Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν. Και ημών κλινόντων τα γόνατα επί γης, και ασκεπών όντων, αναγινώσκει ο Ιερεύς τας Ευχάς από του βήματος μεγαλοφώνως εις επήκοον πάντων.
Άχραντε, αμίαντε, άναρχε, αόρατε, ακατάληπτε, ανεξιχνίαστε, αναλλοίωτε, ανυπέρβλητε, αμέτρητε, ανεξίκακε Κύριε, ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον, ο ποιήσας τον ουρανόν, και την γην, και την θάλασσαν, και πάντα τα δημιουργηθέντα εν αυτοίς, ο προ του αιτείσθαι τοις πάσι τας αιτήσεις παρέχων.
Σού δεόμεθα, και σε παρακαλούμεν, Δέσποτα φιλάνθρωπε, τον Πατέρα του Κυρίου, και Θεού, και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του δι’ ημάς τους ανθρώπους, και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντος εκ των ουρανών, και σαρκωθέντος εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της αειπαρθένου, και ενδόξου, Θεοτόκου. ος πρότερον μεν λόγοις διδάσκων, ύστερον δε και έργοις υποδεικνύς, ηνίκα το σωτήριον υφίστατο πάθος, παρέσχεν ημίν υπογραμμόν τοις ταπεινοίς, και αμαρτωλοίς, και αναξίοις δούλοις σου, δεήσεις προσφέρειν, εν αυχένος και γονάτων κλίσεσιν, υπέρ των ιδίων αμαρτημάτων, και των του λαού αγνοημάτων.
Αυτός ούν, πολυέλεε και φιλάνθρωπε, επάκουσον ημών, εν η αν ημέρα επικαλεσώμεθά σε εξαιρέτως δε, εν τη ημέρα ταύτη της Πεντηκοστής, εν η, μετά το αναληφθήναι τον Κύριον ημών, Ιησούν Χριστόν εις τους ουρανούς, και καθεσθήναι εν δεξιά σού του Θεού και Πατρός, κατέπεμψε το άγιον Πνεύμα επί τους αγίους αυτού μαθητάς και Αποστόλους, ο και εκάθισεν εφ’ ένα έκαστον αυτών και επλήσθησαν άπαντες της ακενώτου χάριτος αυτού, και ελάλησαν ετέραις γλώσσαις τα μεγαλείά σου, και προεφήτευσαν.
Νυν ούν δεομένων επάκουσον ημών, και μνήσθητι ημών των ταπεινών, και κατακρίτων, και επίστρεψον την αιχμαλωσίαν των ψυχών ημών, την οικείαν συμπάθειαν έχων υπέρ ημών πρεσβεύουσαν.
Δέξαι ημάς προσπίπτοντάς σοι, και βοώντας το, Ημάρτομεν. Επί σε επερρίφημεν εκ μήτρας, από γαστρός μητρός ημών, Θεός ημών συ ει, αλλ’ ότι εξέλιπον εν ματαιότητι αι ημέραι ημών, γεγυμνώμεθα της σης βοηθείας, εστερήμεθα από πάσης απολογίας. Αλλά θαρρούντες τοις οικτιρμοίς σου, κράζομεν. Αμαρτίας νεότητος ημών, και αγνοίας μη μνησθής, και εκ των κρυφίων ημών καθάρισον ημάς. Μη απορρίψης ημάς εις καιρόν γήρως, εν τω εκλείπειν την ισχύν ημών, μη εγκαταλίπης ημάς, πριν ημάς εις την γην αποστρέψαι, αξίωσον προς σε επιστρέψαι, και πρόσχες ημίν εν ευμενεία και χάριτι.
