ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΑΙ Η ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥΣ
(Σύντομη αναφορά στη ζωή και το έργο τους).
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Θεολόγου -Συγγραφέως
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 29 η Ιουνίου 2020
Η ιεραποστολική δράση των αποστόλων σύμφωνα με τις ματρυρίες των
πραξεων,
Οι άγιοι απόστολοι μετά τον Κύριο υπήρξαν οι θεμελιωτές της Ιεραποστολής,
τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία έδωσαν την πρώτη μεγάλη ώθηση στην εξάπλωση
της χριστιανικής πίστης. Αν η Πεντηκοστή θεωρείται η γενέθλια ημέρα της
Εκκλησίας, διότι αποτελεί την αφετηρία στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας,
τότε δεν θα ήταν άστοχο αν λέγαμε, ότι η Πεντηκοστή είναι εξ ίσου γενέθλια
ημέρα και για την Ιεραποστολή, αφού από τότε ουσιαστικά ξεκίνησε το
ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας. Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στους
αποστόλους ήταν απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για να φέρουν εις πέρας την
αποστολή τους, διότι αυτή ήταν πέρα και πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Το
Πνεύμα το άγιο επέφερε μία ριζική αλλαγή και μεταμόρφωση μέσα στις ψυχές
τους, όπως τούτο φαίνεται μέσα από τα βιβλικά κείμενα. Έγινε σ’ αυτούς πηγή
δυνάμεως, θάρρους, ανδρείου φρονήματος και αυταπάρνησης μοναδικής, που
έφθανε μέχρι θανάτου. Οι πρώην δειλιώντες μαθητές «δια τον φόβον των
Ιουδαίων» κηρύττουν τώρα με δύναμη και ανδρεία τον Χριστό. Από την ημέρα
αυτή οι απόστολοι είναι πλέον όργανα του αγίου Πνεύματος. Δεν μιλούν αυτοί
αλλά το Πνεύμα δι’ αυτών. Γι’ αυτό και ο λόγος τους είναι γεμάτος από θεία
σοφία και Χάρη, ενεργός και δραστικός, ικανός να επιφέρει θαυμαστά απο-
τελέσματα, να ελκύει τις ψυχές στην πίστη στο Χριστό και να οδηγεί στη
σωτηρία. Έτσι το πρώτο κήρυγμα του Πέτρου κατά την Πεντηκοστή έγινε
αφορμή να πιστέψουν στο Χριστό τρεις χιλιάδες ψυχές, οι οποίες θα απο-
τελέσουν τον πρώτο πυρήνα της Εκκλησίας. Το κήρυγμα των αποστόλων
συνόδευε παράλληλα πλήθος θαυματουργικών θεραπειών, που προσέδιδαν
αυθεντικότητα, κύρος και πειστικότητα στο λόγο τους. Ο Λουκάς σημειώνει
χαρακτηριστικά ότι «δια των χειρών των αποστόλων εγένοντο σημεία και τέρατα
εν τω λαώ πολλά, μάλλον δε προσετίθεντο πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών
τε και γυναικών, ώστε κατά τας πλατείας εκφέρειν τους ασθενείς και τιθέναι επί
κλινών και κραβάτων, ίνα ερχομένου Πέτρου καν η σκια επισκιάσει τινί αυτών»
(Πραξ. 5,12,14,15). Στις πρώτες σελίδες των Πράξεων ο Λουκάς μας παραθέτει
κυρίως το ιεραποστολικό και ποιμαντικό έργο των δύο κορυφαίων αποστόλων
Πέτρου και Ιωάννου στην πόλη των Ιεροσολύμων, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι οι
άλλοι απόστολοι παρέμειναν αδρανείς. Παράλληλα μας παρουσιάζει την
2
ιεραποστολική δραστηριότητα και άλλων προσώπων, όπως του πρωτομάρτυρα
Στεφάνου και του Φιλίππου, που ανήκαν στον κύκλο των επτά διακόνων. Ο
τελευταίος μάλιστα επεκτείνεται και έξω της Ιερουσαλήμ στη Σαμάρεια, όπου με
το κήρυγμα και τα θαύματά του οδηγεί στο βάπτισμα πλήθος ψυχών, μεταξύ των
οποίων και τον ευνούχο της Κανδάκης. Προϊόντος του χρόνου και με ταχύτατο
ρυθμό η χριστιανική πίστη εξαπλώνεται και πέραν της Παλαιστίνης με πρώτο
σταθμό την Αντιόχεια της Συρίας, σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της
εποχής εκείνης, ενώ παράλληλα εμφανίζονται δύο μεγάλες προσωπικότητες στο
προσκήνιο των εκκλησιαστικών γεγονότων, ο Παύλος και ο Βαρνάβας. Χάρις στο
διδακτικό και ποιμαντικό έργο των δύο αυτών αποστόλων στην πόλη αυτή, η
Εκκλησία της Αντιοχείας, αυξάνεται, εδραιώνεται και εξελίσσεται στο δεύτερο
μεγάλο ιεραποστολικό κέντρο μετά τα Ιεροσόλυμα, για να αποτελέσει αργότερα
το ορμητήριο και την αφετηρία του Παύλου στις αποστολικές του περιοδείες.
Ωστόσο το έργο των αποστόλων δεν προχώρησε χωρίς αντιδράσεις και
προσκόμματα. Αντίθετα μάλιστα από τις πρώτες ημέρες της δημόσιας δράσης
τους συνάντησαν τη σθεναρή και πεισματώδη αντίδραση της θρησκευτικής
ηγεσίας του Ιουδαϊσμού, η οποία προσπάθησε με κάθε τρόπο να ανακόψει το
έργο τους και να σβήσει τη νεοσύστατη Εκκλησία στη γένεσή της. Έτσι, όπως
σημειώνει ο Λουκάς, οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης δύο φορές
συλλαμβάνονται και οδηγούνται ενώπιον του ιουδαϊκού Συνεδρίου προκειμένου
να απολογηθούν. Και τη μεν πρώτη φορά δέχονται απειλές και τελικά
απολύονται, τη δε δεύτερη φυλακίζονται από τους αρχιερείς, με θαυμαστό τρόπο
όμως απελευθερώνονται, εν τέλει δε ξυλοκοπούνται με απειλές και απολύονται.
Μετά το λιθοβολισμό του Στεφάνου ξεσπά ο πρώτος μεγάλος διωγμός κατά της
Εκκλησίας και πολλοί χριστιανοί αναγκάζονται να φύγουν από τα Ιεροσόλυμα
στις γύρω πόλεις. Όπως σημειώνει ο Λουκάς «διεσπάρησαν κατά τας χώρας της
Ιουδαίας και Σαμάρειας πλην των αποστόλων». Παράλληλα ο Σαύλος πριν από τη
μέταστροφή του, γεμάτος φανατισμό κατά των χριστιανών «εμπνέων απειλής και
φόνου», με φονικές δηλαδή διαθέσεις κατά των χριστιανών, προσπαθεί να
δημιουργήσει φθορά στην Εκκλησία, συλλαμβάνει πολλούς χριστιανούς και τους
οδηγεί στη φυλακή. Δεν περιορίζεται μόνο μέσα στην Ιερουσαλήμ, αλλά
επεκτείνεται και εκτός αυτής μέχρι τη Δαμασκό. Και ενώ βαδίζει προς αυτή με
σκοπό να συλλάβει και άλλους Χριστιανούς αποκαλύπτεται σ’ αυτόν ο Χριστός
μέσα σε θείο φως. Έτσι μεταστρέφεται με θαυμαστό τρόπο ο πρώην διώκτης και
γίνεται τώρα ο θερμός απόστολος του Χριστού. Στο διωγμό, που εξαπέλυσαν οι
αρχιερείς και το συνέδριο των Ιουδαίων, έρχεται στη συνέχεια να συνεργήσει και
ο βασιλεύς Ηρώδης Αγρίππας, ο οποίος συλλαμβάνει και θανατώνει τον Ιάκωβο,
αδελφό του Ιωάννου, τον δε Πέτρο συλλαμβάνει και φυλακίζει με σκοπό να
φονεύσει αργότερα. Ο Θεός όμως απελευθερώνει αυτόν και πάλι, δια χειρός
αγγέλου. Έτσι ο απόστολος Ιάκωβος μαζί με τον πρωτομάρτυρα Στέφανο θα
αποτελέσουν τους πρώτους μάρτυρες της Εκκλησίας. Συμπερασματικά μπορούμε
να πούμε, ότι κατά ένα παράδοξο και θαυμαστό τρόπο, όσο μαίνεται και
σκληρύνεται κλιμακωτά ο διωγμός των Ιουδαίων, τόσο περισσότερο αυξάνεται
3
και εξαπλώνεται η Εκκλησία σε πείσμα των διωκτών της, έτσι ώστε ο Λουκάς να
λέγει ότι «ο λόγος του Θεού ηύξανε και επληθύνετο» (Πραξ.12,24).
Σύντομη αναφορά στην ιεραποστολική δράση του Αποστόλου Παύλου, των
δώδεκα, και ορισμένων ακόμη αποστόλων.
α. Ο απόστολος Παύλος
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου των Πράξεων αφιερώνεται ως γνωστόν στην
μεγάλη προσωπικότητα του αποστόλου των Εθνών Παύλου. Ο ευαγγελιστής
Λουκάς μας περιγράφει την μεταστροφή του και τη δράση του στην Δαμασκό και
στην Ιερουσαλήμ, (κεφ. 9), την συμβολή του στην διαμόρφωση των αποφάσεων
της Αποστολικής Συνόδου, (κεφ.15), και τέλος τις περιοδείες και την
ιεραποστολική δράση του, (κεφ.13-28), εισάγωντάς μας παράλληλα στην
θεολογία και στις επιστολές του.
1.Πρώτη ιεραποστολική περιοδεία και αποστολική Σύνοδος των
Ιεροσολύμων.
Ο Λουκάς μας διηγείται στα κεφάλαια 13 και 14 των Πράξεων την πρώτη
ιεραποστολική περιοδεία του Παύλου με τον Βαρνάβα στην Κύπρο, Αντιόχεια
της Πισιδίας, Ικόνιο, Λύστρα και Δέρβη, όπου ιδρύονται και οργανώνονται οι
πρώτες Εκκλησίες στη Μικρά Ασία, εν μέσω πολλών διωγμών, ξυλοδαρμών και
λιθοβολισμών από τους απειθούντες Ιουδαίους. Ωστόσο οι καρποί ήταν πλούσιοι,
διότι μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας συμπεριλαμβάνονται τώρα όχι μόνο εξ’
Ιουδαίων, αλλά και εξ Εθνών χριστιανοί, αφού, όπως σημειώνει ο Λουκάς, ο
Θεός «ήνοιξε τοις Έθνεσι θύραν πίστεως» (Πραξ.14,27).
Στη συνέχεια επακολουθεί η αποστολική Σύνοδος των Ιεροσολύμων, η οποία
συγκαλείται προκειμένου να εξετάσει το ζήτημα, το οποίο εν τω μεταξύ
δημιουργήθηκε, πως δηλαδή θα έπρεπε να γίνουν δεκτοί στους κόλπους της
Εκκλησίας οι Εθνικοί και οι Φοβούμενοι η Σεβόμενοι τον Θεό, δηλαδή Εθνικοί,
που πίστευαν στο Θεό των Εβραίων χωρίς να περιτμηθούν και κυρίως αν θα
έπρεπε αυτοί προηγουμένως να περιτέμνονται. Στη σύνοδο συμμετείχαν οι
απόστολοι και οι πρεσβύτεροι μαζί με το Βαρνάβα και τον Παύλο. Μετά από
πολλή συζήτηση αποφασίστηκε για τους εξ Εθνών χριστιανούς να μην επιβληθεί
σ’ αυτούς το βαρύ φορτίο των τυπικών διατάξεων του νόμου εκτός από τα
αναγκαία, την αποχή δηλαδή από τα ειδωλόθυτα, το αίμα, το πνικτό και την
πορνεία. Η Σύνοδος αυτή είχε μεγάλη σημασία στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας,
διότι δια μέσου αυτής: α) εκφράστηκε για πρώτη φορά στο σύνολό της η
Εκκλησία και τούτο αποτέλεσε το ύψιστο κριτήριο για την καθιέρωση του
συνοδικού θεσμού στη διοίκησή της, β) συνειδητοποιήθηκε η οικουμενικότητα
του χριστιανικού κηρύγματος σε συνδυασμό με την εντολή του Κυρίου
«πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη», γ) αποδεσμεύτηκε η Εκκλησία από
4
ορισμένες τυπικές διατάξεις του μωσαϊκού νόμου, όπως η περιτομή και δ)
διατρανώθηκε η ενότητα της Εκκλησίας, η οποία, όταν προκύπτει ένα θέμα,
συνέρχεται, διαλέγεται και με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος αποφαίνεται
αλάθητα. Εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι ο απόστολος Πέτρος δεν διεκδίκησε
στη Σύνοδο αυτή κάποιο πρωτείο, διότι δεν ήταν αυτός ο πρόεδρος της Συνόδου,
ούτε επίσης κάποιο αλάθητο αφού και αυτός εξέφρασε απλώς την γνώμη του σαν
ένας από τους συνέδρους. Τούτο φαίνεται άλλωστε και από την απόφαση της
Συνόδου, η οποία εμφανίζεται ως απόφαση όλης της Εκκλησίας και όχι ενός
προσώπου: «έδωκε τοις αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη
Εκκλησία» λέγει χαρακτηριστικά ο Λουκάς, (Πραξ. 15,22). Τούτο και μόνο,
πέραν τών άλλων τεκμηρίων, αποδεικνύει πόσο αστήρικτες είναι οι αιρετικές
διδασκαλίες των παπικών περί πρωτείου και αλάθητου των Παπών ως διαδόχων
του αποστόλου Πέτρου.
2. Δευτέρα ιεραποστολική περιοδεία.
Από την Αντιόχεια ξεκίνησε και πάλι ο Παύλος για την δεύτερη περιοδεία του,
έχοντας μαζί του συνοδό του τον Σίλα. Κατ’ αρχήν επισκέπτεται πάλι τις
Εκκλησίες, που ίδρυσε στην πρώτη του περιοδεία με σκοπό να στηρίξει τους
πιστούς και να τους καταρτίσει στην κατά Χριστόν ζωή. Από τα Λύστρα
παραλαμβάνει ως συνοδό του τον Τιμόθεο, ο οποίος θα εξελιχθεί αργότερα σε
έναν από τους σπουδαιότερους συνεργάτες του. Κατόπιν διέρχεται τη Φρυγία και
τη Γαλατία, όπου κηρύττει και ιδρύει την Εκκλησία των Γαλατών, την Μύσια,
την Βιθυνία και καταλήγει στην Τρωάδα. Στην συνέχεια, μετά από όραμα,
αποφασίζει να ταξιδέψει με τους συνοδούς του στη Μακεδονία με πρώτο σταθμό
τους Φιλίππους, όπου ιδρύει την πρώτη Εκκλησία επί εύρωπαϊκού εδάφους.
Υπομένει όμως πολλές ταλαιπωρίες και κινδύνους, διότι ραβδίζεται και
φυλακίζεται ως ταραχοποιός και τελικά απελευθερώνεται με θαυμαστή επέμβαση
του Θεού. Κατόπιν επισκέπτεται την Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, όπου κηρύττει
και ιδρύει τις Εκκλησίες των δύο αυτών πόλεων, εν μέσω σκληρών διωγμών και
κινδύνων από τους απειθούντες Ιουδαίους. Ωστόσο το έργο του είχε επιτυχία και
έφερε πολλούς καρπούς. Κατόπιν μεταβαίνει στην Αθήνα με τους Βεροιώτες
συνοδούς του, χωρίς τον Σίλα και τον Τιμόθεο, που έμειναν προσωρινά στην
Βέροια. Εκεί κηρύττει στον Άρειο Πάγο χωρίς μεγάλη επιτυχία, χλευάζεται και
αποπέμπεται από τους Αθηναίους, οι οποίοι εθεώρησαν τα λόγια του
σπερμολογίες, παραμύθια. Από την Αθήνα έρχεται στην Κόρινθο, όπου
παραμένει επί ενάμιση χρόνο κοντά στους σκηνοποιούς Ακίλα και Πρίσκιλλα.
Εδώ το κήρυγμά του υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρο, παρά τις αντιδράσεις των
Ιουδαίων, αφού, όπως σημειώνει ο Λουκάς «πολλοί των Κορινθίων ακούοντες
επίστευον και εβαπτίζοντο», (Πραξ.18,8). Έτσι η Εκκλησία της Κορίνθου θα
αποτελέσει μία από τις σημαντικότερες Εκκλησίες, που ίδρυσε ο Παύλος, προς
την οποία θα αποστείλει αργότερα δύο από τις επιστολές του. Κατά την διάρκεια
της εκεί παραμονής του έγραψε και τις δύο επιστολές του προς Θεσσαλονικείς.
5
Από την Κόρινθο φεύγει στη συνέχεια για την Έφεσο, όπου παραμένει σύντομο
χρονικό διάστημα και κατόπιν ταξιδεύει για την Καισάρεια, τα Ιεροσόλυμα και
τελικά καταλήγει στη βάση των εξορμήσεών του, την Αντιόχεια.
3. Τρίτη ιεραποστολική περιοδεία
Από την Αντιόχεια ξεκινάει και πάλι ο Παύλος για την τρίτη περιοδεία του
γύρω στο 52 μ.Χ. αφού παρέμεινε μικρό χρονικό διάστημα στην πόλη αυτή.
Διέρχεται τη Γαλατία και τη Φρυγία και επισκέπτεται και πάλι τις Εκκλησίες, που
ίδρυσε στις επαρχίες αυτές στις δύο προηγούμενες περιοδείες του με σκοπό να
ενισχύσει και στηρίξει τις ψυχές των πιστών. Τελικά φθάνει στην Έφεσο, όπου
επί τριετία περίπου αναπτύσσει θαυμαστή ιεραποστολική δράση. Στην αρχή
κηρύττει και διαλέγεται στη Συναγωγή των Εβραίων, επειδή όμως αυτοί
εσκληρύνοντο και βλασφημούσαν τη χριστιανική πίστη, ο Παύλος απομα-
κρύνεται από αυτούς και συνεχίζει τη διδασκαλία του στη σχολή κάποιου
Τυράννου. Η δράση του είχε τέτοια επιτυχία ώστε, όπως σημειώνει ο Λουκάς,
«πάντας τους κατοικούντας την Ασίαν ακούσαι τον λόγον του Κυρίου Ιησού
Ιουδαίους τε και Έλληνας» (Πραξ.19,10). Έτσι μπορούμε να πούμε, ότι η Έφεσος
εξελίχθηκε προοδευτικά σε ένα δεύτερο μεγάλο ιεραποστολικό κέντρο του
Παύλου μετά την Αντιόχεια. Στο διάστημα της παραμονής του στην Έφεσο
συνέβησαν και άλλα γεγονότα, που δεν αναφέρονται στις Πράξεις, αλλά τα οποία
συμπεραίνουμε από τις παύλειες επιστολές. Από την προς Γαλάτας, την οποία
έγραψε από την Έφεσο, πληροφορούμαστε για τις σχέσεις του με τις Εκκλησίες
της Γαλατίας, για την δράση των ψευδαποστόλων και των ιουδαϊζόντων
Χριστιανών, οι οποίοι προσπαθούσαν να κλονίσουν το αποστολικό του κύρος και
να υπονομεύσουν το έργο του. Από την προς Κολασσαείς πληροφορούμαστε για
την Εκκλησία των Κολοσσών και των Λαοδικέων, τίς οποίες ίδρυσε μέσω
συνεργατών του, πιθανότατα του Επαφρά, στο διάστημα της παραμονής του στην
Έφεσο. Στην ίδια επιστολή γίνεται λόγος και για άλλη επιστολή του Παύλου προς
Λαοδικείς, (Κολ. 4,16), η οποία όμως δε σώζεται. Επίσης στην Α΄ Κορ.15,32
γίνεται λόγος για θηριομαχία του Παύλου με θηρία, ενώ στην Β΄ Κορ.1,8,10 για
μεγάλο βάρος δοκιμασιών, όπου αντιμετώπισε βέβαιο θάνατο και ίσως τον έσωσε
η αυτοθυσία του Ακίλα και της Πρίσκιλλας, για την οποία ομιλεί στην προς
Ρωμαίους, (16,3,4). Πιθανόν αυτά να σημαίνουν, ότι κατά την παραμονή του
στην Έφεσο πέρασε ένα διάστημα στη φυλακή. Αν αυτό είναι γεγονός, τότε πολύ
πιθανόν οι επιστολές της αιχμαλωσίας: Φιλιππισίους, Κολασσαείς, Φιλήμονα, να
γράφτηκαν από την Έφεσο και όχι από τη Ρώμη. Από την Έφεσο έγραψε ο
Παύλος επιστολή προς Κορινθίους, η οποία προηγήθηκε από τη γνωστή Α΄ πρός
Κορινθίους, στην οποία ο Παύλος κάνει λόγο για τη χαλαρότητα των ηθών των
Κορινθίων και την οποία μνημονεύει στην Α΄ Κορ.5,9, η οποία όμως δεν σώζεται.
