούσε τον Πατέρα. Όσα λέγει ο άγιος Ιγνάτιος δεν ισχύουν

απροϋπόθετα, αλλά μόνον υπό τις προϋποθέσεις που αναφέραμε παρά πάνω.

Παρασιωπάται επίσης το γεγονός ότι ο άγιος Ιγνάτιος, εξαίροντας την θέση του

Επισκόπου στην Εκκλησία, δεν παραλείπει να εξάρει και την θέση του

πρεσβυτερίου, το οποίον αποκαλεί «αξιόπλοκον πνευματικόν στέφανον»,

(Μαγνησ. ΧΙΙΙ,10), «θεοπρεπές πρεσβυτέριον», (Σμυρν. ΧΙΙ,15), και «το γαρ

αξιονόμαστον υμών πρεσβυτέριον του Θεού άξιον, ούτως συνήρμοσται τω

Επισκόπω ως χορδαί κιθάρα», (Εφεσίους IV). Στις Αποστολικές Διαταγές (Β΄,

ΧΧVΙΙΙ, 35), οι πρεσβύτεροι χαρακτηρίζονται ως «συνέδριον και βουλή της

Εκκλησίας». Στον Α΄ Ιερό Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου, όχι μόνον ο

Επίσκοπος, αλλά και ο Πρεσβύτερος και ο Διάκονος χαρακτηρίζονται ως

«προεστώτες» της Εκκλησίας. Από τα παρά πάνω συνάγεται ότι όχι μόνον οι

Επίσκοποι, αλλά και οι πρεσβύτεροι μετέχουν της Ιερωσύνης του Χριστού,

συμποιμένοντες μαζί με τον Επίσκοπο τον λαό του Θεού στις Ενορίες.

Επίσης η αντίληψη που θέλει τον Επίσκοπο να έχει «το πλήρωμα της

εξουσίας, ενώ οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι οφείλουν να είναι υποτεταγμένοι

στον Επίσκοπο και να εκπληρώνουν τις ανάγκες της εκκλησιαστικής

διοίκησης», δεν δικαιώνεται στην εκκλησιαστική πράξη, ήδη μάλιστα από τους

αποστολικούς χρόνους. Ούτε καν αυτοί οι ίδιοι οι Απόστολοι υιοθέτησαν μια

τέτοια αντίληψη και πρακτική. Στήν Αποστολική Σύνοδο, όπου Πρώτος και

Πρόεδρος δεν ήταν ο Απόστολος Πέτρος, αλλά ο Αδελφόθεος Ιάκωβος,

εκφράστηκε η Συνοδική Αλήθεια «συν όλη τη Εκκλησία»: «Έδοξε τω Αγίω

Πνεύματι και ημίν». Όπως πολύ ωραία παρατηρεί πάλι ο ίδιος ως άνω


6

μνημονευθείς καθηγητής: «Το ‘ημίν’ δεν ήταν απλώς μόνον οι Απόστολοι,

αλλά και ‘οι συν αυτοίς’, δηλαδή οι Πρεσβύτεροι, ‘συν όλη τη Εκκλησία’. Και

όλη η Εκκλησία είναι και ο απλός λαός. Αλλά και στην περίπτωση της Α΄

Οικουμενικής Συνόδου, η θεολογική θέση ενός νεαρού Διακόνου, του Μεγάλου

Αθανασίου, εξέφρασε την όλη Εκκλησία. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί ο

Επίσκοπος να αγνοεί τους πρεσβυτέρους και το πλήρωμα της Εκκλησίας»,

(Βλ. την ίδια ως άνω μνημονευθείσα Επιστολή του, σελ.11).

Αλλά και η θέση του ότι «οι Επίσκοποι είναι κατ’ εξοχήν φύλακες της

πίστης και της αλήθειας», (σελ.262), δεν απηχεί την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία.

Ο υπέρτατος φύλακας της αλήθειας είναι ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας,

δηλαδή ο κλήρος και ο λαός του Θεού, όπως αποφάνθηκε και όρισε η περίφημη

Σύναξη των Πατριαρχών του 1848, ότι «…ούτε Πατριάρχαι, ούτε Σύνοδοι

εδυνήθησαν ποτέ εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστιν

αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα

αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού, ως έργω

επειράθησαν και πολλοί των από του σχίσματος Παπών τε και Πατριαρχών

Λατινοφρόνων μηδέν ανύσαντες». Προφανώς θέλει να λησμονεί ο

Σεβασμιώτατος ότι μια πλειάδα μεγάλων αιρεσιαρχών προήλθαν από τις τάξεις

των Επισκόπων!