Επιμέτρησον τας ανομίας ημών τοις οικτιρμοίς σου, αντίθες την άβυσσον των οικτιρμών σου, τω πλήθει των πλημμελημάτων ημών. Επίβλεψον εξ ύψους αγίου σου, Κύριε, επί τον λαόν σου τον περιεστώτα, και απεκδεχόμενον το παρά σού πλούσιον έλεος, επίσκεψαι ημάς εν τη χρηστότητί σου, ρύσαι ημάς εκ της καταδυναστείας του Διαβόλου, ασφάλισαι την ζωήν ημών τοις αγίοις και ιεροίς νόμοις σου, Αγγέλω πιστώ φύλακι παρακατάθου τον λαόν σου, πάντας ημάς συνάγαγε εις την Βασιλείαν σου, δος συγγνώμην τοις ελπίζουσιν επί σε, άφες αυτοίς και υμίν τα αμαρτήματα, καθάρισον ημάς τη ενεργεία του αγίου σου Πνεύματος, διάλυσον τας καθ’ημών μηχανάς του εχθρού.
Επισυνάπτει και ταύτην την Ευχήν
Ευλογητός ει, Κύριε, Δέσποτα παντοκράτορ, ο φωτίσας την ημέραν τω φωτί τω ηλιακώ, και την νύκτα φαιδρύνας ταίς αυγαίς του πυρός, ο το μήκος της ημέρας διελθείν ημάς καταξιώσας, και προσεγγίσαι ταίς αρχαίς της νυκτός, επάκουσον της δεήσεως ημών, και παντός του λαού σου, και πάσιν ημίν συγχωρήσας τα εκούσια και τα ακούσια αμαρτήματα, πρόσδεξαι τας εσπερινάς ημών ικεσίας, και κατάπεμψον το πλήθος του ελέους σου και των οικτιρμών σου επί την κληρονομίαν σου. Τείχισον ημάς αγίοις Αγγέλοις σου όπλισον ημάς όπλοις δικαιοσύνοις σου, περιχαράκωσον ημάς τη αληθεία σου, φρούρησον ημάς τη δυνάμει σου, ρύσαι ημάς εκ πάσης περιστάσεως, και πάσης επιβουλής του αντικειμένου. Παράσχου δε ημίν και την παρούσαν εσπέραν, συν τη επερχομένη νυκτί, τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν, αναμάρτητον, ασκανδάλιστον, αφάνταστον, και πάσας τας ημέρας της ζωής ημών πρεσβείαις της αγίας Θεοτόκου, και πάντων των Αγίων των απ’ αιώνός σοι ευαρεστησάντων.
Ο Ιερεύς επεύχεται
Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο την σην ειρήνην δεδωκώς τοις ανθρώποις, και την του παναγίου Πνεύματος δωρεάν, έτι τω βίω και ημίν συμπαρών, εις κληρονομίαν αναφαίρετον τοις πιστοίς αεί παρέχων, εμφανέστερον δε ταύτην την χάριν τοις σοίς μαθηταίς και Αποστόλοις σήμερον καταπέμψας, και τα τούτων χείλη πυρίναις στομώσας γλώσσαις, δι’ ων παν γένος ανθρώπων την θεογνωσίαν, ιδία διαλέκτω, εις ακοήν ωτίου δεξάμενοι, φωτί του Πνεύματος εφωτίσθημεν, και της πλάνης ως εκ σκότους απηλλάγημεν, και τη των αισθητών και πυρίνων γλωσσών διανομή, και υπερφυεί ενεργεία, την εις σε πίστιν εμαθητεύθημεν, και σε θεολογείν, συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι, εν μια θεότητι, και δυνάμει, και εξουσία κατηυγάσθημεν.
Συ ούν το απαύγασμα του Πατρός, ο της ουσίας και της φύσεως αυτού απαράλλακτος, και αμετακίνητος χαρακτήρ, η πηγή της σωτηρίας και της χάριτος, διάνοιξον καμού του αμαρτωλού τα χείλη, και δίδαξόν με πως δεί, και υπέρ ων χρη προσεύχεσθαι. Συ γαρ ει, ο γινώσκων το πολύ των αμαρτιών μου πλήθος, αλλ’ η ση ευσπλαγχνία νικήσει τούτων το άμετρον, ιδού γαρ φόβω παρίσταμαί σοι, εις το πέλαγος του ελέους σου την απόγνωσιν απορρίψας της ψυχής μου. Κυβέρνησόν μου την ζωήν, ο πάσαν ρήματι την κτίσιν αρρήτω σοφίας δυνάμει κυβερνών, ο εύδιος των χειμαζομένων λιμήν, και γνώρισόν μοι οδόν, εν η πορεύσομαι.