Από την Έφεσο επίσης έγραψε τη γνωστή σε μας Α΄ πρός Κορινθίους επιστολή.
Αν λάβουμε υπόψη μας την πληροφορία που μας δίδει στη Β΄ πρός Κορινθίους
«ιδού τρίτον ετοίμως έχω ελθείν προς υμάς» (12,14), για μία τρίτη επίσκεψή του
6
στην Κόρινθο, τότε πρέπει να συμπεράνουμε, ότι προηγήθηκε ενδιάμεσο ταξίδι
του Παύλου από την Έφεσο στην Κόρινθο, όπου όμως υπέστη ατιμωτική προ-
σβολή από κάποιο χριστιανό της Κορίνθου και επέστρεψε αμέσως στην Έφεσο.
Από την Έφεσο ο Παύλος επισκέπτεται την Τρωάδα και τις Εκκλησίες της
Μακεδονίας, τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη, (όπου έγραψε και τη Β΄ πρός
Κορινθίους επιστολή) και την Βέροια. Κατόπιν έφθασε στην Κόρινθο, όπου
παρέμεινε τρεις μήνες. Από εκεί, γύρω στα τέλη του 56 μ.Χ., έγραψε την προς
Ρωμαίους επιστολή. Από την επιστολή αυτή, (15,19), πληροφορούμαστε για τη
δράση του Παύλου στο Ιλλυρικό, η οποία πρέπει να προηγήθηκε της συγγραφής
της προς Ρωμαίους επιστολής και επομένως πρέπει να έγινε προτού ο Παύλος
φθάσει στην Κόρινθο το 56 μ.Χ. πιθανόν μετά την επίσκεψή του στη
Θεσσαλονίκη και στη Βέροια. Από την Κόρινθο εν τω μεταξύ, επειδή
μεσολάβησε επιβουλή των Ιουδαίων με σκοπό να τον φονεύσουν, θεώρησε
σκόπιμο να επιστρέψει δια ξηράς πάλι από την Μακεδονία. Οι επόμενοι σταθμοί
του Παύλου ήταν η Τρωάδα, η Μίλητος, (όπου εξεφώνησε τον μνημειώδη εκείνο
λόγο προς τους πρεσβύτερους της Εκκλησίας), τα Πάταρα της Λυκίας, η Τύρος, η
Πτολεμαΐδα, η Καισάρεια και τέλος τα Ιεροσόλυμα, όπου και περατώνεται η
τρίτη περιοδεία του Παύλου.
4. Τα επακολουθήσαντα γεγονότα της ζωής του Παύλου
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του Παύλου στα Ιεροσόλυμα και καθ’ ον
χρόνον βρίσκεται στο ιερό του Ναού, για να υποβληθεί στους διατεταγμένους
αγνισμούς κατ’ απαίτηση των πρεσβύτερων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων,
προκαλείται αναταραχή των Ιουδαίων, οι οποίοι, μόλις αντιλαμβάνονται την
παρουσία του, επιζητούν να τον συλλάβουν και να τον φονεύσουν. Σώζεται όμως
από βέβαιο θάνατο με την επέμβαση του Ρωμαίου χιλίαρχου. Επακολουθεί
απολογία του ενώπιον μελών του ιουδαϊκού συνεδρίου, συνωμοσία των Ιουδαίων
και δολοφονική απόπειρα εναντίον του, χωρίς όμως επιτυχία. Κατόπιν
αποστέλλεται στο Ρωμαίο διοικητή της Καισαρείας Φίληκα. Εκεί παραμένει
φυλακισμένος επί δύο χρόνια, ενώ υφίσταται νέες ανακρίσεις και δίκες ενώπιον
των Ρωμαίων ηγεμόνων Φίληκος, Φήστου και Αγρίππα και των μελών του
ιουδαϊκού συνεδρίου. Μετά από έφεση του Παύλου να δικαστεί ως Ρωμαίος
πολίτης προ του Καίσαρος, αποφασίζεται να μεταφερθεί δέσμιος δια θαλάσσης
μέχρι τη Ρώμη. Ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι, που κατέληξε σε ναυάγιο,
έφθασε τελικά στη Ρώμη, όπου παρέμεινε επί δύο χρόνια φυλασσόμενος από
ρωμαϊκή φρουρά. Εκεί έγραψε την προς Εφεσίους επιστολή και σύμφωνα με την
παράδοση και τις άλλες επιστολές της αιχμαλωσίας, δηλαδή την προς
Φιλιππησίους, προς Κολασσαείς και την προς Φιλήμονα. Στην Ρώμη ο Παύλος
αφού δικάστηκε και αθωώθηκε, φαίνεται ότι επιχείρησε και τέταρτη περιοδεία, αν
λάβουμε υπόψη μας τα όσα ανακοίνωσε στην προς Ρωμαίους επιστολή του
(Ρωμ.15,24), όπου γίνεται λόγος για μελλοντική επίσκεψή του στην Ισπανία,
όπως επίσης και τη μαρτυρία του Κλήμεντος Ρώμης, ο οποίος λέγει, ότι ο Παύλος
7
ταξίδεψε μέχρις εσχάτων της Δύσεως, δηλαδή μέχρι την Ισπανία. Ο Παύλος, στο
δρόμο για την Ισπανία πέρασε από την Μασσαλία, όπου του δόθηκε η ευκαιρία
να επισκεφτεί τους εκεί ευρισκόμενους Χριστιανούς, που αποτέλεσαν τους
πρώτους πυρήνες τής χριστιανικής Εκκλησίας της Γαλλίας. Στην Ισπανία οι
τοπικές παραδόσεις μιλούν πολύ έντονα για την παρουσία του Παύλου στη χώρα
και την εγκατάσταση του μαθητή του Ρούφου, ως πρώτου επισκόπου. Την άνοιξη
του 65 μ.Χ. ο Παύλος επιστρέφει στην Ανατολή, επισκέπτεται την Κρήτη, όπου
αφήνει τον Τίτο να οργανώσει την τοπική Εκκλησία, κατόπιν δε ανεβαίνει στην
Κόρινθο, όπου αφήνει τον Έραστο. Στη συνέχεια έρχεται με τούς συνοδούς του
στη Νικόπολη της Ηπείρου όπου παραμένει το χειμώνα του 65 μ.Χ. Όταν το 66
μ.Χ. άρχισε η ιουδαϊκή επανάσταση στην Παλαιστίνη, ο Παύλος βρέθηκε στην
Έφεσο, όπου άφησε τον Τιμόθεο και μετά αναχώρησε για άγνωστη σε μας
κατεύθυνση. Πιθανότατα τον συνέλαβαν κοντά στην Έφεσο και τον οδήγησαν
στη Ρώμη αιχμάλωτο μαζί με άλλους Ιουδαίους. Από εκεί έστειλε στον Τιμόθεο
την Β΄ ἐπιστολή του, την τελευταία από όλες τις σωζόμενες επιστολές του. Αυτή
τη φορά η καταδίκη του σε θάνατο εκδόθηκε πολύ γρήγορα. Μαρτύρησε κατά το
διωγμό του Νέρωνα με αποκεφαλισμό το 67 μ.Χ. Έτσι περατώνεται η ουρα-
νόδρομη πορεία του αποστόλου των Εθνών, του κορυφαίου μεταξύ των απο-
στόλων, του αποστόλου, ο οποίος «περισσότερον πάντων εκοπίασε » για την
δόξα του Χριστού.
β. Ο απόστολος Πέτρος
Οι ευαγγελικές διηγήσεις μας δίνουν πολλά βιογραφικά στοιχεία σχετικά με την
καταγωγή του Πέτρου, το επάγγελμά του, την κλίση του από τον Κύριο στο
κύκλο των 12 μαθητών, την πρωτεύουσα θέση, που κατέλαβε μεταξύ αυτών, τον
ορμητικό και ενθουσιώδη χαρακτήρα του, τις πρωτοβουλίες, που έπαιρνε και τον
πρωταγωνιστικό ρόλο, τον οποίο έπαιξε σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια
της δημοσίας δράσης του Κυρίου. Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, εδώ
μόνο επιγραμματικά προσθέτουμε την εμπειρία του γεγονότος της
Μεταμορφώσεως επάνω στο όρος Θαβώρ, την παρουσία του στη δίκη του
Κυρίου, την τριπλή άρνησή του, την εμπειρία του γεγονότος της αναστάσεως, της
Αναλήψεώς του και της Πεντηκοστής. Για την ιεραποστολική δραστηριότητά του
από την Πεντηκοστή μέχρι την αποστολική σύνοδο το 49 μ.Χ. αναφερθήκαμε ήδη
συνοπτικά προηγουμένως. Οι ειδήσεις για την περαιτέρω δράση του είναι
ασαφείς και προέρχονται κυρίως από την παράδοση και από μεταγενεστέρους
εκκλησιαστικούς σύγγραφείς. Ο Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του (2,11-
13) μας πληροφορεί, ότι ο Πέτρος επισκέφτηκε την Αντιόχεια μετά την
Αποστολική Σύνοδο, όπου και τον ήλεγξε για τη μη ξεκάθαρη στάση του
απέναντι στους εξ’ Ιουδαίων χριστιανούς. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος
αναφέρει, ότι ο Πέτρος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ιουδαίους της διασποράς,
στον Πόντο, στη Γαλατία, στη Βιθυνία, στην Καππαδοκία και στην Ασία,
βασιζόμενος κυρίως στη μαρτυρία της πρώτης Καθολικής του Επιστολής. Στην
8
ίδια επιστολή του κάνει επίσης λόγο για «την εν Βαβυλώνι συνεκλεκτή» και
πιθανόν εδώ υπονοεί τη Ρώμη. Οι Παπικοί δέχονται ότι ο Πέτρος βρέθηκε στη
Ρώμη ύστερα από τη θαυμαστή αποφυλάκισή του, για την οποία ομιλεί ο Λουκάς
στις Πράξεις, (12,1-17), το 42 ή 44 μ.Χ. και ότι έμεινε στην πόλη αυτή ως πρώτος
επίσκοπος για 25 χρόνια, ένα μήνα και οκτώ ημέρες, μέχρι τον μαρτυρικό θάνατό
του το 64 μ.Χ. κατά τον διωγμό του Νέρωνα. Ωστόσο η παράδοση αυτή δεν
ευσταθεί, διότι στηρίζεται σε μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα χειρόγραφα, τις
λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις». Πέραν τούτου ο πρώτος επίσκοπος της
Ρώμης ήταν ο Λίνος, όπως μαρτυρείται από αρχαίο κατάλογο που συνέταξε ο
επίσκοπος Ρώμης Σωτήρ (166-174μ.Χ.). Η ίδια Εκκλησία προσπαθεί, αιώνες
τώρα, να στηρίξει επάνω στον Πέτρο το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης, το οποίο
κατανοεί ως πρωτείο κυριαρχικής εξουσίας πάνω σ’ όλη την Εκκλησία και όχι ως
πρωτείο τιμής. Προς το σκοπό αυτό επικαλείται δύο κυρίως βιβλικά χωρία: Το
χωρίο Ματθ. 16,18 στο οποίο ο Κύριος απευθυνόμενος προς τον Πέτρο λέγει:
«καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την
Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Η φράση του Κυρίου «και
επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησία» δεν αναφέρεται στο πρόσωπο
του Πέτρου, αλλά στην ομολογία του, που έγινε ύστερα από αποκάλυψη του
Θεού Πατέρα. Η θεμέλιος πέτρα, πάνω στην οποία οικοδομείται η Εκκλησία, δεν
είναι ο Πέτρος, αλλά ο Χριστός και στη συνέχεια οι απόστολοι, σύμφωνα με το
λόγο του Παύλου «θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον,
ος έστιν Ιησούς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3,11) και σύμφωνα με τον άλλο λόγο του:
«εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών όντος
ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Εφ.2,20.) Συνεπώς η πέτρα του χωρίου
αυτού δεν ταυτίζεται με τον Πέτρο αποκλειστικά, όπως επίσης η εξουσία του
δεσμείν και λύειν, για την οποία γίνεται λόγος στον επόμενο στίχο «και δώσω σοι
τα κλείς της βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης επί της γής έσται
δεδεμένον εν τους ουρανοίς», δεν ήταν δικαίωμα μόνο του Πέτρου. Την ίδια
εξουσία του δεσμείν και λύειν έδωσε ο Χριστός και στους άλλους αποστόλους,
σύμφωνα με το λόγον του μετά τήν ανάσταση «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας,
αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε, κεκράτηνται» (Ιωαν.20,23.2). Το δεύτερο
χωρίο είναι το κατά Ιωάννην 21,15,17, όπου ο Ιησούς ομιλεί με τον Πέτρο στην
Τιβεριάδα μετά την ανάσταση. Εκεί ο Ιησούς τρεις φορές ερωτά τον Πέτρο αν
τον αγαπά και τρεις φορές τον προτρέπει να ποιμάνει τα λογικά του πρόβατα. Η
τριπλή επανάληψη της φράσεως του Κυρίου «ποίμαινε τα πρόβατά μου» με τις
παραλλαγές της δεν σημαίνει, ότι ο Χριστός διορίζει τον Πέτρο παγκόσμιο
ποιμένα της Εκκλησίας, αλλά ότι τον αποκαθιστά στο αποστολικό αξίωμα ύστερα
από την τριπλή άρνηση του Χριστού, που έγινε λίγο πριν από το σταυρικό του
θάνατο. Εξ άλλου η αγάπη την οποία ζητάει από τον Πέτρο σαν προϋπόθεση για
να ποιμάνει τα πρόβατά του, δεν ήταν αποκλειστικό γνώρισμα μόνο του Πέτρου,
αλλά όλων των μαθητών, κάτ’ εξοχήν δε του Ιωάννου σύμφωνα με τη μαρτυρία,
που δίνει ο ίδιος για τον εαυτό του, ως μαθητού «ον ηγάπα ο Ιησούς».
9
Πέρα από αυτά πρέπει να τονιστεί, ότι ο Πέτρος δεν είναι ο ιδρυτής της
Εκκλησίας τής Ρώμης. Στη Ρώμη ο Χριστιανισμός δεν κηρύχτηκε από τους
αποστόλους, διότι πολύ προτού να μεταβούν οι απόστολοι Παύλος και Πέτρος
στη Ρώμη ο Χριστιανισμός είχε διαδοθεί από άγνωστους Χριστιανούς, που
άκουσαν, είτε το κήρυγμα του Πέτρου στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της
Πεντηκοστής, είτε τον Παύλο αργότερα στις διάφορες πόλεις, όπου αυτός
εκήρυξε. Η συνεχής μετάβαση πολλών ανθρώπων από τις ανατολικές επαρχίες
στη Ρώμη για προσωπικές υποθέσεις και για εμπορικούς λόγους, και αντίστροφα,
πολλών Ρωμαίων προς τις ανατολικές επαρχίες συντέλεσαν ώστε να δημιουργηθεί
πολύ νωρίς η πρώτη αρχέγονη εκκλησιαστική κοινότητα της Ρώμης. Έτσι
εξηγείται και το γεγονός, ότι ο Παύλος στο 16ο κεφάλαιο της επιστολής του προς
τους Ρωμαίους στέλνει πλήθος ασπασμών σε πιστούς μιας πόλης, στην οποία δεν
εκήρυξε ακόμη και οι οποίοι ήταν γνωστοί του και συνδέονταν μαζί του. Πέραν
αυτών, μέχρι την ώρα που ο Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους επιστολή το 56
μ.Χ. κανένας απόστολος δεν είχε περάσει ακόμη από τη Ρώμη. Και τούτο διότι,
εάν άλλος απόστολος είχε πάει στη Ρώμη και είχε κηρύξει το Ευαγγέλιο πριν από
αυτόν, δεν θα εξέφραζε την επιθυμία να έρθει στη Ρώμη για να ευαγγελιστεί σ’
αυτούς τον Χριστό, όπως τούτο φαίνεται από όσα λέγει στον πρόλογο, (1,15), της
προς Ρωμαίους επιστολής, αφού όπως αναφέρει στην ίδια επιστολή του σε άλλη
συνάφεια, (15,20), δεν συνήθιζε να κηρύττει εκεί, όπου είχε ακουστεί το όνομα
του Χριστού «ίνα μη επ’ αλλότριον θεμέλιον οικοδομεί», δηλαδή για να μην
οικοδομεί πάνω στον κόπο άλλων αποστόλων.
γ. Ο απόστολος Ιωάννης.
Ο Ιωάννης, υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και αδελφός του Ιακώβου,
ψαράς στο επάγγελμα, υπήρξε μαθητής του Προδρόμου προτού τον καλέσει ο
Χριστός. Η πρώτη του γνωριμία με το Χριστό έγινε στην έρημο του Ιορδάνου.
Όταν αργότερα ήρθε ο Χριστός στη Γαλιλαία και κάλεσε τα δύο αδέλφια, αυτοί
αμέσως εγκατέλειψαν τα πάντα και τον ακολούθησαν. Ανήκε στον κύκλο των
δώδεκα, από τους οποίους μάλιστα ξεχώριζε αυτός με τον αδελφό του και τον
Πέτρο. Αυτούς τους τρεις μόνον παρέλαβε ο Κύριος σε ορισμένα θαύματα, ή
αποκαλύψεις του, όπως στην Μεταμόρφωση, στην ανάσταση της θυγατρός του
Ιαείρου και στην αγωνιώδη προσευχή Του στον κήπο της Γεθσημανή.