Επίσης η φράση «Το πρωτείο του Επισκόπου δεν βασίζεται στην θεσμική

του θέση στην Εκκλησία, αλλά σε δογματική θεμελίωση», είναι μετέωρη, διότι

δεν κάνει τον κόπο να μας εξηγήσει, που υπάρχει μια τέτοια δογματική

θεμελίωση.

2) Ο Επίσκοπος σε σχέση με την τοπική Σύνοδο στην οποία ανήκει.

Από όσα αναφέρει ο συγγραφέας γύρω από την σχέση του Επισκόπου με την

τοπική Σύνοδο στην οποία ανήκει, θα περιοριστούμε να σχολιάσουμε ορισμένες

μόνον φράσεις του, τις εξής: «Ο επίσκοπος δίνει απολογία για το ποιμαντικό

έργο του μόνο στο Θεό», (σελ.266). «Η διακονία του Επισκόπου είναι η

ανώτερη διακονία στην Εκκλησία και κανένας δεν μπορεί να έχει εξουσία

πάνω από αυτήν ακόμη και οι Ιεροί Σύνοδοι», (σελ.277). «Η Σύνοδος δεν

μπορεί ούτε πρέπει να καταναγκάζει τους Επισκόπους, δεν πρέπει να δίνει

νόμους σε κανέναν, γιατί ο κάθε προεστώς της Εκκλησίας είναι ελεύθερος να

ποιμαίνει την Εκκλησία του κατά την βούλησή του και οφείλει να δώσει

απολογία μόνο στον Κύριο», (σελ. 278). «Οι Επίσκοποι είναι μάρτυρες της

βούλησης του Θεού, είτε ο καθένας χωριστά, είτε όταν είναι εν Συνόδω»,

(σελ.269).

Αλλοίμονο αν ο Επίσκοπος έδινε «απολογία για το ποιμαντικό έργο του μόνο

στο Θεό» και επομένως δεν είχε καμία αναφορά, ούτε λογοδοσία στην

προϊσταμένη του εκκλησιαστική αρχή, στην τοπική δηλαδή Σύνοδο στην οποία

ανήκει. Αλλοίμονο αν «κανένας δεν μπορεί να έχει εξουσία πάνω από αυτήν,

[την διακονία του Επισκόπου], ακόμη και οι Ιεροί Σύνοδοι». Αλλοίμονο


7

επίσης αν «ο κάθε προεστώς της Εκκλησίας είναι ελεύθερος να ποιμαίνει την

Εκκλησία του κατά την βούλησή του» και όχι κατά την βούληση του Θεού, με

βάση του Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι ακριβώς εκφράζουν την βούληση του

Θεού. Θα επικρατούσε στην Εκκλησία μια χαώδης κατάσταση, η οποία θα

μεταδιδόταν σ’ όλο το εκκλησιαστικό Σώμα, το πρεσβυτέριο και τον λαό. Όπως

και άλλοτε έχουμε τονίσει, η Συνοδικότητα, αποτελεί θείο Θεσμό στην ζωή της

Εκκλησίας, ανάγουσα την προέλευση της στους αποστόλους, οι οποίοι με τον

φωτισμό και την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος συγκρότησαν την

Αποστολική Σύνοδο, (49 μ.Χ.), εγκαινιάζοντας έτσι τον συνοδικό τρόπο

λειτουργίας του Εκκλησιαστικού Σώματος, για την ρύθμιση και επίλυση των

πάσης φύσεως εκκλησιαστικών ζητημάτων σε όλα τα επίπεδα, από το τοπικό

μέχρι το παγκόσμιο. Επίσης οι Ιεροί Κανόνες τους οποίους εξέδωσαν οι κατά

καιρούς συγκροτηθείσες Σύνοδοι, Οικουμενικές και Τοπικές, έχουν

υποχρεωτικό χαρακτήρα και οφείλουν όλοι να τους τηρούν, από τον Επίσκοπο

μέχρι το τελευταίο λαϊκό μέλος της Εκκλησίας. Σε περίπτωση δε μη τηρήσεως

αυτών προβλέπονται ποινές, (καθαιρέσεις, αφορισμοί κ.λ.π.), που επιβάλλονται

σε όλους, μηδέ των Επισκόπων εξαιρουμένων. Όπως πολύ ωραία παρατηρεί ο

αείμνηστος πρώην Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους

κυρός Γεώργιος Καψάνης: «Η Εκκλησία εις όλα τα επίπεδα αυτής ζή ως

Σύνοδος, ήτοι κοινωνία προσώπων, ελευθέρως συναγομένων εν Χριστώ και

υπό του Χριστού, ίνα προσφέρουν έκαστος το χάρισμα αυτού προς οικοδομήν

του σώματος εν αγάπη», (Βλ. έργο του με τίτλο: «Η ποιμαντική διακονία κατά

τους Ιερούς Κανόνες», Εκδ. «Άθως», Πειραιεύς 1976, σελ.15).