Πνεύμα σοφίας σου, τοις εμοίς παράσχου διαλογισμοίς, Πνεύμα συνέσεως τη αφροσύνη μου δωρούμενος. Πνεύμα φόβου σου τοις εμοίς επισκίασον έργοις και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου, και Πνεύματι ηγεμονικώ το της διανοίας μου στήριξον ολισθηρόν, ίνα καθ’ εκάστην ημέραν, τω Πνεύματί σου τω αγαθώ, προς το συμφέρον οδηγούμενος, καταξιωθώ ποιείν τας εντολάς σου, και της σης αεί μνημονεύειν ενδόξου, και ερευνητικής των πεπραγμένων ημίν παρουσίας, και μη παρίδης με τοις φθειρομένοις του κόσμου εναπατάσθαι τερπνοίς, αλλά των μελλόντων ορέγεσθαι της απολαύσεως ενίσχυσον θησαυρών.
Συ γαρ είπας, Δέσποτα, ότι περ, όσα αν τις αιτήσηται εν τω ονόματί σου, ακωλύτως παρά του σού λαμβάνει συναιδίου Θεού και Πατρός, διό καγώ ο αμαρτωλός, εν τη επιφοιτήσει του αγίου σου Πνεύματος, την σην ικετεύω αγαθότητα. Όσα ηυξάμην, απόδος μοι εις σωτηρίαν.
Ναί, Κύριε, ο πάσης ευεργεσίας πλουσιοπάροχος δοτήρ αγαθός, ότι συ ει ο διδούς υπερεκπερισσού, ων αιτούμεθα. Συ ει ο συμπαθής, ο ελεήμων, ο αναμαρτήτως γεγονώς της σαρκός ημών κοινωνός, και τοις κάμπτουσι προς σε γόνυ, επικαμπτόμενος φιλευσπλάγχνως, ιλασμός τε γενόμενος των αμαρτιών ημών.
Δος δη, Κύριε, τω λαώ σου τους οικτιρμούς σου, επάκουσον ημών εξ ουρανού αγίου σου, αγίασον αυτούς τη δυνάμει της σωτηρίου δεξιάς σου, σκέπασον αυτούς εν τη σκέπη των πτερύγων σου, μη παρίδης τα έργα των χειρών σου.
Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και σοι μόνω λατρεύομεν, ουκ οίδαμεν προσκυνείν Θεώ αλλοτρίω, ουδέ διαπετάζειν προς έτερον Θεόν τας εαυτών, Δέσποτα, χείρας. Άφες ημίν τα παραπτώματα, και προσδεχόμενος ημών τας γονυπετείς δεήσεις, έκτεινον πάσιν ημίν χείρα βοηθείας, πρόσδεξαι την ευχήν πάντων, ως θυμίαμα δεκτόν, αναλαμβανόμενον ενώπιον της σης υπεραγάθου βασιλείας.
Η πρώτη ευχή απευθύνεται στο πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Θεό-Πατέρα, πού ευδόκησε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους να στείλει στον κόσμο τον Υιό Του και μετά την Ανάληψη Του το Άγιο Πνεύμα. Η ευχή αποτελεί μία παράκληση στο Θεό να δεχθεί την συγγνώμη για τα αμαρτήματα μας και να μας καθαρίσει με την ενέργεια του Αγίου Του Πνεύματος.