Παρακολούθησε από κοντά την εξέλιξη της δίκης του Κυρίου ενώπιόν του Άννα
και του Καϊάφα. Ήταν παρών κατά την ώρα της σταυρώσεως στο Γολγοθά και σ’
αυτόν εμπιστεύθηκε ο Κύριος τη φροντίδα της μητέρας του. Έγινε αυτόπτης
μάρτυς της αναστάσεως και της αναλήψεώς Του. Την ημέρα της Πεντηκοστής
ήταν παρών στο υπερώο μαζί με τους άλλους μαθητές και δέχθηκε την
επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος. Μετά την Πεντηκοστή για ένα διάστημα
συνεργάσθηκε με τον Πέτρο στο κήρυγμα και στην Ιεραποστολή. Για τη συνερ-
γασία του αυτή στην Ιερουσαλήμ αναφερθήκαμε ήδη προηγουμένως. Ήταν
10
επίσης παρών στην Αποστολική Σύνοδο το 49 μ.Χ., αλλά μάλλον δεν βρισκόταν
στα Ιεροσόλυμα κατά την δεύτερη μετάβαση του Παύλου το 58 μ.Χ.
Οι ειδήσεις για την παραπέρα ζωή και δράση του αποστόλου είναι μάλλον
συγκεχυμένες και προέρχονται κυρίως από την Παράδοση. Μετά το θάνατο του
αδελφού του Ιακώβου πιθανόν για ένα διάστημα να έφυγε με το ευαγγελιστή
Μάρκο στην Αίγυπτο. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Πέτρου ανέλαβε την
πρωτοβουλία και τη μέριμνα όλης της Εκκλησίας. Επισκέφθηκε τη Μικρά Ασία,
όπου ανέπτυξε θαυμαστή ιεραποστολική δράση με κέντρο την Έφεσο μέχρι το
θάνατό του. Καταπολέμησε τις αιρέσεις και μάλιστα το Γνωστικισμό και το
Νικολαϊτισμό και στερέωσε τις Εκκλησίες στην Ορθόδοξη πίστη. Γίνεται ο «υιός
της βροντής», (Μαρκ.3,17) κατά την προφητική ρήση του Κυρίου, ο κεραυνός
που συντρίβει τους αιρετικούς. Στον διωγμό του Δομετιανού εξορίσθηκε στην
Πάτμο, όπου έγραψε την Αποκάλυψη. Μετά τον θάνατο του Δομετιανού, το 96
μ.Χ., επέστρεψε στην Έφεσο, όπου σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ειρηναίου,
έγραψε το Ευαγγέλιό του στα χρόνια του Τραϊανού, (98-117μ.Χ.). Την συγγραφή
των τριών Καθολικών Επιστολών θα πρέπει να τοποθετήσουμε μετά την
συγγραφή της Αποκαλύψεως και προ της συγγραφής του Ευαγγελίου του.
Ο Ιερώνυμος αναφέρει ότι όταν έφθασε σε μεγάλη ηλικία, δεν μπορούσε πια να
περιοδεύει και να κηρύττει στους Χριστιανούς. Γι’ αυτό οι μαθητές του τον
μετέφεραν σε φορείο στις συνάξεις των πιστών. Και επειδή δεν μπορούσε να
κάνει μεγάλα κηρύγματα, κήρυττε πάντοτε με τρεις λέξεις: «τεκνία αγαπάτε
αλλήλους». Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας μας πληροφορεί, ότι ο Ιωάννης κάποτε
πήρε τα βουνά, για να σώσει έναν πιστό, που εγκατέλειψε την χριστιανική ζωή
και συνδέθηκε με ληστρική συμμορία. Ο Ειρηναίος μνημονεύει ακόμη, ότι ο
Ιωάννης αποστρεφόταν με πάθος τους αιρετικούς. Όταν κάποτε βρέθηκε σε
δημόσιο λουτρό και έμαθε, ότι ήταν μέσα ο αιρεσιάρχης Κήρινθος, βιάστηκε να
φύγει λέγοντας: «Ας φύγουμε μην πέσει και το λουτρό, αφού είναι μέσα ο
Κήρινθος, ο εχθρός της αλήθειας».Η παράδοση μας διασώζει μία απειρία
θαυμάτων του αγίου, που μπορεί κανείς να βρει στα συναξάρια της Εκκλησίας,
(26 Σεπτεμβρίου και 8 Μαΐου). Ένα από αυτά αναφέρεται στο παράδοξο θαύμα,
που συμβαίνει κάθε χρόνο στις 8 Μαΐου στον τάφο του αγίου. Εκεί, την ημέρα
εκείνη, αναβρύζει μια σκόνη, που οι ντόπιοι την ονομάζουν «Μάνα». Από αυτό
το «Μάνα» παίρνουν οι πάσχοντες και με πολλή πίστη «μεταχειρίζονται εις
απολύτρωσιν κάθε πάθους, εις ιατρείαν ψυχών και εις υγείαν σωμάτων». Ο
Ιωάννης εκοιμήθη στην Έφεσο, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ευσεβίου κατά το
έβδομο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Τραϊανού γύρω στο 104 μ.Χ. σε
ηλικία πάνω από 100 ετών. Ορισμένοι χριστιανοί από την Έφεσο ήρθαν μετά τον
θάνατό του στον τάφο του, και αφού ανέσκαψαν, δε βρήκαν το σκήμωμά του. Το
γεγονός αυτό αποτέλεσε την απαρχή της παράδοσης περί της μεταστάσεώς του.
δ. Ο απόστολος Ανδρέας.
11
Ο Ανδρέας, αδελφός του Πέτρου, καταγόταν από την πόλη Βηθσαϊδά και ήταν
ψαράς στο επάγγελμα, όπως και ο αδελφός του. Όταν ο Πρόδρομος εμφανίστηκε
στο δημόσιο κήρυγμά του, ο Ανδρέας προσκολλήθηκε σ’ αυτόν και έγινε
μαθητής του μαζί με τον Πέτρο. Αυτός πρώτος, (εξ’ ου και πρωτόκλητος), με τον
Ιωάννη αξιώνεται να έχει την πρώτη γνωριμία και συνομιλία με τον Ιησού,
προτού ακόμη αυτός αρχίσει το δημόσιο έργο του στη Γαλιλαία, ενώ δηλαδή
βρισκόταν στα περίχωρα του Ιορδάνη. Η πρώτη αυτή γνωριμία εντυπωσίασε τόσο
βαθιά τον Ανδρέα, ώστε στη συνέχεια έσπευσε αμέσως να γνωστοποιήσει το
γεγονός στον Πέτρο και να τον φέρει στον Ιησού. Όταν αργότερα ο Ιησούς ήλθε
στη Γαλιλαία και κάλεσε τα δύο αδέλφια να τον ακολουθήσουν, αυτοί οριστικά
πλέον τον ακολούθησαν, αφού εγκατέλειψαν τα πάντα. Από τότε ο Ανδρέας
γίνεται πιστός μαθητής του Χριστού και συγκαταλέγεται στην πρώτη τετράδα των
δώδεκα μαθητών. Η παρουσία του και ο ρόλος του γίνεται εμφανής σε δύο
περιπτώσεις: α) στο θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων, όταν παίρνει το
λόγο για να πει, ότι υπάρχουν μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια διαθέσιμα, τα
οποία είναι αδύνατον να επαρκέσουν για τόσο πολύ λαό, β) όταν κάποιοι Έλληνες
προσήλυτοι ζήτησαν να δουν τον Ιησού, τότε παρενέβησαν ο Ανδρέας με τον
Φίλιππο για να διευκολύνουν την πρόσβασή τους προς Αυτόν. Μετά την
ανάσταση ο Ανδρέας είναι παρών και αυτόπτης μάρτυρας του αναστάντος
Χριστού σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται λόγος στην Καινή Διαθήκη
για τις εμφανίσεις του αναστάντος στους μαθητές, όπως επίσης και της
αναλήψεώς του στο όρος των Ελαιών. Είναι παρών κατά την ημέρα της
Πεντηκοστής και δέχεται την επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος μαζί με όλους
τους μαθητές, όπως επίσης αργότερα το 49 μ.Χ. στην Αποστολική Σύνοδο των
Ιεροσολύμων.
Για την παραπέρα ιεραποστολική δράση του αποστόλου Ανδρέα τίποτε δε
γνωρίζουμε από την Καινή Διαθήκη. Από την Παράδοση πληροφορούμαστε, ότι
ο Ανδρέας εκήρυξε μαζί με τον Πέτρο και άλλους μαθητές στη Σινώπη του
Ευξείνου Πόντου, τόσο προς τους Ιουδαίους όσο και προς τους εθνικούς. Το
κήρυγμά του καρποφόρησε παρά τις δυσκολίες και τους πρώτους πενιχρούς
καρπούς. Από την Σινώπη ο Ανδρέας μαζί με τον Ματθία και άλλους μαθητές
πήγαν στη Σαμψούντα, όπου ίδρυσαν Εκκλησία. Αφού περιόδευσε τον Πόντο,
την Ιβηρία και τη χώρα των Πάρθων, επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. Στη δεύτερη
περιοδεία του μέσω της Αντιοχείας πήγε στην Έφεσο, την Λαοδίκεια της
Φρυγίας, την Οδυσσούπολη της Μυσίας, την Νίκαια της Βιθυνίας, την
Νικομήδεια, την Χαλκηδόνα, την Άμαστρη, για να καταλήξει και πάλι στη
Σινώπη. Αργότερα επισκέφθηκε τη Σαμψούντα και Τραπεζούντα, τους Αλανούς,
Ζηκχούς, Βοσπορινούς και Χερσονήτες, για να επιστρέψει ακόμη μία φορά στη
Σινώπη. Στη συνέχεια πέρασε από το Βυζάντιο, την Ηράκλειά τής Θράκης, την
Σκυθία, την Μακεδονία και την Πελοπόννησο, με τελικό σταθμό την Πάτρα. Ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, (8ος αιώνας μ.Χ.), όπως και άλλοι
μεταγενέστεροι συγγραφείς γράφει, ότι ο Ανδρέας εκήρυξε στο Βυζάντιο, ίδρυσε
ναό στην Αργυρούπολη και χειροτόνησε επίσκοπο τον Στάχυ. Επομένως το
12
Βυζάντιο δεν έμεινε έξω από τη δράση του Ανδρέα, γι’ αυτό και η Εκκλησία της
Κωνσταντινουπόλεως δικαίως θεωρεί ως ιδρυτή της τον Πρωτόκλητο και η 30η
Νοεμβρίου θεωρείται ως η θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το
κήρυγμα του αποστόλου και τα θαύματά του στην Πάτρα είχαν θαυμαστούς
καρπούς. Με ορμητήριο την Πάτρα ο Ανδρέας εκήρυξε σε όλη την Αχαΐα, την
εποχή που ήταν ανθύπατοι ο Λέσβιος και ο διάδοχός του Αιγεάτης. Τον Λέσβιο
πέτυχε να τον προσελκύσει στο Χριστό όπως και τη σύζυγό του Αιγεάτη
Μαξιμίλλα. Μαρτύρησε στην Πάτρα με σταυρικό θάνατο πιθανώς την εποχή του
διωγμού του Νέρωνα.
ε. Ο απόστολος Ιάκωβος του Ζεβεδαίου.
Ο απόστολος Ιάκωβος, υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και αδελφός του
Ιωάννου ήταν και αυτός ψαράς στο επάγγελμα. Κλήθηκε από τον Χριστό μαζί με
τον αδελφό του τον Ιωάννη αμέσως μετά την κλήση των δύο άλλων αδελφών,
Ανδρέου και Πέτρου. Ανήκε στο στενότερο κύκλο των τριών κορυφαίων
μαθητών μαζί με τον Πέτρο και τον αδελφό του. Από τον ευαγγελιστή Μάρκο
πληροφορούμαστε, ότι ο Ιησούς αποκάλεσε τα δύο αδέλφια «υιούς της βροντής»,
για να χαρακτηρίσει τη φλογερή και σφοδρά ιδιοσυγκρασία των δύο αποστόλων,
που εκδηλώθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις. Για παράδειγμα όταν ο Ιησούς
περνούσε από κάποια πόλη Σαμαρειτών και οι κάτοικοί της δεν τον δέχθηκαν, οι
δύο μαθητές ζήτησαν από το Χριστό να κατέβει φωτιά από τον ουρανό για να
τους κατακαύσει, όπως άλλοτε έκαμε και ο προφήτης Ηλίας. Σε άλλη περίπτωση,
όταν ο Ιησούς για τελευταία φορά ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα για να σταυρωθεί,
τον πλησίασαν τα δύο αδέλφια, Ιάκωβος και Ιωάννης και ζήτησαν από αυτόν
τιμές και πρωτοκαθεδρίες, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση των άλλων
μαθητών. Ήταν παρών και αυτόπτης μάρτυς του πάθους και της αναστάσεως του
Κυρίου και αργότερα της αναλήψεώς του. Έδρασε ιεραποστολικά στην αρχέγονη
Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Είχε πρώιμο τέλος, διότι υπέστη μαρτυρικό θάνατο
το 44 μ.Χ., κατά διαταγή του βασιλέως της Παλαιστίνης Ηρώδη Αγρίππα.
στ. Ο απόστολος Φίλιππος.
Ο Φίλιππος καταγόταν από την Βηθσαϊδά και ήταν συμπατριώτης των αδελφών
Ανδρέα και Πέτρου. Από αυτούς κατά πάσαν πιθανότητα πληροφορήθηκε για το
Χριστό, γι’ αυτό και όταν ο Χριστός τον εκάλεσε, αυτός αμέσως τον ακολούθησε.
Στη συνέχεια θεώρησε καθήκον του να γνωστοποιήσει και στο φίλο του
Ναθαναήλ τον μεγάλο θησαυρό που βρήκε και να τον φέρει στον Χριστό. Κατά
την ώρα του μυστικού δείπνου παρενέβη και ζήτησε από τον Ιησού να τους δείξει
τον Πατέρα: «Κύριε δείξον ημίν τον Πατέρα και αρκεί ημίν» (Ιω.14,8). Αξιώθηκε
να δει τον αναστάντα μαζί με τους άλλους μαθητές, όπως και την ανάληψή του.
Μετά την Πεντηκοστή, σύμφωνα με την εκκλησιαστική Παράδοση, ο Φίλιππος
κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Φρυγία και στη Σκυθία. Έδρασε επίσης και
13
θαυματούργησε στην Ιεράπολη της Φρυγίας, όπου και πέθανε. Υπάρχει και η
παράδοση, ότι εμαρτύρησε και μάλιστα, ότι σταυρώθηκε με το κεφάλι προς τα
κάτω. Η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Νοεμβρίου.
ζ. Ο απόστολος Βαρθολομαίος.
Ο Βαρθολομαίος, ή Ναθαναήλ, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ήταν φίλος του
Φιλίππου, από τον οποίο και οδηγήθηκε στο Χριστό. Γι’ αυτόν ο Κύριος έδωσε
μαρτυρία, ότι ήταν άδολος και ειλικρινής άνθρωπος. Μέσα στον κύκλο των
δώδεκα ο Βαρθολομαίος έμεινε μάλλον στην αφάνεια, διότι τίποτε το ιδιαίτερο
γι’ αυτόν δε μας αναφέρουν τα ευαγγελικά κείμενα. Σύμφωνα με την Παράδοση
πρώτος ο Βαρθολομαίος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στις Ινδίες, ενώ η Συριακή
παράδοση αναφέρει, ότι πρώτος ιεραπόστολος των Ινδιών ήταν ο Θωμάς.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Βαρθολομαίος εκήρυξε στην Αρμενία, όπου και
εμαρτύρησε στην πόλη Νισύβη. Η μνήμη του εορτάζεται στις 11 Ιουνίου.
η. Ο απόστολος Ματθαίος.
Ο Ματθαίος καταγόταν πιθανώς από την Καπερναούμ, όπου ασκούσε το
επάγγελμα του τελώνου. Είναι γνωστός από το Ευαγγέλιό του, που φέρει το
όνομά του. Αν και ως τελώνης είχε παρασυρθεί σε βάθος κακών και έφθασε στο
έσχατο όριο της αμαρτίας, ωστόσο είχε στο βάθος της ψυχής του κάποια στοιχεία
καλής προαιρέσεως, διατηρούσε κάποιους σπινθήρες ειλικρινείας και αγάπης
προς την αλήθεια. Και αυτούς ακριβώς τους σπινθήρες διέκρινε ο παντογνώστης
Κύριος, ώστε τελικά να τον καλέσει στο αποστολικό αξίωμα. Είναι δε η κλήση
αυτή η πλέον καταπληκτική και θαυμαστή από τις κλήσεις όλων των άλλων
μαθητών. Την κλήση του από τον Χριστό ο Ματθαίος εθεώρησε υπόθεση
μεγάλης χαράς, γι’ αυτό και παρέθεσε πανηγυρικό γεύμα στο σπίτι του, στο οποίο
προσεκάλεσε τον Χριστό με τους μαθητές του, όπως και άλλους φίλους του
τελώνες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοσίας δράσης του Κυρίου δεν γίνεται
εμφανής η παρουσία του μέσα στον κύκλο των δώδεκα, όπως και μετά την
ανάσταση του Κυρίου και την Πεντηκοστή παραμένει μέσα στην αφάνεια.
Φαίνεται, ότι τουλάχιστον μέχρι τον λιθοβολισμό του Στεφάνου, έμεινε στα
Ιεροσόλυμα μαζί με τους άλλους αποστόλους παρά το διωγμό που ξέσπασε σ’
ολόκληρη την πόλη. Σύμφωνα με την Παράδοση ο Ματθαίος εκήρυξε στην αρχή
και για πολύ καιρό στην Παλαιστίνη, όπου έγραψε και το Ευαγγέλιό του. Ο
ιστορικός Ευσέβιος μας πληροφορεί, ότι ο Ματθαίος, αφού πιο μπροστά εκήρυξε
στους Εβραίους, όταν επρόκειτο να πάει σε άλλους λαούς, τους άφησε το
Ευαγγέλιό του γραμμένο στην πατρική τους γλώσσα και έτσι αναπλήρωσε με το
κείμενο αυτό την έλλειψη της παρουσίας του σ’ εκείνους από τους οποίους
έφευγε. Μετά την Παλαιστίνη εκήρυξε στην Αραβία, Περσία, Συρία, Μηδία,
Μακεδονία και κυρίως στους Αιθίοπες και την Παρθία, όπου και πέθανε. Η
μνήμη του τιμάται στις 16 Νοεμβρίου.
14
θ. Ο απόστολος Θωμάς.