Επίσης η φράση: «οι Επίσκοποι είναι μάρτυρες της βούλησης του Θεού, είτε

ο καθένας χωριστά, είτε όταν είναι εν Συνόδω», δεν ισχύει απροϋπόθετα, αλλά

μόνον εφ’ όσον τα συνοδικά μέλη ομιλούν και αποφασίζουν εν αγίω Πνεύματι,

γίνονται δηλαδή όργανα του αγίου Πνεύματος, προκειμένου δι’ αυτών να

εκφράσει τη βούλησή του το άγιο Πνεύμα. Λέγει σχετικά ο ως άνω

μνημονευθείς Καθηγούμενος: «Η ενεργός παρουσία του αγίου Πνεύματος εις

τας Συνόδους των Επισκόπων καθιστά αυτάς ‘θεοσυνεργήτους’, (12 ος Ιερός

Κανών της ΑΒ΄ Συνόδου). Εις τας Συνόδους ομιλούν οι άνθρωποι διά να

εκφράσουν όμως ό,τι το Πνεύμα λέγει ταις Εκκλησίαις, ήτοι το θέλημα του

Θεού…Εάν οι συναγόμενοι εις τας Συνόδους Επίσκοποι δεν προσφέρονται εν

ταπεινώσει διά να συνεργήσουν με τον Θεόν, ώστε δι’ αυτών να ομιλήσει το

Πνεύμα το άγιον, αι Σύνοδοι δεν εκφράζουν την αλήθειαν και η Εκκλησία εκ

των υστέρων δεν αναγνωρίζει αυτάς ως αλάθητα ‘στόματα της Εκκλησίας’,

και ‘σάλπιγγας του Πνεύματος’, χαρακτηρίζουσα μάλιστα αυτάς ως

‘ληστρικάς Συνόδους’», (ο.π. σελ.117-118).

3) Ο Επίσκοπος σε σχέση με το Πρωτείο σε τοπικό και σε παγκόσμιο


επίπεδο.


8

Εις ό,τι αφορά την σχέση του Επισκόπου με το Πρωτείο σε τοπικό και σε

παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνουμε ότι στη σκέψη του συγγραφέα επικρατεί

πραγματικό κομφούζιο. Και τούτο διότι αφ’ ενός μεν συγχέει το παπικό Πρωτείο

με την Ορθόδοξη έννοια του Πρώτου, όπως αυτή εκφράζεται στον 34 ο

Αποστολικό Κανόνα, ενώ παράλληλα απορρίπτει την αυθεντία των Συνόδων

πάνω στους Επισκόπους. Όπως έγινε φανερό από όσα αναφέραμε στο

προηγούμενο κεφάλαιο, οι Σύνοδοι, κατά την άποψη του συγγραφέως, δεν

πρέπει να έχουν καμία εξουσία πάνω στον Επίσκοπο, η αυθεντία του οποίου

τοποθετείται υπεράνω και αυτών των Συνόδων. Γράφει μεταξύ άλλων:

«Ανεξάρτητα όμως από την σπουδαιότητά τους, οι Σύνοδοι στην Ορθόδοξη

Εκκλησία δεν αποτελούν ‘την ανώτατη εξουσία’ της Εκκλησίας σε

αντιδιαστολή με τους Ρωμαιοκαθολικούς, όπου η ανώτατη εξουσία

εκφράζεται μέσω του Πάπα», (σελ.270). «Η προεδρία συγκεκριμένης

καθέδρας, [όπως αυτή εννοείται στον 34 ο Αποστολικό Κανόνα], θα μπορούσε

να είναι εφικτή μόνο ως προεδρία εν αγάπη», (σελ.272). «Είναι απαράδεκτο

να ισχυρισθεί κανείς ότι το πρωτείο δεν συνιστά εξουσία. Είναι λοιπόν

εξουσία, όμως δεν είναι εξουσία επάνω στους Επισκόπους άλλων

εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Δεν είναι κάποια ‘ανώτερη εξουσία’, όπως

συντελείται στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά είναι η τάξη στην κοινή

ζωή των τοπικών Εκκλησιών» (σελ. 278). Σε άλλο σημείο κάνει λόγο για

παγκόσμιο «πρωτείο», προφανώς ανάλογο με αυτό του «Πάπα»: «… η άρνηση

του πρωτείου στο οικουμενικό επίπεδο συνιστά ισότιμο σφάλμα με την

ταύτιση του πρωτείου με την εξουσία…», (σελ. 279).