Συγκεκριμένα δια της ευχής ο λειτουργός απευθύνεται στο Θεό Πατέρα και µετά την απαρίθµηση των ιδιοτήτων του Θεού-Πατρός προσεύχεται στον Θεό–Πατέρα να δεχτεί τις προσευχές που προσφέρονται για τη συγχώρηση των αµαρτιών όλων όσοι είναι παρόντες. Επίσης, ζητεί από το Θεό να εισακούει τις προσευχές των ανθρώπων πάντοτε, κάθε µέρα εξαιρέτως δε, την ημέρα της Πεντηκοστής. Οι πιστοί που λαµβάνουν µέρος σ’ αυτή την ακολουθία αυτή αναγνωρίζουν τις αµαρτίες τους και οµολογούν ότι έφταιξαν, αλλά έχουν την ελπίδα τους στο έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού και ζητούν την άφεση των αµαρτιών δια του έργου του Αγίου Πνεύµατος.
Η δεύτερη ευχή έχει έναν εσπερινό χαρακτήρα. Ο λειτουργός ευλογεί το Θεό για την ηµέρα που πέρασε, ζητώντας συγχώρηση των αµαρτιών που έγιναν κατά τη διάρκεια της ηµέρας. Επειδή η νύχτα πλησιάζει ο λειτουργός προσεύχεται για την προστασία όλων των πιστών κατά τη διάρκεια της νύχτας. Επομένως η δεύτερη ευχή αποτελεί μια ευχαριστία προς τον παντοκράτορα Θεό, για όλα όσα μας χαρίζει και ταυτοχρόνως μια δέηση προς αυτόν για την συνέχιση της παροχής των αγαθών Του και για την ενδυνάμωση μας για την υπερνίκηση των πάσης φύσεως δεινών και πειρασμών.
Β΄ Γονυκλισία
Διά του έργου του Αγίου Πνεύµατος, ο άνθρωπος έφτασε στη κοινωνία µε τον Τριαδικό Θεό οµολόγησε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύµα ως µία θεότητα, µία δύναµη και µία εξουσία. Η τρίτη λοιπόν ευχή απευθύνεται στον Ιησού Χριστό και αφού τον αποκαλεί απάγαυσμα του Πατρός (πού εκπέμπει, δηλαδή, την λάμψη του Πατέρα, που αντανακλά την ακτινοβολία Του), Τον καλεί να διδάξει πώς πρέπει να προσεύχεται ο άθρωπος. Οι Πατέρες θεωρούν την άρνηση της πίστεως και την αλλαγή θρησκείας ως βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, κατά την οποία ο αρνητής και ο αλλαξοπιστήσας δεν επιτρέπει στο Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει την μετάνοια και τη συγχώρηση και ως αμετανόητος παραμένει ασυγχώρητος. Όποιος, όμως, μένει στην αληθινή πίστη, όσο και αν είναι αμαρτωλός, έχει ελπίδα μετανοίας και συγχωρήσεως.
Από τον Χριστό ο άνθρωπος έχοντας επίγνωση των αδυναµιών του ζητεί την άφεση των αµαρτιών και το χάρισµα της σοφίας ώστε να µπορεί να διακρίνει µεταξύ των επίγειων και των αιώνιων αγαθών και, επιπλέον ο λειτουργός εύχεται ώστε ο Θεός να εκπληρώσει τα προς σωτηρία αιτήµατα των πιστών και να δεχτεί την προσευχή τους που προσφέρεται προς το Θεό ως θυµίαµα.
Η τέταρτη ευχή αποτελεί μια έκκληση στον ελεήμονα Χριστό να φανεί φιλεύσπλαχνος προς το δημιούργημα Του, τον άνθρωπο, και να τον προστατεύει από κάθε κακό, τόσο την ήμερα όσο και την νύχτα. Έχοντας και αυτή εσπερινό χαρακτήρα, το κείµενό της µοιάζει πολύ µε την δεύτερη ευχή, συμπληρώνοντας αυτή τη φορά ο λειτουργός και το αίτημα προς τον Θεό για την ηµέρα που έρχεται, ώστε ο άνθρωπος να είναι στηριγμένος στη πίστη και να προκόβει στο θέλημα του Θεού.