Μέσα στον κύκλο των δώδεκα συγκαταριθμείται και ο Θωμάς με την
προσωνυμία «Δίδυμος», κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, όπως τούτο μαρτυρούν οι
αποστολικοί κατάλογοι των τριών συνοπτικών Ευαγγελιστών. Η παρουσία του
και ο ρόλος του μέσα στον κύκλο των δώδεκα γίνεται εμφανής σε τρεις
χαρακτηριστικές περιπτώσεις, τις οποίες μνημονεύει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Όταν ο Ιησούς είπε στους μαθητές του να μεταβούν στην Βηθανία προκειμένου
να αναστήσει το φίλο του Λάζαρο, παρά το γεγονός, ότι οι Ιουδαίοι επιζητούσαν
να τον θανατώσουν, παρενέβη ο Θωμάς και με θαρραλέο φρόνημα είπε στους
άλλους μαθητές: «άγωμεν και ημείς ίνα συναποθάνωμεν μέτ’ αυτού». Σε άλλη
περίπτωση κατά τη διάρκεια του μυστικού Δείπνου, λίγο προ του πάθους, όταν ο
Χριστός είπε: «και όπου εγώ υπάγω οίδατε και την οδόν οίδατε», δηλαδή
γνωρίζετε εκεί όπου πηγαίνω και τον δρόμο που οδηγεί προς τα εκεί, παίρνει το
λόγο ο Θωμάς και λέγει «Κύριε ουκ οίδαμεν που υπάγεις και πως δυνάμεθα την
οδόν ειδέναι;». Σε άλλη περίπτωση, όταν ο Ιησούς μετά την ανάσταση
εμφανίσθηκε στους μαθητές, απόντος του Θωμά, οι άλλοι συμμαθητές του
προσπαθούσαν να τον πείσουν για το χαρμόσυνο γεγονός της αναστάσεως. Αυτός
όμως πεισματικά ηρνείτο να πιστεύσει, αν δε βεβαιωνόταν πρώτα με όλες του τις
αισθήσεις: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων και βάλω τον
δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν
αυτού, ου μη πιστεύσω». Όταν δε μετά από οκτώ ημέρες πάλι εμφανίσθηκε,
παρόντος και του Θωμά, η προηγούμενη απιστία του μεταβλήθηκε σε
θριαμβευτική ομολογία της θεότητός του: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Κατά
την Παράδοση ο Θωμάς εκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Συρία, την Περσία και τις
Ινδίες. Στις Ινδίες κυκλοφορούν επίσης πολλές τοπικές παραδόσεις για τη
μετάβαση του Θωμά και την ίδρυση από αυτόν χριστιανικής Εκκλησίας. Ο
Θωμάς κατά την παράδοση λογχίστηκε στην πόλη Καλαμίνα των Ινδιών, όπου
και θάφτηκε, τα δε οστά του διατηρούνται στην Έδεσσα της Συρίας τουλάχιστον
από τα μέσα του 4ου αιώνα.
ι. Ο απόστολος Ιούδας του Ιακώβου.
Ο Ιούδας ήταν υιός του Ιακώβου, ονομαζόταν δε και Λεβαίος, ή Θαδαίος.
Ανήκε στον κύκλο των δώδεκα και είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον Ιούδα τον
Ισκαριώτη, διότι ο πρώτος είχε πατέρα τον Ιάκωβο ενώ ο δεύτερος τον Σίμωνα. Ο
ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας διακρίνει τον απόστολο Ιούδα, Λεβαίο η Θαδαίο,
από τον Θαδαίο, που ήταν μαθητής του Κυρίου από τον κύκλο των εβδομήκοντα,
ο οποίος, κατά την παράδοση, πήγε ύστερα από την ανάσταση του Χριστού με
την εντολή του Χριστού, μέσω του αποστόλου Θωμά, στην Έδεσσα της Συρίας,
όπου εκήρυξε το Ευαγγέλιο και εθεράπευσε το βασιλιά Αύγαρο. Η παρουσία του
αποστόλου γίνεται εμφανής σε μία περίπτωση κατά την ώρα του μυστικού
15
Δείπνου, όταν πήρε τον λόγο για να ρωτήσει τον Κύριο: «Κύριε και τι γέγονεν,
ότι ημίν μέλλεις εμφανίζειν σεαυτόν και ουχί τω κόσμω;», δηλαδή τι σε
εμποδίζει, ώστε στο μέλλον να εμφανίζεις τον εαυτό σου όχι μόνο σε μας, αλλά
και σ’ όλο τον κόσμο; Ο απόστολος Ιούδας σύμφωνα με την Παράδοση εκήρυξε
το Ευαγγέλιο στην Αρμενία, όπου και μαρτύρησε κατά το 50 μ.Χ. Έτσι η
αρμενική Εκκλησία είναι αποστολική, θεμελιωμένη στο αίμα του αποστόλου
Ιούδα. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος αναφέρει, ότι ο Ιούδας εκήρυξε το Ευαγγέλιο
στην Ιουδαία, στη Γαλιλαία και στην Σαμάρεια, κατόπιν δε στη Συρία και στη
Μεσοποταμία και ότι πέθανε στην Έδεσσα της Συρίας. Η μνήμη του εορτάζεται
στις 21 Αυγούστου.
ια. Ο απόστολος Ιάκωβος του Αλφαίου.
Ο απόστολος αυτός ήταν υιός του Αλφαίου και είναι πρόσωπο διαφορετικό από
τους άλλους Ιακώβους, που αναφέρονται στα ευαγγελικά κείμενα, δηλαδή από
τον Ιάκωβο τον αδελφό του Ιωάννου, που ήταν υιός του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο,
που ήταν πατέρας του αποστόλου Ιούδα, ή Θαδαίου και από τον Ιάκωβο τον
αδελφόθεο, που ήταν υιός του Ιωσήφ του μνήστορος από προηγούμενη γυναίκα
του. Εάν ο Ιάκωβος του Αλφαίου ταυτίζεται με τον Ιάκωβο το «μικρό», αδελφό
του Ιωσή, που λεγόταν μικρός, είτε λόγω του νεαρού της ηλικίας του, είτε για να
διακρίνεται από τον άλλο Ιάκωβο, τον υιό του Ζεβεδαίου, δεν είναι βέβαιο. Αν
αυτό αληθεύει, τότε η μητέρα του λεγόταν Μαρία, που είναι γνωστή στα
ευαγγελικά κείμενα ως «Μαρία του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή μήτηρ»
(Μαρκ.15,40), την οποία ο Μάρκος προσδιορίζει με την φράση αυτή, για να την
ξεχωρίσει από τις άλλες Μαρίες και η οποία ανήκε στην ομάδα των μυροφόρων.
Για την παρουσία και τον ρόλο του μέσα στον κύκλο των δώδεκα τίποτε το
ιδιαίτερο δεν αναφέρουν τα ευαγγελικά κείμενα. Επίσης για την ιεραποστολική
δράση του μετά την Πεντηκοστή και για την θέση του στην αρχαία Εκκλησία δεν
μας δίδει επαρκή στοιχεία η Παράδοση. Μόνο ο βιογράφος του, Νικήτας
Παφλαγών μας πληροφορεί, ότι ο Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην Γάζα,
στην Ελευθερούπολη και τις γειτονικές πέριοχές, υπέστη δε μαρτυρικό θάνατο
στην Αίγυπτο, στην πόλη Οστρακίνη. Η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Οκτωβρίου.
ιβ. Ο απόστολος Σίμων ο Ζηλωτής.
Ο απόστολος αυτός είναι γνωστός στα ευαγγελικά κείμενα με την προσωνυμία
Ζηλωτής ή Κανανίτης, που σημαίνει το ίδιο πράγμα, διότι η αραμαϊκή λέξη
«Κανανά» μεταφράζεται στα ελληνικά Ζηλωτής. Δεν είναι βέβαιο, αν καταγόταν
από την Κανά της Γαλιλαίας, όπως τον θέλει κάποια άλλη παράδοση. Έλαβε την
προσωνυμία «Ζηλωτής», διότι κατά πάσα πιθανότητα ανήκε, προτού να γίνει
μαθητής του Χριστού, στο θρησκευτικό κόμμα των Ζηλωτών. Σύμφωνα με την
παράδοση εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην Περσία, στην Αίγυπτο και στη Μεγάλη
16
Βρετανία, όπου υπέστη μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 10
Μαΐου.
ιγ. Σύνομη αναφορά στην ιεραποστολή δράση ορισμένων ακόμη αποστόλων
του 1ου αιώνα μ.Χ.
Εκτός από τους δώδεκα υπήρξαν και άλλα πρόσωπα στην αρχέγονη Εκκλησία
που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο ιεραποστολικό και ποιμαντικό έργο της. Τα
σπουδαιότερα εξ αυτών ήταν τα εξής:
α. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος.
Ο Ιάκωβος ονομάστηκε «αδελφόθεος» εξ αιτίας της συγγένείας του με τον
Χριστό, επειδή ήταν τέκνο του Ιωσήφ του μνήστορος από προηγούμενη γυναίκα
του. Έγινε μαθητής του Ιησού μετά την ανάστασή του και πολύ νωρίς κατέλαβε
πρωτεύουσα, ηγετική θέση ανάμεσα στους αποστόλους, όχι μόνο εξ αιτίας της
συγγένειάς του με τον Ιησού, αλλά και εξ’ αιτίας της αγιότητός του και της
ασκητικής του διαγωγής. Ο απόστόλος Παύλος στην Α΄ Κορ.15,7 αναφέρει, ότι ο
Ιησούς μετά την ανάστασή του εμφανίστηκε και στον Ιάκωβο κατά ένα ιδιαίτερο
τρόπο και αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι και αυτός κλήθηκε να γίνει
μαθητής και απόστολός του, όπως και ο απόστολος Παύλος, με ιδιαίτερη κλήση.
Η άποψη αυτή ενισχύεται, αν λάβουμε υπ’ όψη μας, ότι ο ίδιος ο Παύλος στην
προς Γαλάτας επιστολή του (1,19) χαρακτηρίζει τον Ιάκωβο «απόστολο», ενώ
λίγο πιο κάτω, (2,9), τον ονομάζει «στύλο της Εκκλησίας» μαζί με τους δύο
άλλους αποστόλους, Πέτρο και Ιωάννη. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
αναφέρει, ότι ο Ιάκωβος δέχθηκε από τον ίδιο τον Χριστό την χειροτονία του,
όταν εμφανίστηκε σ’ αυτόν μετά την ανάστασή του. Ο Λουκάς στις Πράξεις μας
πληροφορεί, ότι όταν ο Πέτρος αποφυλακίστηκε με θαυμαστό τρόπο και ήρθε στο
σπίτι της μητέρας του Μάρκου, ζήτησε από τους πιστούς να απαγγείλουν «ταύτα
Ιακώβω και τοις αδελφοίς», (12,17), να ενημερώσουν δηλαδή τον Ιάκωβο σχετικά
με τη θαυμαστή απελευθέρωσή του. Και αυτό πάλι δείχνει την εξαιρετική θέση
του Ιακώβου στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μας
δίνει την μαρτυρία, ότι ο Ιάκωβος ήταν ο πρώτος «επίσκοπος Ιεροσολύμων».
Στην Αποστολική Σύνοδο ήταν επικεφαλής της Συνόδου και η δική του γνώμη
επηρέασε αποφασιστικά την τελική απόφασή της. Αργότερα, όταν ο Παύλος
έφθασε με τους συνοδούς του στα Ιεροσόλυμα, μετά την τρίτη περιοδεία του,
παρουσιάστηκε στον Ιάκωβο και στους πρεσβυτέρους, για να τους διηγηθεί τη
δράση του για την διάδοση του Ευαγγελίου. Έγραψε Καθολική Επιστολή, την
οποία απευθύνει στις δώδεκα φυλές, που βρίσκονται στη διασπορά, δηλαδή προς
τους ανά τα Έθνη εξ’ Ιουδαίων Χριστιανούς, γύρω στο 55-60 μ.Χ. Σύμφωνα με
πληροφορίες ιστορικών της εποχής εκείνης, (Ιώσιππος και Ηγήσιπος),
ονομαζόταν απ’ όλους «δίκαιος», δηλαδή άνθρωπος αφοσιωμένος στο Θεό.
Λέγεται επίσης, ότι τα γόνατά του είχαν βγάλει «τύλους», δηλαδή ρόζους, εξ’
17
αιτίας της πολύωρης προσευχής. Ο Ιάκωβος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα μέχρι το
μαρτυρικό του θάνατο. Η αγία ζωή του, που ενέπνεε τους Χριστιανούς,
προκάλεσε το μίσος των φανατικών Φαρισαίων, οι οποίοι τον συνέλαβαν, τον
ανέβασαν στο πτερύγιο του Ναού και τον πίεζαν να βλασφημήσει τον Χριστό.
Επειδή όμως εκείνος δεν υποχωρούσε, τον έσπρωξαν και τον έριξαν από εκεί
κάτω. Την ώρα δε εκείνη ο απόστολος επανέλαβε τα λόγια του Κυρίου: «Πάτερ
άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Η μνήμη του εορτάζεται στις 23
Οκτωβρίου. Σύμφωνα με την Παράδοση, έγραψε Θεία Λειτουργία, η οποία φέρει
το όνομά του και η οποία πιθανότατα βρισκόταν σε χρήσει κατά τους
πρωτοχριστιανικούς χρόνους.
β. Ο απόστολος Βαρνάβας.
Ο Βαρνάβας ανήκε στους μαθητές του Κυρίου από τον κύκλο των 70. Ήταν
Λευΐτης, Κύπριος στην καταγωγή, και όπως σημειώνει γι’ αυτόν ο Λουκάς, ήταν
άνθρωπος αγαθός, πλήρης Χάριτος αγίου Πνεύματος και πίστεως. Έπαιξε
σπουδαίο ρόλο στο ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας, διότι έλαβε μέρος σε
διάφορες αποστολές. Έτσι μετά τη διάδοση του Χριστιανισμού στην Αντιόχεια
από ορισμένους Κύπριους και Κυρηναίους, η Εκκλησία των Ιεροσολύμων
απέστειλε τον Βαρνάβα στήν Αντιόχεια το 42 μ.Χ. προκειμένου να στηρίξει τους
πιστούς και να οργανώσει τη νεοσύστατη εκκλησιαστική κοινότητα. Αργότερα
απεστάλη από την Εκκλησία της Αντιόχειας μαζί με τον Παύλο στην Ιερου-
σαλήμ, προκειμένου να μεταφέρουν την οικονομική συνδρομή των πιστών της
Εκκλησίας αυτής προς τους πιστούς των Ιεροσολύμων. Την άνοιξη του 45 μ.Χ.
απεστάλη, κατόπιν εκλογής και εντολής του αγίου Πνεύματος, με τον Παύλο σε
ιεραποστολική περιοδεία στην Κύπρο και τη Μικρά Ασία, για την οποία ήδη
έγινε λόγος στην πρώτη περιοδεία του Παύλου. Το 49 μ.Χ. απεστάλη και πάλι με
τον Παύλο και μερικούς ακόμη από την Εκκλησία της Αντιοχείας στην
Ιερουσαλήμ, προκειμένου να λάβουν μέρος στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο
προς επίλυση του ζητήματος της περιτομής. Μετά την Αποστολική Σύνοδο οι
απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος αποχωρίσθηκαν μεταξύ τους λόγω επελθούσης
διαφωνίας με αφορμή τον Μάρκο, έτσι ώστε ο μεν Παύλος να πορευθεί προς την
Μικρά Ασία, ο δε Βαρνάβας προς την Κύπρο. Για την περαιτέρω δράση του
Βαρνάβα δεν έχουμε άλλες πληροφορίες από τις Πράξεις. Από την Παράδοση
πληροφορούμαστε, ότι ο απόστολος εκήρυξε επί πλέον στην Αλεξάνδρεια και στη
Ρώμη και ότι είχε μαρτυρικό θάνατο στην Κύπρο γύρω στο 57 μ. Χ. Η μνήμη του
εορτάζεται στις 11 Ιουνίου.
γ. Ο απόστολος και ευαγγελιστής Μάρκος.
Ο Μάρκος, που λεγόταν και Ιωάννης, ήταν ανεψιός του αποστόλου Βαρνάβα,
πιθανότατα Κύπριος στην καταγωγή. Ήταν υιός της Μαρίας, το σπίτι της οποίας
χρησιμοποιείτο ως ένας από τους τόπους συγκεντρώσεως και λατρείας των
18
πρώτων Χριστιανών των Ιεροσολύμων. Συμμετείχε στην πρώτη περιοδεία του
Παύλου μαζί με τον Βαρνάβα. Στην Πέργη όμως της Παμφυλίας αποχωρίστηκε
από αυτούς και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. Αργότερα, μετά τον αποχωρισμό του
Παύλου από τον Βαρνάβα, ακολούθησε τον θείο του σε μια δεύτερη περιοδεία
στην Κύπρο. Μετά διάστημα περίπου δέκα ετών ο Μάρκος βρίσκεται στη Ρώμη
και μάλιστα κοντά στον Παύλο κατά την πρώτη φυλάκισή του,
συγκαταριθμούμενος μεταξύ των εκλεκτών συνεργατών του, όπως τούτο
μαρτυρείται από την προς Κολασσαείς επιστολή (4,10), όπου τον ονομάζει
«συναιχμάλωτό του» και την προς Φιλήμονα (24), όπου τον ονομάζει «συνερ-
γον» του. Στην Β΄ πρός Τιμόθεον (4,11) ονομάζει τον Μάρκο «εύχρηστον εις
διακονίαν» και ζητεί από τον Τιμόθεο να τον παραλάβει μαζί του και να έρθει
προς αυτόν. Δε γνωρίζουμε, αν τότε πράγματι ήρθε ο Μάρκος στη Ρώμη και αν
προφθάσε τον Παύλο εν ζωή. Μετά τον θάνατο του Παύλου, ή ολίγον προ αυτού,
ο Μάρκος βρίσκεται με τον Πέτρο και άλλους αποστόλους στη Βαβυλώνα της
Αιγύπτου, (Κάϊρο), σύμφωνα με την μαρτυρία της Α΄ Καθολικῆς Επιστολής του
Πέτρου, «ασπάζεται υμάς η εν Βαβυλώνι συνεκλεκτή και Μάρκος ο υιός μου»
(5,13). Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο, ο Μάρκος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην
Αίγυπτο, οργάνωσε την τοπική Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, την οποία κατέστησε
κέντρο του όλου ιεραποστολικού του έργου στην ευρύτερη περιοχή της Αιγύπτου,
Λιβύης και Πενταπόλεως και χειροτόνησε ως πρώτο επίσκοπό της τον Ανιανό.
Εκεί μάλλον έγραψε γύρω στο 64-68 μ.Χ. και το Ευαγγέλιό του, το οποίο απηχεί
το κήρυγμα του Πέτρου. Σύμφωνα με την Παράδοση είχε μαρτυρικό θάνατο στην
Αλεξάνδρεια. Η μνήμη του εορτάζεται στις 25 Απριλίου.
δ. Ο απόστολος και ευαγγελιστής Λουκάς.