Η έννοια του «Πρωτείου», οποιασδήποτε μορφής είναι άγνωστο στην

Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία, για λόγους καθαρά διοικητικούς,

διασφαλίσεως της εκκλησιαστικής ενότητος και ευταξίας, θέσπισε, σε

Οικουμενικές μάλιστα Συνόδους, (Β΄ και Δ΄ Οικουμενικές), ορισμένα

«προνόμια» σε επισκοπικούς «θρόνους» μεγάλων πόλεων του Ρωμαϊκού

κράτους (Ρώμη, Νέα Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα), τα οποία

ουδέποτε κατανοήθηκαν ως εξουσία, αλλ’ ως πρεσβεία τιμής. Κι αυτό διότι η

κάθε τοπική Εκκλησία είναι η φανέρωση της Καθολικής Εκκλησίας, η ολότητα

της Εκκλησίας. Ο επισκοπικός θρόνος της Ρώμης, εν όσω ήταν Ορθόδοξος,

εθεωρείτο ως η «προκαθημένη της αγάπης», επειδή είχε την τιμητική προεδρία

στις Συνόδους, ως καθέδρα της παλιάς πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους και

τίποτε περισσότερο! Κάθε φορά που ο Πάπας υπερέβαινε αυτά τα όρια της

τιμητικής μόνον προεδρίας, (βλ. σχίσμα επί Μ. Φωτίου), η Εκκλησία τον

ανακαλούσε στην τάξη. Μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νέα Ρώμη,

την Κωνσταντινούπολη, έλαβε τα ίδια «προνόμια» και ο Επίσκοπός της, με τον

3 ο Ιερό Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Όπως έχουμε αναπτύξει σε προηγούμενες δημοσιεύσεις μας, Συνοδικότητα

και Πρωτείο είναι δύο έννοιες αλληλοαναιρούμενες και αλληλοσυγκρουόμενες.

Η ανάπτυξη του παπικού Πρωτείου οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εωσφορική

αλαζονεία και φιλαρχία των Παπών και στην αξίωσή τους να αποκτήσουν


9

απόλυτη διοικητική εξουσία εφ’ όλης της Εκκλησίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι

όχι μόνον τορπίλισαν το Συνοδικό Σύστημα της Εκκλησίας στη Δύση, αλλά και

κατέστησαν υπεύθυνοι για τον κατακερματισμό της Δυτικής Χριστιανοσύνης σε

εκατοντάδες προτεσταντικές ομολογίες.

Δυστυχώς η έννοια του «παγκόσμιου πρωτείου» εισέβαλε και στην

Ορθόδοξη Ανατολή τα τελευταία χρόνια, ως μια σοβαρή εκτροπή από την

Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ως υιοθέτηση μιας από τις χειρότερες πλάνες του

Παπισμού. Οι θιασώτες του Οικουμενισμού «βλέπουν με καλό μάτι» ένα

«πρωτείο εξουσίας», πιστό αντίγραφο του παπικού και για τον Οικουμενικό

Πατριάρχη, ως «πρώτον άνευ ίσων». Μάλιστα κάποιοι προχώρησαν στο

απαράδεκτο σημείο να προσπαθούν να το στηρίξουν και «θεολογικά», στο

Τριαδολογικό Δόγμα, εγγίζοντες τα όρια της ύβρεως: όπως ο Θεός Πατέρας

«προηγείται» των δύο άλλων Θείων Προσώπων, έτσι και ο «πρώτος» της

Εκκλησίας μπορεί να έχει το προβάδισμα και την εξουσία επί πάντων των όπου

γης Επισκόπων! Την εν λόγω οικουμενιστική θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων»

φαίνεται να υιοθετεί και ο συγγραφέας. Γράφει: «Το πρωτείο δεν είναι κάποια

απλή προεδρία σε φόρα και θεσμούς, όπως συνήθως κατανοείται η προεδρία

στις σημερινές περιστάσεις, αλλά έχει τις ρίζες του στην ίδια την τριαδολογία,

στην οποία είναι αναμφισβήτητο το πρωτείο του Πατρός στην κοινωνία της

Αγίας Τριάδος…», (σελ. 279).

Συνεχίζεται.