Ο Λουκάς ήταν Εθνικός και καταγόταν από την Αντιόχεια. Στην πόλη αυτή
σπούδασε την ιατρική επιστήμη και απέκτησε ευρύτατη ελληνική μόρφωση. Στην
Αντιόχεια γνώρισε το Χριστιανισμό και βαπτίσθηκε χριστιανός και εκεί κατά
πάσα πιθανότητα γνώρισε για πρώτη φορά τον απόστολο Παύλο με τον οποίο
συνδέθηκε με ισχυρούς δεσμούς εν Χριστώ αγάπης. Ο απόστολος των Εθνών
άσκησε τέτοια έλξη και επιρροή πάνω στον Λουκά, ώστε ο τελευταίος να
αποφασίσει να εγκαταλείψει την ιατρική του σταδιοδρομία και να γίνει μαθητής
και ένας από τους στενότερους και εκλεκτότερους συνεργάτες του. Στη δεύτερη
περιοδεία του Παύλου και καθ’ όν χρόνον αυτός βρισκόταν στην Τρωάδα,
συναντά το Λουκά και τον προσλαμβάνει στη συνοδεία του. Μετά την ίδρυση της
Εκκλησίας των Φιλίππων, κατ’ εντολή του παραμένει στους Φιλίππους,
προκειμένου να οργανώσει και να στηρίξει τη νεοσύστατη Εκκλησία. Εκεί
παρέμεινε ο Λουκάς επί επτά χρόνια, μέχρις ότου ο Παύλος ήρθε για δεύτερη
φορά στους Φιλίππους, κατά την 3η περιοδεία του, οπότε τον προσέλαβε και πάλι
στη συνοδεία του. Από τότε παρέμεινε κοντά του πιστός ακόλουθός του και τον
συνόδευσε και στην πρώτη και στην δεύτερη φυλάκισή του στη Ρώμη, κάθ’ ον
χρόνον άλλοι μαθητές του φοβήθηκαν και τον εγκατέλειψαν. Στην τελευταία
19
επιστολή του, τη Β΄ πρός Τιμόθεον, την οποία έγραψε δέσμιος στη Ρώμη, ολίγον
προ του μαρτυρικού θανάτου του, λέγει χαρακτηριστικά: «Δημάς με εγκατέλειπεν
αγαπήσας τον νυν αιώνα και επορεύθη εις Θεσσαλονίκην, Κρήσκης εις Γαλατίαν,
Τίτος εις Δαλματίαν, Λουκάς εστι μετ’ εμού». Ως ιατρός πολλές φορές θα είχε
προσφέρει τις υπηρεσίες του στον καταπονημένο από τόσες ταλαιπωρίες
απόστολο. Ο Παύλος τον μνημονεύει σε δύο ακόμη επιστολές του. Στην προς
Κολασσαείς (4,14) τον ονομάζει «ιατρό και αγαπητό», ενώ στην προς Φιλήμονα
(2,4) «συνεργό». Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Παύλου ο Λουκάς εκήρυξε το
Ευαγγέλιο σύμφωνα με την παράδοση στην Δαλματία, στη Γαλλία, στην Ιταλία,
στη Λιβύη, στην Αίγυπτο και τέλος στην Ελλάδα, όπου και μαρτύρησε στη Θήβα
της Βοιωτίας, ή κατ’ άλλη παράδοση είχε ειρηνικό θάνατο. Έγραψε το κατά
Λουκάν Ευαγγέλιο, το οποίο απηχεί το ευαγγελικό κήρυγμα του Παύλου, πιθανόν
κατά τα έτη 58-60 μ.Χ., κατά τη διάρκεια δηλαδή της φυλάκισης του Παύλου
στην Καισαρεία της Παλαιστίνης. Έγραψε επίσης και τις Πράξεις των
Αποστόλων από τη Ρώμη, κατά το 62-63 μ.Χ., πιθανότατα κατά το διάστημα της
πρώτης φυλάκισης του Παύλου στην Ρώμη. Ο Λουκάς, κατά την Παράδοση, ήταν
ζωγράφος. Οι εικόνες της Θεοτόκου που υπάρχουν στη Μονή του Μεγάλου
Σπηλαίου, στη Μονή του Κύκκου και στην Παναγία Σουμελά θεωρούνται έργα
του Λουκά. Η Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του στις 18 Οκτωβρίου.
(Σύντομη αναφορά στη ζωή και το έργο τους).
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Θεολόγου -Συγγραφέως
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 29 η Ιουνίου 2020
Η ιεραποστολική δράση των αποστόλων σύμφωνα με τις ματρυρίες των
πραξεων,
Οι άγιοι απόστολοι μετά τον Κύριο υπήρξαν οι θεμελιωτές της Ιεραποστολής,
τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία έδωσαν την πρώτη μεγάλη ώθηση στην εξάπλωση
της χριστιανικής πίστης. Αν η Πεντηκοστή θεωρείται η γενέθλια ημέρα της
Εκκλησίας, διότι αποτελεί την αφετηρία στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας,
τότε δεν θα ήταν άστοχο αν λέγαμε, ότι η Πεντηκοστή είναι εξ ίσου γενέθλια
ημέρα και για την Ιεραποστολή, αφού από τότε ουσιαστικά ξεκίνησε το
ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας. Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στους
αποστόλους ήταν απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για να φέρουν εις πέρας την
αποστολή τους, διότι αυτή ήταν πέρα και πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Το
Πνεύμα το άγιο επέφερε μία ριζική αλλαγή και μεταμόρφωση μέσα στις ψυχές
τους, όπως τούτο φαίνεται μέσα από τα βιβλικά κείμενα. Έγινε σ’ αυτούς πηγή
δυνάμεως, θάρρους, ανδρείου φρονήματος και αυταπάρνησης μοναδικής, που
έφθανε μέχρι θανάτου. Οι πρώην δειλιώντες μαθητές «δια τον φόβον των
Ιουδαίων» κηρύττουν τώρα με δύναμη και ανδρεία τον Χριστό. Από την ημέρα
αυτή οι απόστολοι είναι πλέον όργανα του αγίου Πνεύματος. Δεν μιλούν αυτοί
αλλά το Πνεύμα δι’ αυτών. Γι’ αυτό και ο λόγος τους είναι γεμάτος από θεία
σοφία και Χάρη, ενεργός και δραστικός, ικανός να επιφέρει θαυμαστά απο-
τελέσματα, να ελκύει τις ψυχές στην πίστη στο Χριστό και να οδηγεί στη
σωτηρία. Έτσι το πρώτο κήρυγμα του Πέτρου κατά την Πεντηκοστή έγινε
αφορμή να πιστέψουν στο Χριστό τρεις χιλιάδες ψυχές, οι οποίες θα απο-
τελέσουν τον πρώτο πυρήνα της Εκκλησίας. Το κήρυγμα των αποστόλων
συνόδευε παράλληλα πλήθος θαυματουργικών θεραπειών, που προσέδιδαν
αυθεντικότητα, κύρος και πειστικότητα στο λόγο τους. Ο Λουκάς σημειώνει
χαρακτηριστικά ότι «δια των χειρών των αποστόλων εγένοντο σημεία και τέρατα
εν τω λαώ πολλά, μάλλον δε προσετίθεντο πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών
τε και γυναικών, ώστε κατά τας πλατείας εκφέρειν τους ασθενείς και τιθέναι επί
κλινών και κραβάτων, ίνα ερχομένου Πέτρου καν η σκια επισκιάσει τινί αυτών»
(Πραξ. 5,12,14,15). Στις πρώτες σελίδες των Πράξεων ο Λουκάς μας παραθέτει
κυρίως το ιεραποστολικό και ποιμαντικό έργο των δύο κορυφαίων αποστόλων
Πέτρου και Ιωάννου στην πόλη των Ιεροσολύμων, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι οι
άλλοι απόστολοι παρέμειναν αδρανείς. Παράλληλα μας παρουσιάζει την
2
ιεραποστολική δραστηριότητα και άλλων προσώπων, όπως του πρωτομάρτυρα
Στεφάνου και του Φιλίππου, που ανήκαν στον κύκλο των επτά διακόνων. Ο
τελευταίος μάλιστα επεκτείνεται και έξω της Ιερουσαλήμ στη Σαμάρεια, όπου με
το κήρυγμα και τα θαύματά του οδηγεί στο βάπτισμα πλήθος ψυχών, μεταξύ των
οποίων και τον ευνούχο της Κανδάκης. Προϊόντος του χρόνου και με ταχύτατο
ρυθμό η χριστιανική πίστη εξαπλώνεται και πέραν της Παλαιστίνης με πρώτο
σταθμό την Αντιόχεια της Συρίας, σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της
εποχής εκείνης, ενώ παράλληλα εμφανίζονται δύο μεγάλες προσωπικότητες στο
προσκήνιο των εκκλησιαστικών γεγονότων, ο Παύλος και ο Βαρνάβας. Χάρις στο
διδακτικό και ποιμαντικό έργο των δύο αυτών αποστόλων στην πόλη αυτή, η
Εκκλησία της Αντιοχείας, αυξάνεται, εδραιώνεται και εξελίσσεται στο δεύτερο
μεγάλο ιεραποστολικό κέντρο μετά τα Ιεροσόλυμα, για να αποτελέσει αργότερα
το ορμητήριο και την αφετηρία του Παύλου στις αποστολικές του περιοδείες.
Ωστόσο το έργο των αποστόλων δεν προχώρησε χωρίς αντιδράσεις και
προσκόμματα. Αντίθετα μάλιστα από τις πρώτες ημέρες της δημόσιας δράσης
τους συνάντησαν τη σθεναρή και πεισματώδη αντίδραση της θρησκευτικής
ηγεσίας του Ιουδαϊσμού, η οποία προσπάθησε με κάθε τρόπο να ανακόψει το
έργο τους και να σβήσει τη νεοσύστατη Εκκλησία στη γένεσή της. Έτσι, όπως
σημειώνει ο Λουκάς, οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης δύο φορές
συλλαμβάνονται και οδηγούνται ενώπιον του ιουδαϊκού Συνεδρίου προκειμένου
να απολογηθούν. Και τη μεν πρώτη φορά δέχονται απειλές και τελικά
απολύονται, τη δε δεύτερη φυλακίζονται από τους αρχιερείς, με θαυμαστό τρόπο
όμως απελευθερώνονται, εν τέλει δε ξυλοκοπούνται με απειλές και απολύονται.
Μετά το λιθοβολισμό του Στεφάνου ξεσπά ο πρώτος μεγάλος διωγμός κατά της
Εκκλησίας και πολλοί χριστιανοί αναγκάζονται να φύγουν από τα Ιεροσόλυμα
στις γύρω πόλεις. Όπως σημειώνει ο Λουκάς «διεσπάρησαν κατά τας χώρας της
Ιουδαίας και Σαμάρειας πλην των αποστόλων». Παράλληλα ο Σαύλος πριν από τη
μέταστροφή του, γεμάτος φανατισμό κατά των χριστιανών «εμπνέων απειλής και
φόνου», με φονικές δηλαδή διαθέσεις κατά των χριστιανών, προσπαθεί να
δημιουργήσει φθορά στην Εκκλησία, συλλαμβάνει πολλούς χριστιανούς και τους
οδηγεί στη φυλακή. Δεν περιορίζεται μόνο μέσα στην Ιερουσαλήμ, αλλά
επεκτείνεται και εκτός αυτής μέχρι τη Δαμασκό. Και ενώ βαδίζει προς αυτή με
σκοπό να συλλάβει και άλλους Χριστιανούς αποκαλύπτεται σ’ αυτόν ο Χριστός
μέσα σε θείο φως. Έτσι μεταστρέφεται με θαυμαστό τρόπο ο πρώην διώκτης και
γίνεται τώρα ο θερμός απόστολος του Χριστού. Στο διωγμό, που εξαπέλυσαν οι
αρχιερείς και το συνέδριο των Ιουδαίων, έρχεται στη συνέχεια να συνεργήσει και
ο βασιλεύς Ηρώδης Αγρίππας, ο οποίος συλλαμβάνει και θανατώνει τον Ιάκωβο,
αδελφό του Ιωάννου, τον δε Πέτρο συλλαμβάνει και φυλακίζει με σκοπό να
φονεύσει αργότερα. Ο Θεός όμως απελευθερώνει αυτόν και πάλι, δια χειρός
αγγέλου. Έτσι ο απόστολος Ιάκωβος μαζί με τον πρωτομάρτυρα Στέφανο θα
αποτελέσουν τους πρώτους μάρτυρες της Εκκλησίας. Συμπερασματικά μπορούμε
να πούμε, ότι κατά ένα παράδοξο και θαυμαστό τρόπο, όσο μαίνεται και
σκληρύνεται κλιμακωτά ο διωγμός των Ιουδαίων, τόσο περισσότερο αυξάνεται
3
και εξαπλώνεται η Εκκλησία σε πείσμα των διωκτών της, έτσι ώστε ο Λουκάς να
λέγει ότι «ο λόγος του Θεού ηύξανε και επληθύνετο» (Πραξ.12,24).
Σύντομη αναφορά στην ιεραποστολική δράση του Αποστόλου Παύλου, των
δώδεκα, και ορισμένων ακόμη αποστόλων.
α. Ο απόστολος Παύλος
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου των Πράξεων αφιερώνεται ως γνωστόν στην
μεγάλη προσωπικότητα του αποστόλου των Εθνών Παύλου. Ο ευαγγελιστής
Λουκάς μας περιγράφει την μεταστροφή του και τη δράση του στην Δαμασκό και
στην Ιερουσαλήμ, (κεφ. 9), την συμβολή του στην διαμόρφωση των αποφάσεων
της Αποστολικής Συνόδου, (κεφ.15), και τέλος τις περιοδείες και την
ιεραποστολική δράση του, (κεφ.13-28), εισάγωντάς μας παράλληλα στην
θεολογία και στις επιστολές του.
1.Πρώτη ιεραποστολική περιοδεία και αποστολική Σύνοδος των
Ιεροσολύμων.
Ο Λουκάς μας διηγείται στα κεφάλαια 13 και 14 των Πράξεων την πρώτη
ιεραποστολική περιοδεία του Παύλου με τον Βαρνάβα στην Κύπρο, Αντιόχεια
της Πισιδίας, Ικόνιο, Λύστρα και Δέρβη, όπου ιδρύονται και οργανώνονται οι
πρώτες Εκκλησίες στη Μικρά Ασία, εν μέσω πολλών διωγμών, ξυλοδαρμών και
λιθοβολισμών από τους απειθούντες Ιουδαίους. Ωστόσο οι καρποί ήταν πλούσιοι,
διότι μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας συμπεριλαμβάνονται τώρα όχι μόνο εξ’
Ιουδαίων, αλλά και εξ Εθνών χριστιανοί, αφού, όπως σημειώνει ο Λουκάς, ο
Θεός «ήνοιξε τοις Έθνεσι θύραν πίστεως» (Πραξ.14,27).
Στη συνέχεια επακολουθεί η αποστολική Σύνοδος των Ιεροσολύμων, η οποία
συγκαλείται προκειμένου να εξετάσει το ζήτημα, το οποίο εν τω μεταξύ
δημιουργήθηκε, πως δηλαδή θα έπρεπε να γίνουν δεκτοί στους κόλπους της
Εκκλησίας οι Εθνικοί και οι Φοβούμενοι η Σεβόμενοι τον Θεό, δηλαδή Εθνικοί,
που πίστευαν στο Θεό των Εβραίων χωρίς να περιτμηθούν και κυρίως αν θα
έπρεπε αυτοί προηγουμένως να περιτέμνονται. Στη σύνοδο συμμετείχαν οι
απόστολοι και οι πρεσβύτεροι μαζί με το Βαρνάβα και τον Παύλο. Μετά από
πολλή συζήτηση αποφασίστηκε για τους εξ Εθνών χριστιανούς να μην επιβληθεί
σ’ αυτούς το βαρύ φορτίο των τυπικών διατάξεων του νόμου εκτός από τα
αναγκαία, την αποχή δηλαδή από τα ειδωλόθυτα, το αίμα, το πνικτό και την
πορνεία. Η Σύνοδος αυτή είχε μεγάλη σημασία στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας,
διότι δια μέσου αυτής: α) εκφράστηκε για πρώτη φορά στο σύνολό της η
Εκκλησία και τούτο αποτέλεσε το ύψιστο κριτήριο για την καθιέρωση του
συνοδικού θεσμού στη διοίκησή της, β) συνειδητοποιήθηκε η οικουμενικότητα
του χριστιανικού κηρύγματος σε συνδυασμό με την εντολή του Κυρίου
«πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη», γ) αποδεσμεύτηκε η Εκκλησία από
4
ορισμένες τυπικές διατάξεις του μωσαϊκού νόμου, όπως η περιτομή και δ)
διατρανώθηκε η ενότητα της Εκκλησίας, η οποία, όταν προκύπτει ένα θέμα,
συνέρχεται, διαλέγεται και με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος αποφαίνεται
αλάθητα. Εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι ο απόστολος Πέτρος δεν διεκδίκησε
στη Σύνοδο αυτή κάποιο πρωτείο, διότι δεν ήταν αυτός ο πρόεδρος της Συνόδου,
ούτε επίσης κάποιο αλάθητο αφού και αυτός εξέφρασε απλώς την γνώμη του σαν
ένας από τους συνέδρους. Τούτο φαίνεται άλλωστε και από την απόφαση της
Συνόδου, η οποία εμφανίζεται ως απόφαση όλης της Εκκλησίας και όχι ενός
προσώπου: «έδωκε τοις αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη
Εκκλησία» λέγει χαρακτηριστικά ο Λουκάς, (Πραξ. 15,22). Τούτο και μόνο,
πέραν τών άλλων τεκμηρίων, αποδεικνύει πόσο αστήρικτες είναι οι αιρετικές
διδασκαλίες των παπικών περί πρωτείου και αλάθητου των Παπών ως διαδόχων
του αποστόλου Πέτρου.
2. Δευτέρα ιεραποστολική περιοδεία.
Από την Αντιόχεια ξεκίνησε και πάλι ο Παύλος για την δεύτερη περιοδεία του,
έχοντας μαζί του συνοδό του τον Σίλα. Κατ’ αρχήν επισκέπτεται πάλι τις
Εκκλησίες, που ίδρυσε στην πρώτη του περιοδεία με σκοπό να στηρίξει τους
πιστούς και να τους καταρτίσει στην κατά Χριστόν ζωή. Από τα Λύστρα
παραλαμβάνει ως συνοδό του τον Τιμόθεο, ο οποίος θα εξελιχθεί αργότερα σε
έναν από τους σπουδαιότερους συνεργάτες του. Κατόπιν διέρχεται τη Φρυγία και
τη Γαλατία, όπου κηρύττει και ιδρύει την Εκκλησία των Γαλατών, την Μύσια,
την Βιθυνία και καταλήγει στην Τρωάδα. Στην συνέχεια, μετά από όραμα,
αποφασίζει να ταξιδέψει με τους συνοδούς του στη Μακεδονία με πρώτο σταθμό
τους Φιλίππους, όπου ιδρύει την πρώτη Εκκλησία επί εύρωπαϊκού εδάφους.
Υπομένει όμως πολλές ταλαιπωρίες και κινδύνους, διότι ραβδίζεται και
φυλακίζεται ως ταραχοποιός και τελικά απελευθερώνεται με θαυμαστή επέμβαση
του Θεού. Κατόπιν επισκέπτεται την Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, όπου κηρύττει
και ιδρύει τις Εκκλησίες των δύο αυτών πόλεων, εν μέσω σκληρών διωγμών και
κινδύνων από τους απειθούντες Ιουδαίους. Ωστόσο το έργο του είχε επιτυχία και
έφερε πολλούς καρπούς. Κατόπιν μεταβαίνει στην Αθήνα με τους Βεροιώτες
συνοδούς του, χωρίς τον Σίλα και τον Τιμόθεο, που έμειναν προσωρινά στην
Βέροια. Εκεί κηρύττει στον Άρειο Πάγο χωρίς μεγάλη επιτυχία, χλευάζεται και
αποπέμπεται από τους Αθηναίους, οι οποίοι εθεώρησαν τα λόγια του
σπερμολογίες, παραμύθια. Από την Αθήνα έρχεται στην Κόρινθο, όπου
παραμένει επί ενάμιση χρόνο κοντά στους σκηνοποιούς Ακίλα και Πρίσκιλλα.
Εδώ το κήρυγμά του υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρο, παρά τις αντιδράσεις των
Ιουδαίων, αφού, όπως σημειώνει ο Λουκάς «πολλοί των Κορινθίων ακούοντες
επίστευον και εβαπτίζοντο», (Πραξ.18,8). Έτσι η Εκκλησία της Κορίνθου θα
αποτελέσει μία από τις σημαντικότερες Εκκλησίες, που ίδρυσε ο Παύλος, προς
την οποία θα αποστείλει αργότερα δύο από τις επιστολές του. Κατά την διάρκεια
της εκεί παραμονής του έγραψε και τις δύο επιστολές του προς Θεσσαλονικείς.
5
Από την Κόρινθο φεύγει στη συνέχεια για την Έφεσο, όπου παραμένει σύντομο
χρονικό διάστημα και κατόπιν ταξιδεύει για την Καισάρεια, τα Ιεροσόλυμα και
τελικά καταλήγει στη βάση των εξορμήσεών του, την Αντιόχεια.
3. Τρίτη ιεραποστολική περιοδεία
Από την Αντιόχεια ξεκινάει και πάλι ο Παύλος για την τρίτη περιοδεία του
γύρω στο 52 μ.Χ. αφού παρέμεινε μικρό χρονικό διάστημα στην πόλη αυτή.
Διέρχεται τη Γαλατία και τη Φρυγία και επισκέπτεται και πάλι τις Εκκλησίες, που
ίδρυσε στις επαρχίες αυτές στις δύο προηγούμενες περιοδείες του με σκοπό να
ενισχύσει και στηρίξει τις ψυχές των πιστών. Τελικά φθάνει στην Έφεσο, όπου
επί τριετία περίπου αναπτύσσει θαυμαστή ιεραποστολική δράση. Στην αρχή
κηρύττει και διαλέγεται στη Συναγωγή των Εβραίων, επειδή όμως αυτοί
εσκληρύνοντο και βλασφημούσαν τη χριστιανική πίστη, ο Παύλος απομα-
κρύνεται από αυτούς και συνεχίζει τη διδασκαλία του στη σχολή κάποιου
Τυράννου. Η δράση του είχε τέτοια επιτυχία ώστε, όπως σημειώνει ο Λουκάς,
«πάντας τους κατοικούντας την Ασίαν ακούσαι τον λόγον του Κυρίου Ιησού
Ιουδαίους τε και Έλληνας» (Πραξ.19,10). Έτσι μπορούμε να πούμε, ότι η Έφεσος
εξελίχθηκε προοδευτικά σε ένα δεύτερο μεγάλο ιεραποστολικό κέντρο του
Παύλου μετά την Αντιόχεια. Στο διάστημα της παραμονής του στην Έφεσο
συνέβησαν και άλλα γεγονότα, που δεν αναφέρονται στις Πράξεις, αλλά τα οποία
συμπεραίνουμε από τις παύλειες επιστολές. Από την προς Γαλάτας, την οποία
έγραψε από την Έφεσο, πληροφορούμαστε για τις σχέσεις του με τις Εκκλησίες
της Γαλατίας, για την δράση των ψευδαποστόλων και των ιουδαϊζόντων
Χριστιανών, οι οποίοι προσπαθούσαν να κλονίσουν το αποστολικό του κύρος και
να υπονομεύσουν το έργο του. Από την προς Κολασσαείς πληροφορούμαστε για
την Εκκλησία των Κολοσσών και των Λαοδικέων, τίς οποίες ίδρυσε μέσω
συνεργατών του, πιθανότατα του Επαφρά, στο διάστημα της παραμονής του στην
Έφεσο. Στην ίδια επιστολή γίνεται λόγος και για άλλη επιστολή του Παύλου προς
Λαοδικείς, (Κολ. 4,16), η οποία όμως δε σώζεται. Επίσης στην Α΄ Κορ.15,32
γίνεται λόγος για θηριομαχία του Παύλου με θηρία, ενώ στην Β΄ Κορ.1,8,10 για
μεγάλο βάρος δοκιμασιών, όπου αντιμετώπισε βέβαιο θάνατο και ίσως τον έσωσε
η αυτοθυσία του Ακίλα και της Πρίσκιλλας, για την οποία ομιλεί στην προς
Ρωμαίους, (16,3,4). Πιθανόν αυτά να σημαίνουν, ότι κατά την παραμονή του
στην Έφεσο πέρασε ένα διάστημα στη φυλακή. Αν αυτό είναι γεγονός, τότε πολύ
πιθανόν οι επιστολές της αιχμαλωσίας: Φιλιππισίους, Κολασσαείς, Φιλήμονα, να
γράφτηκαν από την Έφεσο και όχι από τη Ρώμη. Από την Έφεσο έγραψε ο
Παύλος επιστολή προς Κορινθίους, η οποία προηγήθηκε από τη γνωστή Α΄ πρός
Κορινθίους, στην οποία ο Παύλος κάνει λόγο για τη χαλαρότητα των ηθών των
Κορινθίων και την οποία μνημονεύει στην Α΄ Κορ.5,9, η οποία όμως δεν σώζεται.
Από την Έφεσο επίσης έγραψε τη γνωστή σε μας Α΄ πρός Κορινθίους επιστολή.
Αν λάβουμε υπόψη μας την πληροφορία που μας δίδει στη Β΄ πρός Κορινθίους
«ιδού τρίτον ετοίμως έχω ελθείν προς υμάς» (12,14), για μία τρίτη επίσκεψή του
6
στην Κόρινθο, τότε πρέπει να συμπεράνουμε, ότι προηγήθηκε ενδιάμεσο ταξίδι
του Παύλου από την Έφεσο στην Κόρινθο, όπου όμως υπέστη ατιμωτική προ-
σβολή από κάποιο χριστιανό της Κορίνθου και επέστρεψε αμέσως στην Έφεσο.
Από την Έφεσο ο Παύλος επισκέπτεται την Τρωάδα και τις Εκκλησίες της
Μακεδονίας, τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη, (όπου έγραψε και τη Β΄ πρός
Κορινθίους επιστολή) και την Βέροια. Κατόπιν έφθασε στην Κόρινθο, όπου
παρέμεινε τρεις μήνες. Από εκεί, γύρω στα τέλη του 56 μ.Χ., έγραψε την προς
Ρωμαίους επιστολή. Από την επιστολή αυτή, (15,19), πληροφορούμαστε για τη
δράση του Παύλου στο Ιλλυρικό, η οποία πρέπει να προηγήθηκε της συγγραφής
της προς Ρωμαίους επιστολής και επομένως πρέπει να έγινε προτού ο Παύλος
φθάσει στην Κόρινθο το 56 μ.Χ. πιθανόν μετά την επίσκεψή του στη
Θεσσαλονίκη και στη Βέροια. Από την Κόρινθο εν τω μεταξύ, επειδή
μεσολάβησε επιβουλή των Ιουδαίων με σκοπό να τον φονεύσουν, θεώρησε
σκόπιμο να επιστρέψει δια ξηράς πάλι από την Μακεδονία. Οι επόμενοι σταθμοί
του Παύλου ήταν η Τρωάδα, η Μίλητος, (όπου εξεφώνησε τον μνημειώδη εκείνο
λόγο προς τους πρεσβύτερους της Εκκλησίας), τα Πάταρα της Λυκίας, η Τύρος, η
Πτολεμαΐδα, η Καισάρεια και τέλος τα Ιεροσόλυμα, όπου και περατώνεται η
τρίτη περιοδεία του Παύλου.
4. Τα επακολουθήσαντα γεγονότα της ζωής του Παύλου
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του Παύλου στα Ιεροσόλυμα και καθ’ ον
χρόνον βρίσκεται στο ιερό του Ναού, για να υποβληθεί στους διατεταγμένους
αγνισμούς κατ’ απαίτηση των πρεσβύτερων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων,
προκαλείται αναταραχή των Ιουδαίων, οι οποίοι, μόλις αντιλαμβάνονται την
παρουσία του, επιζητούν να τον συλλάβουν και να τον φονεύσουν. Σώζεται όμως
από βέβαιο θάνατο με την επέμβαση του Ρωμαίου χιλίαρχου. Επακολουθεί
απολογία του ενώπιον μελών του ιουδαϊκού συνεδρίου, συνωμοσία των Ιουδαίων
και δολοφονική απόπειρα εναντίον του, χωρίς όμως επιτυχία. Κατόπιν
αποστέλλεται στο Ρωμαίο διοικητή της Καισαρείας Φίληκα. Εκεί παραμένει
φυλακισμένος επί δύο χρόνια, ενώ υφίσταται νέες ανακρίσεις και δίκες ενώπιον
των Ρωμαίων ηγεμόνων Φίληκος, Φήστου και Αγρίππα και των μελών του
ιουδαϊκού συνεδρίου. Μετά από έφεση του Παύλου να δικαστεί ως Ρωμαίος
πολίτης προ του Καίσαρος, αποφασίζεται να μεταφερθεί δέσμιος δια θαλάσσης
μέχρι τη Ρώμη. Ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι, που κατέληξε σε ναυάγιο,
έφθασε τελικά στη Ρώμη, όπου παρέμεινε επί δύο χρόνια φυλασσόμενος από
ρωμαϊκή φρουρά. Εκεί έγραψε την προς Εφεσίους επιστολή και σύμφωνα με την
παράδοση και τις άλλες επιστολές της αιχμαλωσίας, δηλαδή την προς
Φιλιππησίους, προς Κολασσαείς και την προς Φιλήμονα. Στην Ρώμη ο Παύλος
αφού δικάστηκε και αθωώθηκε, φαίνεται ότι επιχείρησε και τέταρτη περιοδεία, αν
λάβουμε υπόψη μας τα όσα ανακοίνωσε στην προς Ρωμαίους επιστολή του
(Ρωμ.15,24), όπου γίνεται λόγος για μελλοντική επίσκεψή του στην Ισπανία,
όπως επίσης και τη μαρτυρία του Κλήμεντος Ρώμης, ο οποίος λέγει, ότι ο Παύλος
7
ταξίδεψε μέχρις εσχάτων της Δύσεως, δηλαδή μέχρι την Ισπανία. Ο Παύλος, στο
δρόμο για την Ισπανία πέρασε από την Μασσαλία, όπου του δόθηκε η ευκαιρία
να επισκεφτεί τους εκεί ευρισκόμενους Χριστιανούς, που αποτέλεσαν τους
πρώτους πυρήνες τής χριστιανικής Εκκλησίας της Γαλλίας. Στην Ισπανία οι
τοπικές παραδόσεις μιλούν πολύ έντονα για την παρουσία του Παύλου στη χώρα
και την εγκατάσταση του μαθητή του Ρούφου, ως πρώτου επισκόπου. Την άνοιξη
του 65 μ.Χ. ο Παύλος επιστρέφει στην Ανατολή, επισκέπτεται την Κρήτη, όπου
αφήνει τον Τίτο να οργανώσει την τοπική Εκκλησία, κατόπιν δε ανεβαίνει στην
Κόρινθο, όπου αφήνει τον Έραστο. Στη συνέχεια έρχεται με τούς συνοδούς του
στη Νικόπολη της Ηπείρου όπου παραμένει το χειμώνα του 65 μ.Χ. Όταν το 66
μ.Χ. άρχισε η ιουδαϊκή επανάσταση στην Παλαιστίνη, ο Παύλος βρέθηκε στην
Έφεσο, όπου άφησε τον Τιμόθεο και μετά αναχώρησε για άγνωστη σε μας
κατεύθυνση. Πιθανότατα τον συνέλαβαν κοντά στην Έφεσο και τον οδήγησαν
στη Ρώμη αιχμάλωτο μαζί με άλλους Ιουδαίους. Από εκεί έστειλε στον Τιμόθεο
την Β΄ ἐπιστολή του, την τελευταία από όλες τις σωζόμενες επιστολές του. Αυτή
τη φορά η καταδίκη του σε θάνατο εκδόθηκε πολύ γρήγορα. Μαρτύρησε κατά το
διωγμό του Νέρωνα με αποκεφαλισμό το 67 μ.Χ. Έτσι περατώνεται η ουρα-
νόδρομη πορεία του αποστόλου των Εθνών, του κορυφαίου μεταξύ των απο-
στόλων, του αποστόλου, ο οποίος «περισσότερον πάντων εκοπίασε » για την
δόξα του Χριστού.
β. Ο απόστολος Πέτρος
Οι ευαγγελικές διηγήσεις μας δίνουν πολλά βιογραφικά στοιχεία σχετικά με την
καταγωγή του Πέτρου, το επάγγελμά του, την κλίση του από τον Κύριο στο
κύκλο των 12 μαθητών, την πρωτεύουσα θέση, που κατέλαβε μεταξύ αυτών, τον
ορμητικό και ενθουσιώδη χαρακτήρα του, τις πρωτοβουλίες, που έπαιρνε και τον
πρωταγωνιστικό ρόλο, τον οποίο έπαιξε σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια
της δημοσίας δράσης του Κυρίου. Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, εδώ
μόνο επιγραμματικά προσθέτουμε την εμπειρία του γεγονότος της
Μεταμορφώσεως επάνω στο όρος Θαβώρ, την παρουσία του στη δίκη του
Κυρίου, την τριπλή άρνησή του, την εμπειρία του γεγονότος της αναστάσεως, της
Αναλήψεώς του και της Πεντηκοστής. Για την ιεραποστολική δραστηριότητά του
από την Πεντηκοστή μέχρι την αποστολική σύνοδο το 49 μ.Χ. αναφερθήκαμε ήδη
συνοπτικά προηγουμένως. Οι ειδήσεις για την περαιτέρω δράση του είναι
ασαφείς και προέρχονται κυρίως από την παράδοση και από μεταγενεστέρους
εκκλησιαστικούς σύγγραφείς. Ο Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του (2,11-
13) μας πληροφορεί, ότι ο Πέτρος επισκέφτηκε την Αντιόχεια μετά την
Αποστολική Σύνοδο, όπου και τον ήλεγξε για τη μη ξεκάθαρη στάση του
απέναντι στους εξ’ Ιουδαίων χριστιανούς. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος
αναφέρει, ότι ο Πέτρος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ιουδαίους της διασποράς,
στον Πόντο, στη Γαλατία, στη Βιθυνία, στην Καππαδοκία και στην Ασία,
βασιζόμενος κυρίως στη μαρτυρία της πρώτης Καθολικής του Επιστολής. Στην
8
ίδια επιστολή του κάνει επίσης λόγο για «την εν Βαβυλώνι συνεκλεκτή» και
πιθανόν εδώ υπονοεί τη Ρώμη. Οι Παπικοί δέχονται ότι ο Πέτρος βρέθηκε στη
Ρώμη ύστερα από τη θαυμαστή αποφυλάκισή του, για την οποία ομιλεί ο Λουκάς
στις Πράξεις, (12,1-17), το 42 ή 44 μ.Χ. και ότι έμεινε στην πόλη αυτή ως πρώτος
επίσκοπος για 25 χρόνια, ένα μήνα και οκτώ ημέρες, μέχρι τον μαρτυρικό θάνατό
του το 64 μ.Χ. κατά τον διωγμό του Νέρωνα. Ωστόσο η παράδοση αυτή δεν
ευσταθεί, διότι στηρίζεται σε μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα χειρόγραφα, τις
λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις». Πέραν τούτου ο πρώτος επίσκοπος της
Ρώμης ήταν ο Λίνος, όπως μαρτυρείται από αρχαίο κατάλογο που συνέταξε ο
επίσκοπος Ρώμης Σωτήρ (166-174μ.Χ.). Η ίδια Εκκλησία προσπαθεί, αιώνες
τώρα, να στηρίξει επάνω στον Πέτρο το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης, το οποίο
κατανοεί ως πρωτείο κυριαρχικής εξουσίας πάνω σ’ όλη την Εκκλησία και όχι ως
πρωτείο τιμής. Προς το σκοπό αυτό επικαλείται δύο κυρίως βιβλικά χωρία: Το
χωρίο Ματθ. 16,18 στο οποίο ο Κύριος απευθυνόμενος προς τον Πέτρο λέγει:
«καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την
Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Η φράση του Κυρίου «και
επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησία» δεν αναφέρεται στο πρόσωπο
του Πέτρου, αλλά στην ομολογία του, που έγινε ύστερα από αποκάλυψη του
Θεού Πατέρα. Η θεμέλιος πέτρα, πάνω στην οποία οικοδομείται η Εκκλησία, δεν
είναι ο Πέτρος, αλλά ο Χριστός και στη συνέχεια οι απόστολοι, σύμφωνα με το
λόγο του Παύλου «θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον,
ος έστιν Ιησούς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3,11) και σύμφωνα με τον άλλο λόγο του:
«εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών όντος
ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Εφ.2,20.) Συνεπώς η πέτρα του χωρίου
αυτού δεν ταυτίζεται με τον Πέτρο αποκλειστικά, όπως επίσης η εξουσία του
δεσμείν και λύειν, για την οποία γίνεται λόγος στον επόμενο στίχο «και δώσω σοι
τα κλείς της βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης επί της γής έσται
δεδεμένον εν τους ουρανοίς», δεν ήταν δικαίωμα μόνο του Πέτρου. Την ίδια
εξουσία του δεσμείν και λύειν έδωσε ο Χριστός και στους άλλους αποστόλους,
σύμφωνα με το λόγον του μετά τήν ανάσταση «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας,
αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε, κεκράτηνται» (Ιωαν.20,23.2). Το δεύτερο
χωρίο είναι το κατά Ιωάννην 21,15,17, όπου ο Ιησούς ομιλεί με τον Πέτρο στην
Τιβεριάδα μετά την ανάσταση. Εκεί ο Ιησούς τρεις φορές ερωτά τον Πέτρο αν
τον αγαπά και τρεις φορές τον προτρέπει να ποιμάνει τα λογικά του πρόβατα. Η
τριπλή επανάληψη της φράσεως του Κυρίου «ποίμαινε τα πρόβατά μου» με τις
παραλλαγές της δεν σημαίνει, ότι ο Χριστός διορίζει τον Πέτρο παγκόσμιο
ποιμένα της Εκκλησίας, αλλά ότι τον αποκαθιστά στο αποστολικό αξίωμα ύστερα
από την τριπλή άρνηση του Χριστού, που έγινε λίγο πριν από το σταυρικό του
θάνατο. Εξ άλλου η αγάπη την οποία ζητάει από τον Πέτρο σαν προϋπόθεση για
να ποιμάνει τα πρόβατά του, δεν ήταν αποκλειστικό γνώρισμα μόνο του Πέτρου,
αλλά όλων των μαθητών, κάτ’ εξοχήν δε του Ιωάννου σύμφωνα με τη μαρτυρία,
που δίνει ο ίδιος για τον εαυτό του, ως μαθητού «ον ηγάπα ο Ιησούς».
9
Πέρα από αυτά πρέπει να τονιστεί, ότι ο Πέτρος δεν είναι ο ιδρυτής της
Εκκλησίας τής Ρώμης. Στη Ρώμη ο Χριστιανισμός δεν κηρύχτηκε από τους
αποστόλους, διότι πολύ προτού να μεταβούν οι απόστολοι Παύλος και Πέτρος
στη Ρώμη ο Χριστιανισμός είχε διαδοθεί από άγνωστους Χριστιανούς, που
άκουσαν, είτε το κήρυγμα του Πέτρου στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της
Πεντηκοστής, είτε τον Παύλο αργότερα στις διάφορες πόλεις, όπου αυτός
εκήρυξε. Η συνεχής μετάβαση πολλών ανθρώπων από τις ανατολικές επαρχίες
στη Ρώμη για προσωπικές υποθέσεις και για εμπορικούς λόγους, και αντίστροφα,
πολλών Ρωμαίων προς τις ανατολικές επαρχίες συντέλεσαν ώστε να δημιουργηθεί
πολύ νωρίς η πρώτη αρχέγονη εκκλησιαστική κοινότητα της Ρώμης. Έτσι
εξηγείται και το γεγονός, ότι ο Παύλος στο 16ο κεφάλαιο της επιστολής του προς
τους Ρωμαίους στέλνει πλήθος ασπασμών σε πιστούς μιας πόλης, στην οποία δεν
εκήρυξε ακόμη και οι οποίοι ήταν γνωστοί του και συνδέονταν μαζί του. Πέραν
αυτών, μέχρι την ώρα που ο Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους επιστολή το 56
μ.Χ. κανένας απόστολος δεν είχε περάσει ακόμη από τη Ρώμη. Και τούτο διότι,
εάν άλλος απόστολος είχε πάει στη Ρώμη και είχε κηρύξει το Ευαγγέλιο πριν από
αυτόν, δεν θα εξέφραζε την επιθυμία να έρθει στη Ρώμη για να ευαγγελιστεί σ’
αυτούς τον Χριστό, όπως τούτο φαίνεται από όσα λέγει στον πρόλογο, (1,15), της
προς Ρωμαίους επιστολής, αφού όπως αναφέρει στην ίδια επιστολή του σε άλλη
συνάφεια, (15,20), δεν συνήθιζε να κηρύττει εκεί, όπου είχε ακουστεί το όνομα
του Χριστού «ίνα μη επ’ αλλότριον θεμέλιον οικοδομεί», δηλαδή για να μην
οικοδομεί πάνω στον κόπο άλλων αποστόλων.