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021


Γραφείο αιρέσεων Ι.Μ.Πειραιώς

Συνημμένα9:27 π.μ. (πριν από 10 ώρες)
προς george.wilerΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣΙερεύςΣΥΝΑΞΙΣΠεριοδικόEfenpresstriklopodiaAndreasdaskalos,
MonkSerafimpreotvtsigkoskonstantinosauthorimkimpireosΜητρόπολη,
 π.Νικόδημοςpvasilios7infomixhoulΙΕΡΑcontactpanhouaverophΣάλπισμαinfonewsimkythironaugmyrouskontzosNickthriskeftikainfopegtrdespotatoneapetropoulosinfoimag.gorgΑΝΔΡΕΑΣganagnoiakritisΤΡΕΛΟ-contactPetergram.imkawΠαναγιώτηςakhs1914gmanolisΤάσοςεγώagiatriadatselengmitropoliimkachrisgefsiI.M.PΜΗΤΡΟΠΟΛΗestiapminfoinfoinfoΕπιτροπήimaaorthotypLeonidasaktinesblogspottasthyrasAmethystLawgap10kostdantinfok.dantilis

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

 

Εν Πειραιεί τη 5η Απριλίου 2021

 

ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΘΕΡΜΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑ ΚΑΤΩ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ


 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ


ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 5 Απριλίου 2021


ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ!


Είναι γεγονός αναντίρρητο και αυταπόδεικτο, ότι η ανθρωπότητα έχει

εισέλθει σε μια από τις χειρότερες καμπύλες της ιστορίας της, σε μια

πρωτοφανή έκπτωση των χριστιανικών αξιών και πνευματική αποστασία. Η

αποστασία αυτή, απόρροια «τεκτονικών σεισμών» και ιδεολογικών

ανακατατάξεων δύο και πλέον αιώνων, που επέφερε ο άθεος «Ευρωπαϊκός

Διαφωτισμός», οδήγησε μοιραία σε πρωτόγνωρες ανατροπές στην καθόλου

πορεία της ανθρωπότητας. Ο σύγχρονος άνθρωπος, βαθιά διαποτισμένος από

την ιδεολογία του άθεου «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», έρχεται να καταρρίψει

κάθε αξία του παρελθόντος και να υιοθετήσει ό,τι σαθρό είχε απορριφθεί.

Μεταξύ αυτών των «απορριμμάτων» της ιστορίας είναι στην μεν

προχριστιανική εποχή η ειδωλολατρία, στην δε χριστιανική, ο Νεοπαγανισμός

της Νέας Εποχής, που μπορεί να θεωρηθεί ως μία νέα «έκδοση», ή παραλλαγή,

της αρχαίας ειδωλολατρίας. Και οι δύο «εκδόσεις» της ουσιαστικά

σηματοδοτούν την υπαγωγή του ανθρώπου στην κυριαρχία του διαβόλου και γι’

αυτό αποτελούν την χειρότερη έκφραση της μεταπτωτικής σχέσεώς του με το

Θεό. Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο «τα έθνη», οι ειδωλολατρικοί λαοί,

περιπατούσαν «εν ματαιότητι του νοός αυτών, εσκοτωμένοι τη διανοία όντες,

απηλλοτριωμένοι τής ζωής του Θεού, διά την άγνοιαν την ούσαν εν αυτοίς,

διά την πώρωσιν της καρδίας αυτών, οίτινες απηλγηκότες εαυτούς

παρέδωκαν τη ασελγεία εις εργασίαν ακαθαρσίας πάσης εν πλεονεξία»

(Εφ.3,18-19). Αυτή ήταν και είναι η δραματική κατάσταση του προχριστιανικού

και μεταχριστιανικού κόσμου. Μια συνεχής εξελισσόμενη τραγωδία!

Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε τα βαθύτερα αίτια αυτής της

πρωτοφανούς αποστασίας. Εδώ επιγραμματικά αναφέρουμε πρώτον μεν την

αποστροφή του ανθρώπου προς τη χριστιανική ηθική, η οποία συκοφαντήθηκε

ως δήθεν αναχρονιστική, επειδή τον εμποδίζει με τις απαγορεύσεις της στην

απόλαυση των ηδονών της ζωής. Και δεύτερον η χρεοκοπία του Δυτικού

Χριστιανισμού, (Παπισμού και Προτεσταντισμού), ο οποίος με τα ανείπωτα

εγκλήματα, τις γενοκτονίες, τους κατακτητικούς πολέμους, τις ιερές εξετάσεις,

και τις άλλες θηριωδίες του, οδήγησε τον σύγχρονο ευρωπαίο άνθρωπο να

κηρύξει τον «θάνατο του Θεού». Αντίθετα οι αρχαίες και σύγχρονες

ειδωλολατρικές θρησκείες, θωπεύουν και καλλιεργούν τα ανθρώπινα πάθη,

καταργούν την έννοια του κακού και της αμαρτίας, την οποία θεωρούν ως την

«άλλη όψη του καλού», ενώ ανυψώνουν τον άνθρωπο στη θέση του Θεού,

επαναλαμβάνοντας το προπατορικό αμάρτημα.


2

Αφορμή για το παρόν σχόλιό μας πήραμε από ενδιαφέρον δημοσίευμα της

ΔΑΚΕ Καθηγητών ΔΕ Πειραιά, συνδικαλιστικού οργάνου των εκπαιδευτικών,

το οποίο μάλιστα πρόσκειται στο κυβερνόν κόμμα, στην ιστοσελίδα «Ακτίνες»,

με θέμα: «Η λατρεία των παγανιστικών θεών στα σχολεία» (http://

aktines.blogspot.com/2021/03/blog-post_ 60.html). Αφού συγχαρούμε τους

συντάκτες του, θα παραθέσουμε κάποια ενδιαφέροντα αποσπάσματα, τα οποία

και θα σχολιάσουμε, καταδεικνύοντας έναν σοβαρό κίνδυνο, ο οποίος ελλοχεύει

στην ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα, να εισαχθεί δηλαδή η ειδωλολατρία όχι

απλώς ως κατήχηση, αλλά και ως μύηση στη λατρεία των ειδώλων, αρχής

γενομένης από τις Η.Π.Α.

Το δημοσίευμα αρχίζει με την είδηση ότι: «Αυτήν την εβδομάδα, το Τμήμα

Παιδείας της Πολιτείας της Καλιφόρνια των ΗΠΑ θα ψηφίσει για ένα νέο

κρατικό Εθνικό πρόγραμμα σπουδών που υποστηρίζει την

“αποαποικιοποίηση” (decolonization) της αμερικανικής κοινωνίας και

εξυψώνει τον θρησκευτικό συμβολισμό των Αζτέκων. Όλα αυτά γίνονται στην

υπηρεσία μιας αριστερής πολιτικής ιδεολογίας. Το νέο αυτό πρόγραμμα, που

ονομάζεται Πρότυπο Πρόγραμμα Εθνικών Σπουδών, επιδιώκει να επεκτείνει

την πολιτιστική κυριαρχία της Αριστεράς στο δημόσιο πανεπιστημιακό

σύστημα της Καλιφόρνια, καθώς και σε ολόκληρο το σύστημα πρωτοβάθμιας

και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της πολιτείας, το οποίο αποτελείται από

10.000 δημόσια σχολεία που εξυπηρετούν συνολικά 6 εκατομμύρια μαθητές»!

Στη συνέχεια οι συντάκτες αποκαλύπτουν την «λειτουργία» του παγανισμού

στα αμερικανικά σχολεία: «Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει όμως η θρησκευτική

αφήγηση του εθνικού προγράμματος σπουδών της Καλιφόρνια. Το

πρόγραμμα σπουδών συνιστά στους δασκάλους να μάθουν τους μαθητές τους

μια σειρά αυτοχθόνων τραγουδιών και ψαλμών συμπεριλαμβανομένου του ‘In

Lak Ech Affirmation’, που απευθύνεται απευθείας στους θεούς των Αζτέκων.

Οι μαθητές πρώτα χειροκροτούν και ψάλλουν στον θεό Tezkatlipoka. Τον θεό

αυτόν λάτρευαν παραδοσιακά οι Αζτέκοι πραγματοποιώντας ανθρώπινες

θυσίες και ασκώντας τον κανιβαλισμό. Επιζητούσαν ως αντάλλαγμα να τους

δώσει δύναμη για να γίνουν "πολεμιστές" υπέρ της "κοινωνικής

δικαιοσύνης". (Τίθεται εδώ το ερώτημα: Τα κατασφαγμένα θύματα των

ανθρωποθυσιών ποια κοινωνική δικαιοσύνη υπηρετούσαν;) Στη συνέχεια, οι

μαθητές ψάλλουν στους θεούς Quetzalcoatl, Huitzilopochtli και Xipe Totek,

επιζητώντας "θεραπείες" και "ένα επαναστατικό πνεύμα". Ο Huitzilopochtli,

ειδικότερα, είναι η θεότητα του πολέμου των Αζτέκων και ενέπνευσε τους

πιστούς του να πραγματοποιήσουν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρωποθυσίες

κατά την περίοδο της ακμής των. Τέλος, ο ψαλμός φτάνει σε μια κορύφωση

με ένα αίτημα για "απελευθέρωση, μετασχηματισμό, αποαποικιοποίηση",

μετά την οποία οι μαθητές φωνάζουν "Panche beh! Panche beh!" στην

αναζήτηση της απόλυτης "κριτικής συνείδησης"».