γ. Ο απόστολος Ιωάννης.
Ο Ιωάννης, υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και αδελφός του Ιακώβου,
ψαράς στο επάγγελμα, υπήρξε μαθητής του Προδρόμου προτού τον καλέσει ο
Χριστός. Η πρώτη του γνωριμία με το Χριστό έγινε στην έρημο του Ιορδάνου.
Όταν αργότερα ήρθε ο Χριστός στη Γαλιλαία και κάλεσε τα δύο αδέλφια, αυτοί
αμέσως εγκατέλειψαν τα πάντα και τον ακολούθησαν. Ανήκε στον κύκλο των
δώδεκα, από τους οποίους μάλιστα ξεχώριζε αυτός με τον αδελφό του και τον
Πέτρο. Αυτούς τους τρεις μόνον παρέλαβε ο Κύριος σε ορισμένα θαύματα, ή
αποκαλύψεις του, όπως στην Μεταμόρφωση, στην ανάσταση της θυγατρός του
Ιαείρου και στην αγωνιώδη προσευχή Του στον κήπο της Γεθσημανή.
Παρακολούθησε από κοντά την εξέλιξη της δίκης του Κυρίου ενώπιόν του Άννα
και του Καϊάφα. Ήταν παρών κατά την ώρα της σταυρώσεως στο Γολγοθά και σ’
αυτόν εμπιστεύθηκε ο Κύριος τη φροντίδα της μητέρας του. Έγινε αυτόπτης
μάρτυς της αναστάσεως και της αναλήψεώς Του. Την ημέρα της Πεντηκοστής
ήταν παρών στο υπερώο μαζί με τους άλλους μαθητές και δέχθηκε την
επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος. Μετά την Πεντηκοστή για ένα διάστημα
συνεργάσθηκε με τον Πέτρο στο κήρυγμα και στην Ιεραποστολή. Για τη συνερ-
γασία του αυτή στην Ιερουσαλήμ αναφερθήκαμε ήδη προηγουμένως. Ήταν
10
επίσης παρών στην Αποστολική Σύνοδο το 49 μ.Χ., αλλά μάλλον δεν βρισκόταν
στα Ιεροσόλυμα κατά την δεύτερη μετάβαση του Παύλου το 58 μ.Χ.
Οι ειδήσεις για την παραπέρα ζωή και δράση του αποστόλου είναι μάλλον
συγκεχυμένες και προέρχονται κυρίως από την Παράδοση. Μετά το θάνατο του
αδελφού του Ιακώβου πιθανόν για ένα διάστημα να έφυγε με το ευαγγελιστή
Μάρκο στην Αίγυπτο. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Πέτρου ανέλαβε την
πρωτοβουλία και τη μέριμνα όλης της Εκκλησίας. Επισκέφθηκε τη Μικρά Ασία,
όπου ανέπτυξε θαυμαστή ιεραποστολική δράση με κέντρο την Έφεσο μέχρι το
θάνατό του. Καταπολέμησε τις αιρέσεις και μάλιστα το Γνωστικισμό και το
Νικολαϊτισμό και στερέωσε τις Εκκλησίες στην Ορθόδοξη πίστη. Γίνεται ο «υιός
της βροντής», (Μαρκ.3,17) κατά την προφητική ρήση του Κυρίου, ο κεραυνός
που συντρίβει τους αιρετικούς. Στον διωγμό του Δομετιανού εξορίσθηκε στην
Πάτμο, όπου έγραψε την Αποκάλυψη. Μετά τον θάνατο του Δομετιανού, το 96
μ.Χ., επέστρεψε στην Έφεσο, όπου σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ειρηναίου,
έγραψε το Ευαγγέλιό του στα χρόνια του Τραϊανού, (98-117μ.Χ.). Την συγγραφή
των τριών Καθολικών Επιστολών θα πρέπει να τοποθετήσουμε μετά την
συγγραφή της Αποκαλύψεως και προ της συγγραφής του Ευαγγελίου του.
Ο Ιερώνυμος αναφέρει ότι όταν έφθασε σε μεγάλη ηλικία, δεν μπορούσε πια να
περιοδεύει και να κηρύττει στους Χριστιανούς. Γι’ αυτό οι μαθητές του τον
μετέφεραν σε φορείο στις συνάξεις των πιστών. Και επειδή δεν μπορούσε να
κάνει μεγάλα κηρύγματα, κήρυττε πάντοτε με τρεις λέξεις: «τεκνία αγαπάτε
αλλήλους». Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας μας πληροφορεί, ότι ο Ιωάννης κάποτε
πήρε τα βουνά, για να σώσει έναν πιστό, που εγκατέλειψε την χριστιανική ζωή
και συνδέθηκε με ληστρική συμμορία. Ο Ειρηναίος μνημονεύει ακόμη, ότι ο
Ιωάννης αποστρεφόταν με πάθος τους αιρετικούς. Όταν κάποτε βρέθηκε σε
δημόσιο λουτρό και έμαθε, ότι ήταν μέσα ο αιρεσιάρχης Κήρινθος, βιάστηκε να
φύγει λέγοντας: «Ας φύγουμε μην πέσει και το λουτρό, αφού είναι μέσα ο
Κήρινθος, ο εχθρός της αλήθειας».Η παράδοση μας διασώζει μία απειρία
θαυμάτων του αγίου, που μπορεί κανείς να βρει στα συναξάρια της Εκκλησίας,
(26 Σεπτεμβρίου και 8 Μαΐου). Ένα από αυτά αναφέρεται στο παράδοξο θαύμα,
που συμβαίνει κάθε χρόνο στις 8 Μαΐου στον τάφο του αγίου. Εκεί, την ημέρα
εκείνη, αναβρύζει μια σκόνη, που οι ντόπιοι την ονομάζουν «Μάνα». Από αυτό
το «Μάνα» παίρνουν οι πάσχοντες και με πολλή πίστη «μεταχειρίζονται εις
απολύτρωσιν κάθε πάθους, εις ιατρείαν ψυχών και εις υγείαν σωμάτων». Ο
Ιωάννης εκοιμήθη στην Έφεσο, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ευσεβίου κατά το
έβδομο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Τραϊανού γύρω στο 104 μ.Χ. σε
ηλικία πάνω από 100 ετών. Ορισμένοι χριστιανοί από την Έφεσο ήρθαν μετά τον
θάνατό του στον τάφο του, και αφού ανέσκαψαν, δε βρήκαν το σκήμωμά του. Το
γεγονός αυτό αποτέλεσε την απαρχή της παράδοσης περί της μεταστάσεώς του.
δ. Ο απόστολος Ανδρέας.
11
Ο Ανδρέας, αδελφός του Πέτρου, καταγόταν από την πόλη Βηθσαϊδά και ήταν
ψαράς στο επάγγελμα, όπως και ο αδελφός του. Όταν ο Πρόδρομος εμφανίστηκε
στο δημόσιο κήρυγμά του, ο Ανδρέας προσκολλήθηκε σ’ αυτόν και έγινε
μαθητής του μαζί με τον Πέτρο. Αυτός πρώτος, (εξ’ ου και πρωτόκλητος), με τον
Ιωάννη αξιώνεται να έχει την πρώτη γνωριμία και συνομιλία με τον Ιησού,
προτού ακόμη αυτός αρχίσει το δημόσιο έργο του στη Γαλιλαία, ενώ δηλαδή
βρισκόταν στα περίχωρα του Ιορδάνη. Η πρώτη αυτή γνωριμία εντυπωσίασε τόσο
βαθιά τον Ανδρέα, ώστε στη συνέχεια έσπευσε αμέσως να γνωστοποιήσει το
γεγονός στον Πέτρο και να τον φέρει στον Ιησού. Όταν αργότερα ο Ιησούς ήλθε
στη Γαλιλαία και κάλεσε τα δύο αδέλφια να τον ακολουθήσουν, αυτοί οριστικά
πλέον τον ακολούθησαν, αφού εγκατέλειψαν τα πάντα. Από τότε ο Ανδρέας
γίνεται πιστός μαθητής του Χριστού και συγκαταλέγεται στην πρώτη τετράδα των
δώδεκα μαθητών. Η παρουσία του και ο ρόλος του γίνεται εμφανής σε δύο
περιπτώσεις: α) στο θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων, όταν παίρνει το
λόγο για να πει, ότι υπάρχουν μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια διαθέσιμα, τα
οποία είναι αδύνατον να επαρκέσουν για τόσο πολύ λαό, β) όταν κάποιοι Έλληνες
προσήλυτοι ζήτησαν να δουν τον Ιησού, τότε παρενέβησαν ο Ανδρέας με τον
Φίλιππο για να διευκολύνουν την πρόσβασή τους προς Αυτόν. Μετά την
ανάσταση ο Ανδρέας είναι παρών και αυτόπτης μάρτυρας του αναστάντος
Χριστού σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται λόγος στην Καινή Διαθήκη
για τις εμφανίσεις του αναστάντος στους μαθητές, όπως επίσης και της
αναλήψεώς του στο όρος των Ελαιών. Είναι παρών κατά την ημέρα της
Πεντηκοστής και δέχεται την επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος μαζί με όλους
τους μαθητές, όπως επίσης αργότερα το 49 μ.Χ. στην Αποστολική Σύνοδο των
Ιεροσολύμων.
Για την παραπέρα ιεραποστολική δράση του αποστόλου Ανδρέα τίποτε δε
γνωρίζουμε από την Καινή Διαθήκη. Από την Παράδοση πληροφορούμαστε, ότι
ο Ανδρέας εκήρυξε μαζί με τον Πέτρο και άλλους μαθητές στη Σινώπη του
Ευξείνου Πόντου, τόσο προς τους Ιουδαίους όσο και προς τους εθνικούς. Το
κήρυγμά του καρποφόρησε παρά τις δυσκολίες και τους πρώτους πενιχρούς
καρπούς. Από την Σινώπη ο Ανδρέας μαζί με τον Ματθία και άλλους μαθητές
πήγαν στη Σαμψούντα, όπου ίδρυσαν Εκκλησία. Αφού περιόδευσε τον Πόντο,
την Ιβηρία και τη χώρα των Πάρθων, επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. Στη δεύτερη
περιοδεία του μέσω της Αντιοχείας πήγε στην Έφεσο, την Λαοδίκεια της
Φρυγίας, την Οδυσσούπολη της Μυσίας, την Νίκαια της Βιθυνίας, την
Νικομήδεια, την Χαλκηδόνα, την Άμαστρη, για να καταλήξει και πάλι στη
Σινώπη. Αργότερα επισκέφθηκε τη Σαμψούντα και Τραπεζούντα, τους Αλανούς,
Ζηκχούς, Βοσπορινούς και Χερσονήτες, για να επιστρέψει ακόμη μία φορά στη
Σινώπη. Στη συνέχεια πέρασε από το Βυζάντιο, την Ηράκλειά τής Θράκης, την
Σκυθία, την Μακεδονία και την Πελοπόννησο, με τελικό σταθμό την Πάτρα. Ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, (8ος αιώνας μ.Χ.), όπως και άλλοι
μεταγενέστεροι συγγραφείς γράφει, ότι ο Ανδρέας εκήρυξε στο Βυζάντιο, ίδρυσε
ναό στην Αργυρούπολη και χειροτόνησε επίσκοπο τον Στάχυ. Επομένως το
12
Βυζάντιο δεν έμεινε έξω από τη δράση του Ανδρέα, γι’ αυτό και η Εκκλησία της
Κωνσταντινουπόλεως δικαίως θεωρεί ως ιδρυτή της τον Πρωτόκλητο και η 30η
Νοεμβρίου θεωρείται ως η θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το
κήρυγμα του αποστόλου και τα θαύματά του στην Πάτρα είχαν θαυμαστούς
καρπούς. Με ορμητήριο την Πάτρα ο Ανδρέας εκήρυξε σε όλη την Αχαΐα, την
εποχή που ήταν ανθύπατοι ο Λέσβιος και ο διάδοχός του Αιγεάτης. Τον Λέσβιο
πέτυχε να τον προσελκύσει στο Χριστό όπως και τη σύζυγό του Αιγεάτη
Μαξιμίλλα. Μαρτύρησε στην Πάτρα με σταυρικό θάνατο πιθανώς την εποχή του
διωγμού του Νέρωνα.
ε. Ο απόστολος Ιάκωβος του Ζεβεδαίου.
Ο απόστολος Ιάκωβος, υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και αδελφός του
Ιωάννου ήταν και αυτός ψαράς στο επάγγελμα. Κλήθηκε από τον Χριστό μαζί με
τον αδελφό του τον Ιωάννη αμέσως μετά την κλήση των δύο άλλων αδελφών,
Ανδρέου και Πέτρου. Ανήκε στο στενότερο κύκλο των τριών κορυφαίων
μαθητών μαζί με τον Πέτρο και τον αδελφό του. Από τον ευαγγελιστή Μάρκο
πληροφορούμαστε, ότι ο Ιησούς αποκάλεσε τα δύο αδέλφια «υιούς της βροντής»,
για να χαρακτηρίσει τη φλογερή και σφοδρά ιδιοσυγκρασία των δύο αποστόλων,
που εκδηλώθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις. Για παράδειγμα όταν ο Ιησούς
περνούσε από κάποια πόλη Σαμαρειτών και οι κάτοικοί της δεν τον δέχθηκαν, οι
δύο μαθητές ζήτησαν από το Χριστό να κατέβει φωτιά από τον ουρανό για να
τους κατακαύσει, όπως άλλοτε έκαμε και ο προφήτης Ηλίας. Σε άλλη περίπτωση,
όταν ο Ιησούς για τελευταία φορά ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα για να σταυρωθεί,
τον πλησίασαν τα δύο αδέλφια, Ιάκωβος και Ιωάννης και ζήτησαν από αυτόν
τιμές και πρωτοκαθεδρίες, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση των άλλων
μαθητών. Ήταν παρών και αυτόπτης μάρτυς του πάθους και της αναστάσεως του
Κυρίου και αργότερα της αναλήψεώς του. Έδρασε ιεραποστολικά στην αρχέγονη
Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Είχε πρώιμο τέλος, διότι υπέστη μαρτυρικό θάνατο
το 44 μ.Χ., κατά διαταγή του βασιλέως της Παλαιστίνης Ηρώδη Αγρίππα.
στ. Ο απόστολος Φίλιππος.
Ο Φίλιππος καταγόταν από την Βηθσαϊδά και ήταν συμπατριώτης των αδελφών
Ανδρέα και Πέτρου. Από αυτούς κατά πάσαν πιθανότητα πληροφορήθηκε για το
Χριστό, γι’ αυτό και όταν ο Χριστός τον εκάλεσε, αυτός αμέσως τον ακολούθησε.
Στη συνέχεια θεώρησε καθήκον του να γνωστοποιήσει και στο φίλο του
Ναθαναήλ τον μεγάλο θησαυρό που βρήκε και να τον φέρει στον Χριστό. Κατά
την ώρα του μυστικού δείπνου παρενέβη και ζήτησε από τον Ιησού να τους δείξει
τον Πατέρα: «Κύριε δείξον ημίν τον Πατέρα και αρκεί ημίν» (Ιω.14,8). Αξιώθηκε
να δει τον αναστάντα μαζί με τους άλλους μαθητές, όπως και την ανάληψή του.
Μετά την Πεντηκοστή, σύμφωνα με την εκκλησιαστική Παράδοση, ο Φίλιππος
κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Φρυγία και στη Σκυθία. Έδρασε επίσης και
13
θαυματούργησε στην Ιεράπολη της Φρυγίας, όπου και πέθανε. Υπάρχει και η
παράδοση, ότι εμαρτύρησε και μάλιστα, ότι σταυρώθηκε με το κεφάλι προς τα
κάτω. Η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Νοεμβρίου.
ζ. Ο απόστολος Βαρθολομαίος.
Ο Βαρθολομαίος, ή Ναθαναήλ, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ήταν φίλος του
Φιλίππου, από τον οποίο και οδηγήθηκε στο Χριστό. Γι’ αυτόν ο Κύριος έδωσε
μαρτυρία, ότι ήταν άδολος και ειλικρινής άνθρωπος. Μέσα στον κύκλο των
δώδεκα ο Βαρθολομαίος έμεινε μάλλον στην αφάνεια, διότι τίποτε το ιδιαίτερο
γι’ αυτόν δε μας αναφέρουν τα ευαγγελικά κείμενα. Σύμφωνα με την Παράδοση
πρώτος ο Βαρθολομαίος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στις Ινδίες, ενώ η Συριακή
παράδοση αναφέρει, ότι πρώτος ιεραπόστολος των Ινδιών ήταν ο Θωμάς.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Βαρθολομαίος εκήρυξε στην Αρμενία, όπου και
εμαρτύρησε στην πόλη Νισύβη. Η μνήμη του εορτάζεται στις 11 Ιουνίου.
η. Ο απόστολος Ματθαίος.
Ο Ματθαίος καταγόταν πιθανώς από την Καπερναούμ, όπου ασκούσε το
επάγγελμα του τελώνου. Είναι γνωστός από το Ευαγγέλιό του, που φέρει το
όνομά του. Αν και ως τελώνης είχε παρασυρθεί σε βάθος κακών και έφθασε στο
έσχατο όριο της αμαρτίας, ωστόσο είχε στο βάθος της ψυχής του κάποια στοιχεία
καλής προαιρέσεως, διατηρούσε κάποιους σπινθήρες ειλικρινείας και αγάπης
προς την αλήθεια. Και αυτούς ακριβώς τους σπινθήρες διέκρινε ο παντογνώστης
Κύριος, ώστε τελικά να τον καλέσει στο αποστολικό αξίωμα. Είναι δε η κλήση
αυτή η πλέον καταπληκτική και θαυμαστή από τις κλήσεις όλων των άλλων
μαθητών. Την κλήση του από τον Χριστό ο Ματθαίος εθεώρησε υπόθεση
μεγάλης χαράς, γι’ αυτό και παρέθεσε πανηγυρικό γεύμα στο σπίτι του, στο οποίο
προσεκάλεσε τον Χριστό με τους μαθητές του, όπως και άλλους φίλους του
τελώνες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοσίας δράσης του Κυρίου δεν γίνεται
εμφανής η παρουσία του μέσα στον κύκλο των δώδεκα, όπως και μετά την
ανάσταση του Κυρίου και την Πεντηκοστή παραμένει μέσα στην αφάνεια.