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως η βάση στην οποία στηρίζεται αυτό το

παράδοξο εκπαιδευτικό εγχείρημα της στροφής προς τον προκολομβιανό


3

παγανισμό είναι η σύνδεση της αποικιοκρατίας με τον εκχριστιανισμό των

αυτοχθόνων κατοίκων της αμερικανικής ηπείρου. Ο Δυτικός αιρετικός

Χριστιανισμός, (Παπισμός και Προτεσταντισμός), ταυτίστηκε με την

αποικιοκρατία και την κτηνώδη εκμετάλλευση των ιθαγενών, οι οποίοι δεν

μπορούν να λησμονήσουν τα δεινοπαθήματα, τα μαρτύρια, τους θανάτους, που

έγιναν στο όνομα του Χριστού, την οικονομική τους απομύζηση, τον ρατσισμό,

(μέχρι σήμερα) και την περιθωριοποίησή τους από τους «χριστιανούς

φωτιστές τους». Ένα τεραστίων διαστάσεων έγκλημα, με παγκόσμιες και

διαχρονικές συνέπειες, για το οποίο ο αιρετικός Παπισμός, (κύρια αυτός) και ο

Προτεσταντισμός δεν αναγνώρισαν, ούτε μετάνιωσαν. Η στροφή προς τον

παγανισμό των συγχρόνων αμερικανών, εξ’ αιτίας της πνευματικής χρεοκοπίας

του Δυτικού Χριστιανισμού, δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία», αλλά ένα τραγικό

και αναπόφευκτο αναμενόμενο.

Στη συνέχεια οι συντάκτες βγάζουν τα ολέθρια συμπεράσματά τους: «Οι

ψαλμοί στα σχολεία υπέρ των θεοτήτων των Αζτέκων έχουν μια σαφή

επίπτωση: Τον εκτοπισμό του Τριαδικού Θεού - ο οποίος θεωρείται από τους

αριστερούς ότι αποτελεί επέκταση της λευκής ρατσιστικής καταπίεσης - από

την εκπαιδευτική σφαίρα και την αποκατάσταση των αυτόχθονων θεών στην

"νόμιμη" θέση τους στην κοσμολογία της "κοινωνικής δικαιοσύνης".

Δηλαδή με αριστερούς όρους και λογικούς ακροβατισμούς εισέρχεται

πανηγυρικά ο Παγανισμός ή καλύτερα ο Νεοπαγανισμός στα σχολεία. Το

διαρκές μίσος των αριστερών εναντίον του προσώπου του Ιησού Χριστού,

πράγματι μας εκπλήσσει. Αυτοί που "ενδιαφέρονται" για τον άνθρωπο και

την δικαιοσύνη, αντί του Ιησού Χριστού επιλέγουν τον Βαραββάν, ή ακόμη

χειρότερα τους αιμοδιψείς θεούς των Αζτέκων». Το «πρόγραμμα σπουδών»

είναι καθαρή κατήχηση, αλλά και μύηση στη λατρεία των δαιμονικών «θεών»

των απολίτιστων και σατανοκρατούμενων Αζτέκων! Δυστυχώς αδυνατούν να

κατανοήσουν οι θιασώτες της παγανιστικής λατρείας, ότι η επιστροφή στην

ειδωλολατρία, δεν σημαίνει απλώς λατρεία σε ανύπαρκτους «θεούς», αλλά

λατρεία στον Εωσφόρο, αφού, σύμφωνα με τον θεόπνευστο λόγο του Θεού

«πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια» (Ψαλμ.95,5), με καταστροφικές

συνέπειες. Η ιστορία μας δίδαξε πως κάθε φορά που ο άνθρωπος στράφηκε

εναντίον του Θεού, κατέληξε στην καταστροφή.

Και συνεχίζει το δημοσίευμα με τις εφιαλτικές προβλέψεις τους για την

πατρίδα μας: «Ότι συμβαίνει στις ΗΠΑ είναι θέμα χρόνου να μεταφερθεί στον

τόπο μας και μάλιστα στην χειρότερη εκδοχή του. Η αρχή για την

καταστροφή του ελληνικού σχολείου έγινε με την επιβολή, δια νόμων, της

ομοφυλοφιλίας στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση.

Αδιαφορώντας για την θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού,

περιφρονώντας την Παράδοση και την Πίστη των Ελλήνων, υλοποιείται η

νεοπαγανιστική ατζέντα της Νέας Τάξης από τον (την) εκάστοτε Υπουργό

Παιδείας. Η υποβάθμιση της εορτής των τριών Ιεραρχών αποτέλεσε ύψιστο

συμβολισμό για την κατεύθυνση της ελληνικής εκπαίδευσης. Βάζει


4

ουσιαστικά ταφόπλακα στην κατά Θεόν εκπαίδευση των νεαρών Ελλήνων.

Ακολούθησε η θεσμοθέτηση της σεξουαλικής εκπαίδευσης που έθεσε με τη

σειρά της νέα ταφόπλακα, αυτή την φορά, στην χριστιανική ηθική των

μαθητών των σχολείων μας. Το επόμενο βήμα είναι να δοθεί εντολή από το

Υπουργείο Παιδείας να ψάλλονται από τους μαθητές ειδωλολατρικοί και

παγανιστικοί ύμνοι στο δωδεκάθεο»!

Θεωρούμε ότι οι συντάκτες αποδίδουν πλήρως την σκληρή και τραγική

ελληνική πραγματικότητα. Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία, δεδομένης της

κατηφορικής πορείας της ελληνικής παιδείας, ότι πολύ σύντομα το Υπουργείο

Παιδείας δεν θα διστάσει να προχωρήσει και σ’ αυτό το βήμα, να αντιγράψει

δηλαδή και να εφαρμόσει στην πράξη το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της

Καλιφόρνιας. Ήδη, από ό,τι γνωρίζουμε, εγχώριοι νεοπαγανιστικοί κύκλοι

απαιτούν να διδάσκεται στα σχολεία η αρχαία ελληνική θρησκεία, ισότιμα με

την χριστιανική κατήχηση.

Θα κλείσουμε με ένα ωραιότατο σχετικό απόσπασμα από κάποιο λόγο του

νεοφανή άγιου και ομολογητού Ιουστίνου του Πόποβιτς, ο οποίος

αναφερόμενος στη λατρεία των παγανιστικών «θεών», προαναγγέλλει

προφητικά την επικείμενη αναπόφευκτη καταστροφή της ανθρωπότητος: «Το

οικοδόμημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, οικοδομηθέν χωρίς τον Χριστόν,

κατ' ανάγκην θα καταρρεύση και μάλιστα πολύ συντόμως, […] Δέκα

ολοκλήρους αιώνας ανεγείρετο ο ευρωπαϊκός πύργος της Βαβέλ, και ημείς

ηξιώθημεν του τραγικού οράματος: Ιδού, ανηγέρθη πελώριον μηδέν!

Επήλθεν γενική σύγχυσις. Άνθρωπος δεν εννοεί άνθρωπον, ψυχή δεν εννοεί

ψυχήν, έθνος δεν εννοεί έθνος. Ηγέρθη άνθρωπος εναντίον ανθρώπου,

βασιλεία εναντίον βασιλείας, λαός εναντίον λαού, ακόμη και ήπειρος εναντίον

ηπείρου. Ο ευρωπαίος άνθρωπος έφθασεν εις τον μοιραίον ίλιγγον, ωδήγησε

τον υπεράνθρωπον εις την κορυφήν του πύργου της Βαβέλ του θέλων να

αποπερατώση με αυτόν το οικοδόμημά του, αλλ' ο υπεράνθρωπος ετρελλάθη

ακριβώς επί της κορυφής και εκρημνίσθη εκ του πύργου. Και πίσω του ο

ίδιος ο πύργος κρημνίζεται και θρυμματίζεται διά των πολέμων και

επαναστάσεων. Ο homo europaeϊcus έπρεπε κατ' ανάγκην να τρελλαθή εις το

τέλος του πολιτισμού του. Ο Θεοκτόνος ήτο αδύνατον να μη γίνη αυτοκτόνος.

Νύκτα, βαρεία νύκτα, έχει καλύψει την Ευρώπην. Κρημνίζονται τα είδωλα

της Ευρώπης και δεν είναι πολύ μακράν η ημέρα, κατά την οποίαν δεν θα

μείνη ούτε πέτρα επάνω εις την πέτραν από την κουλτούραν και τον

πολιτισμόν της Ευρώπης, διά των οποίων αύτη ανήγειρε πόλεις και

κατέστρεφε ψυχάς, εθεοποίει τα κτίσματα και απέρριπτε τον Κτίστην»!

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

https://m.facebook.com/groups/517880452138154/permalink/839714409954755/
https://www.facebook.com/groups/517880452138154/permalink/839714409954755/