Φαίνεται, ότι τουλάχιστον μέχρι τον λιθοβολισμό του Στεφάνου, έμεινε στα
Ιεροσόλυμα μαζί με τους άλλους αποστόλους παρά το διωγμό που ξέσπασε σ’
ολόκληρη την πόλη. Σύμφωνα με την Παράδοση ο Ματθαίος εκήρυξε στην αρχή
και για πολύ καιρό στην Παλαιστίνη, όπου έγραψε και το Ευαγγέλιό του. Ο
ιστορικός Ευσέβιος μας πληροφορεί, ότι ο Ματθαίος, αφού πιο μπροστά εκήρυξε
στους Εβραίους, όταν επρόκειτο να πάει σε άλλους λαούς, τους άφησε το
Ευαγγέλιό του γραμμένο στην πατρική τους γλώσσα και έτσι αναπλήρωσε με το
κείμενο αυτό την έλλειψη της παρουσίας του σ’ εκείνους από τους οποίους
έφευγε. Μετά την Παλαιστίνη εκήρυξε στην Αραβία, Περσία, Συρία, Μηδία,
Μακεδονία και κυρίως στους Αιθίοπες και την Παρθία, όπου και πέθανε. Η
μνήμη του τιμάται στις 16 Νοεμβρίου.
14
θ. Ο απόστολος Θωμάς.
Μέσα στον κύκλο των δώδεκα συγκαταριθμείται και ο Θωμάς με την
προσωνυμία «Δίδυμος», κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, όπως τούτο μαρτυρούν οι
αποστολικοί κατάλογοι των τριών συνοπτικών Ευαγγελιστών. Η παρουσία του
και ο ρόλος του μέσα στον κύκλο των δώδεκα γίνεται εμφανής σε τρεις
χαρακτηριστικές περιπτώσεις, τις οποίες μνημονεύει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Όταν ο Ιησούς είπε στους μαθητές του να μεταβούν στην Βηθανία προκειμένου
να αναστήσει το φίλο του Λάζαρο, παρά το γεγονός, ότι οι Ιουδαίοι επιζητούσαν
να τον θανατώσουν, παρενέβη ο Θωμάς και με θαρραλέο φρόνημα είπε στους
άλλους μαθητές: «άγωμεν και ημείς ίνα συναποθάνωμεν μέτ’ αυτού». Σε άλλη
περίπτωση κατά τη διάρκεια του μυστικού Δείπνου, λίγο προ του πάθους, όταν ο
Χριστός είπε: «και όπου εγώ υπάγω οίδατε και την οδόν οίδατε», δηλαδή
γνωρίζετε εκεί όπου πηγαίνω και τον δρόμο που οδηγεί προς τα εκεί, παίρνει το
λόγο ο Θωμάς και λέγει «Κύριε ουκ οίδαμεν που υπάγεις και πως δυνάμεθα την
οδόν ειδέναι;». Σε άλλη περίπτωση, όταν ο Ιησούς μετά την ανάσταση
εμφανίσθηκε στους μαθητές, απόντος του Θωμά, οι άλλοι συμμαθητές του
προσπαθούσαν να τον πείσουν για το χαρμόσυνο γεγονός της αναστάσεως. Αυτός
όμως πεισματικά ηρνείτο να πιστεύσει, αν δε βεβαιωνόταν πρώτα με όλες του τις
αισθήσεις: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων και βάλω τον
δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν
αυτού, ου μη πιστεύσω». Όταν δε μετά από οκτώ ημέρες πάλι εμφανίσθηκε,
παρόντος και του Θωμά, η προηγούμενη απιστία του μεταβλήθηκε σε
θριαμβευτική ομολογία της θεότητός του: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Κατά
την Παράδοση ο Θωμάς εκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Συρία, την Περσία και τις
Ινδίες. Στις Ινδίες κυκλοφορούν επίσης πολλές τοπικές παραδόσεις για τη
μετάβαση του Θωμά και την ίδρυση από αυτόν χριστιανικής Εκκλησίας. Ο
Θωμάς κατά την παράδοση λογχίστηκε στην πόλη Καλαμίνα των Ινδιών, όπου
και θάφτηκε, τα δε οστά του διατηρούνται στην Έδεσσα της Συρίας τουλάχιστον
από τα μέσα του 4ου αιώνα.
ι. Ο απόστολος Ιούδας του Ιακώβου.
Ο Ιούδας ήταν υιός του Ιακώβου, ονομαζόταν δε και Λεβαίος, ή Θαδαίος.
Ανήκε στον κύκλο των δώδεκα και είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον Ιούδα τον
Ισκαριώτη, διότι ο πρώτος είχε πατέρα τον Ιάκωβο ενώ ο δεύτερος τον Σίμωνα. Ο
ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας διακρίνει τον απόστολο Ιούδα, Λεβαίο η Θαδαίο,
από τον Θαδαίο, που ήταν μαθητής του Κυρίου από τον κύκλο των εβδομήκοντα,
ο οποίος, κατά την παράδοση, πήγε ύστερα από την ανάσταση του Χριστού με
την εντολή του Χριστού, μέσω του αποστόλου Θωμά, στην Έδεσσα της Συρίας,
όπου εκήρυξε το Ευαγγέλιο και εθεράπευσε το βασιλιά Αύγαρο. Η παρουσία του
αποστόλου γίνεται εμφανής σε μία περίπτωση κατά την ώρα του μυστικού
15
Δείπνου, όταν πήρε τον λόγο για να ρωτήσει τον Κύριο: «Κύριε και τι γέγονεν,
ότι ημίν μέλλεις εμφανίζειν σεαυτόν και ουχί τω κόσμω;», δηλαδή τι σε
εμποδίζει, ώστε στο μέλλον να εμφανίζεις τον εαυτό σου όχι μόνο σε μας, αλλά
και σ’ όλο τον κόσμο; Ο απόστολος Ιούδας σύμφωνα με την Παράδοση εκήρυξε
το Ευαγγέλιο στην Αρμενία, όπου και μαρτύρησε κατά το 50 μ.Χ. Έτσι η
αρμενική Εκκλησία είναι αποστολική, θεμελιωμένη στο αίμα του αποστόλου
Ιούδα. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος αναφέρει, ότι ο Ιούδας εκήρυξε το Ευαγγέλιο
στην Ιουδαία, στη Γαλιλαία και στην Σαμάρεια, κατόπιν δε στη Συρία και στη
Μεσοποταμία και ότι πέθανε στην Έδεσσα της Συρίας. Η μνήμη του εορτάζεται
στις 21 Αυγούστου.
ια. Ο απόστολος Ιάκωβος του Αλφαίου.
Ο απόστολος αυτός ήταν υιός του Αλφαίου και είναι πρόσωπο διαφορετικό από
τους άλλους Ιακώβους, που αναφέρονται στα ευαγγελικά κείμενα, δηλαδή από
τον Ιάκωβο τον αδελφό του Ιωάννου, που ήταν υιός του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο,
που ήταν πατέρας του αποστόλου Ιούδα, ή Θαδαίου και από τον Ιάκωβο τον
αδελφόθεο, που ήταν υιός του Ιωσήφ του μνήστορος από προηγούμενη γυναίκα
του. Εάν ο Ιάκωβος του Αλφαίου ταυτίζεται με τον Ιάκωβο το «μικρό», αδελφό
του Ιωσή, που λεγόταν μικρός, είτε λόγω του νεαρού της ηλικίας του, είτε για να
διακρίνεται από τον άλλο Ιάκωβο, τον υιό του Ζεβεδαίου, δεν είναι βέβαιο. Αν
αυτό αληθεύει, τότε η μητέρα του λεγόταν Μαρία, που είναι γνωστή στα
ευαγγελικά κείμενα ως «Μαρία του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή μήτηρ»
(Μαρκ.15,40), την οποία ο Μάρκος προσδιορίζει με την φράση αυτή, για να την
ξεχωρίσει από τις άλλες Μαρίες και η οποία ανήκε στην ομάδα των μυροφόρων.
Για την παρουσία και τον ρόλο του μέσα στον κύκλο των δώδεκα τίποτε το
ιδιαίτερο δεν αναφέρουν τα ευαγγελικά κείμενα. Επίσης για την ιεραποστολική
δράση του μετά την Πεντηκοστή και για την θέση του στην αρχαία Εκκλησία δεν
μας δίδει επαρκή στοιχεία η Παράδοση. Μόνο ο βιογράφος του, Νικήτας
Παφλαγών μας πληροφορεί, ότι ο Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην Γάζα,
στην Ελευθερούπολη και τις γειτονικές πέριοχές, υπέστη δε μαρτυρικό θάνατο
στην Αίγυπτο, στην πόλη Οστρακίνη. Η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Οκτωβρίου.
ιβ. Ο απόστολος Σίμων ο Ζηλωτής.
Ο απόστολος αυτός είναι γνωστός στα ευαγγελικά κείμενα με την προσωνυμία
Ζηλωτής ή Κανανίτης, που σημαίνει το ίδιο πράγμα, διότι η αραμαϊκή λέξη
«Κανανά» μεταφράζεται στα ελληνικά Ζηλωτής. Δεν είναι βέβαιο, αν καταγόταν
από την Κανά της Γαλιλαίας, όπως τον θέλει κάποια άλλη παράδοση. Έλαβε την
προσωνυμία «Ζηλωτής», διότι κατά πάσα πιθανότητα ανήκε, προτού να γίνει
μαθητής του Χριστού, στο θρησκευτικό κόμμα των Ζηλωτών. Σύμφωνα με την
παράδοση εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην Περσία, στην Αίγυπτο και στη Μεγάλη
16
Βρετανία, όπου υπέστη μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 10
Μαΐου.
ιγ. Σύνομη αναφορά στην ιεραποστολή δράση ορισμένων ακόμη αποστόλων
του 1ου αιώνα μ.Χ.
Εκτός από τους δώδεκα υπήρξαν και άλλα πρόσωπα στην αρχέγονη Εκκλησία
που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο ιεραποστολικό και ποιμαντικό έργο της. Τα
σπουδαιότερα εξ αυτών ήταν τα εξής:
α. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος.
Ο Ιάκωβος ονομάστηκε «αδελφόθεος» εξ αιτίας της συγγένείας του με τον
Χριστό, επειδή ήταν τέκνο του Ιωσήφ του μνήστορος από προηγούμενη γυναίκα
του. Έγινε μαθητής του Ιησού μετά την ανάστασή του και πολύ νωρίς κατέλαβε
πρωτεύουσα, ηγετική θέση ανάμεσα στους αποστόλους, όχι μόνο εξ αιτίας της
συγγένειάς του με τον Ιησού, αλλά και εξ’ αιτίας της αγιότητός του και της
ασκητικής του διαγωγής. Ο απόστόλος Παύλος στην Α΄ Κορ.15,7 αναφέρει, ότι ο
Ιησούς μετά την ανάστασή του εμφανίστηκε και στον Ιάκωβο κατά ένα ιδιαίτερο
τρόπο και αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι και αυτός κλήθηκε να γίνει
μαθητής και απόστολός του, όπως και ο απόστολος Παύλος, με ιδιαίτερη κλήση.
Η άποψη αυτή ενισχύεται, αν λάβουμε υπ’ όψη μας, ότι ο ίδιος ο Παύλος στην
προς Γαλάτας επιστολή του (1,19) χαρακτηρίζει τον Ιάκωβο «απόστολο», ενώ
λίγο πιο κάτω, (2,9), τον ονομάζει «στύλο της Εκκλησίας» μαζί με τους δύο
άλλους αποστόλους, Πέτρο και Ιωάννη. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
αναφέρει, ότι ο Ιάκωβος δέχθηκε από τον ίδιο τον Χριστό την χειροτονία του,
όταν εμφανίστηκε σ’ αυτόν μετά την ανάστασή του. Ο Λουκάς στις Πράξεις μας
πληροφορεί, ότι όταν ο Πέτρος αποφυλακίστηκε με θαυμαστό τρόπο και ήρθε στο
σπίτι της μητέρας του Μάρκου, ζήτησε από τους πιστούς να απαγγείλουν «ταύτα
Ιακώβω και τοις αδελφοίς», (12,17), να ενημερώσουν δηλαδή τον Ιάκωβο σχετικά
με τη θαυμαστή απελευθέρωσή του. Και αυτό πάλι δείχνει την εξαιρετική θέση
του Ιακώβου στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μας
δίνει την μαρτυρία, ότι ο Ιάκωβος ήταν ο πρώτος «επίσκοπος Ιεροσολύμων».
Στην Αποστολική Σύνοδο ήταν επικεφαλής της Συνόδου και η δική του γνώμη
επηρέασε αποφασιστικά την τελική απόφασή της. Αργότερα, όταν ο Παύλος
έφθασε με τους συνοδούς του στα Ιεροσόλυμα, μετά την τρίτη περιοδεία του,
παρουσιάστηκε στον Ιάκωβο και στους πρεσβυτέρους, για να τους διηγηθεί τη
δράση του για την διάδοση του Ευαγγελίου. Έγραψε Καθολική Επιστολή, την
οποία απευθύνει στις δώδεκα φυλές, που βρίσκονται στη διασπορά, δηλαδή προς
τους ανά τα Έθνη εξ’ Ιουδαίων Χριστιανούς, γύρω στο 55-60 μ.Χ. Σύμφωνα με
πληροφορίες ιστορικών της εποχής εκείνης, (Ιώσιππος και Ηγήσιπος),
ονομαζόταν απ’ όλους «δίκαιος», δηλαδή άνθρωπος αφοσιωμένος στο Θεό.
Λέγεται επίσης, ότι τα γόνατά του είχαν βγάλει «τύλους», δηλαδή ρόζους, εξ’
17
αιτίας της πολύωρης προσευχής. Ο Ιάκωβος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα μέχρι το
μαρτυρικό του θάνατο. Η αγία ζωή του, που ενέπνεε τους Χριστιανούς,
προκάλεσε το μίσος των φανατικών Φαρισαίων, οι οποίοι τον συνέλαβαν, τον
ανέβασαν στο πτερύγιο του Ναού και τον πίεζαν να βλασφημήσει τον Χριστό.
Επειδή όμως εκείνος δεν υποχωρούσε, τον έσπρωξαν και τον έριξαν από εκεί
κάτω. Την ώρα δε εκείνη ο απόστολος επανέλαβε τα λόγια του Κυρίου: «Πάτερ
άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Η μνήμη του εορτάζεται στις 23
Οκτωβρίου. Σύμφωνα με την Παράδοση, έγραψε Θεία Λειτουργία, η οποία φέρει
το όνομά του και η οποία πιθανότατα βρισκόταν σε χρήσει κατά τους
πρωτοχριστιανικούς χρόνους.
β. Ο απόστολος Βαρνάβας.
Ο Βαρνάβας ανήκε στους μαθητές του Κυρίου από τον κύκλο των 70. Ήταν
Λευΐτης, Κύπριος στην καταγωγή, και όπως σημειώνει γι’ αυτόν ο Λουκάς, ήταν
άνθρωπος αγαθός, πλήρης Χάριτος αγίου Πνεύματος και πίστεως. Έπαιξε
σπουδαίο ρόλο στο ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας, διότι έλαβε μέρος σε
διάφορες αποστολές. Έτσι μετά τη διάδοση του Χριστιανισμού στην Αντιόχεια
από ορισμένους Κύπριους και Κυρηναίους, η Εκκλησία των Ιεροσολύμων
απέστειλε τον Βαρνάβα στήν Αντιόχεια το 42 μ.Χ. προκειμένου να στηρίξει τους
πιστούς και να οργανώσει τη νεοσύστατη εκκλησιαστική κοινότητα. Αργότερα
απεστάλη από την Εκκλησία της Αντιόχειας μαζί με τον Παύλο στην Ιερου-
σαλήμ, προκειμένου να μεταφέρουν την οικονομική συνδρομή των πιστών της
Εκκλησίας αυτής προς τους πιστούς των Ιεροσολύμων. Την άνοιξη του 45 μ.Χ.
απεστάλη, κατόπιν εκλογής και εντολής του αγίου Πνεύματος, με τον Παύλο σε
ιεραποστολική περιοδεία στην Κύπρο και τη Μικρά Ασία, για την οποία ήδη
έγινε λόγος στην πρώτη περιοδεία του Παύλου. Το 49 μ.Χ. απεστάλη και πάλι με
τον Παύλο και μερικούς ακόμη από την Εκκλησία της Αντιοχείας στην
Ιερουσαλήμ, προκειμένου να λάβουν μέρος στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο
προς επίλυση του ζητήματος της περιτομής. Μετά την Αποστολική Σύνοδο οι
απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος αποχωρίσθηκαν μεταξύ τους λόγω επελθούσης
διαφωνίας με αφορμή τον Μάρκο, έτσι ώστε ο μεν Παύλος να πορευθεί προς την
Μικρά Ασία, ο δε Βαρνάβας προς την Κύπρο. Για την περαιτέρω δράση του
Βαρνάβα δεν έχουμε άλλες πληροφορίες από τις Πράξεις. Από την Παράδοση
πληροφορούμαστε, ότι ο απόστολος εκήρυξε επί πλέον στην Αλεξάνδρεια και στη
Ρώμη και ότι είχε μαρτυρικό θάνατο στην Κύπρο γύρω στο 57 μ. Χ. Η μνήμη του
εορτάζεται στις 11 Ιουνίου.
γ. Ο απόστολος και ευαγγελιστής Μάρκος.
Ο Μάρκος, που λεγόταν και Ιωάννης, ήταν ανεψιός του αποστόλου Βαρνάβα,
πιθανότατα Κύπριος στην καταγωγή. Ήταν υιός της Μαρίας, το σπίτι της οποίας
χρησιμοποιείτο ως ένας από τους τόπους συγκεντρώσεως και λατρείας των
18
πρώτων Χριστιανών των Ιεροσολύμων. Συμμετείχε στην πρώτη περιοδεία του
Παύλου μαζί με τον Βαρνάβα. Στην Πέργη όμως της Παμφυλίας αποχωρίστηκε
από αυτούς και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. Αργότερα, μετά τον αποχωρισμό του
Παύλου από τον Βαρνάβα, ακολούθησε τον θείο του σε μια δεύτερη περιοδεία
στην Κύπρο. Μετά διάστημα περίπου δέκα ετών ο Μάρκος βρίσκεται στη Ρώμη
και μάλιστα κοντά στον Παύλο κατά την πρώτη φυλάκισή του,
συγκαταριθμούμενος μεταξύ των εκλεκτών συνεργατών του, όπως τούτο
μαρτυρείται από την προς Κολασσαείς επιστολή (4,10), όπου τον ονομάζει
«συναιχμάλωτό του» και την προς Φιλήμονα (24), όπου τον ονομάζει «συνερ-
γον» του. Στην Β΄ πρός Τιμόθεον (4,11) ονομάζει τον Μάρκο «εύχρηστον εις
διακονίαν» και ζητεί από τον Τιμόθεο να τον παραλάβει μαζί του και να έρθει
προς αυτόν. Δε γνωρίζουμε, αν τότε πράγματι ήρθε ο Μάρκος στη Ρώμη και αν
προφθάσε τον Παύλο εν ζωή. Μετά τον θάνατο του Παύλου, ή ολίγον προ αυτού,
ο Μάρκος βρίσκεται με τον Πέτρο και άλλους αποστόλους στη Βαβυλώνα της
Αιγύπτου, (Κάϊρο), σύμφωνα με την μαρτυρία της Α΄ Καθολικῆς Επιστολής του
Πέτρου, «ασπάζεται υμάς η εν Βαβυλώνι συνεκλεκτή και Μάρκος ο υιός μου»
(5,13). Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο, ο Μάρκος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην
Αίγυπτο, οργάνωσε την τοπική Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, την οποία κατέστησε
κέντρο του όλου ιεραποστολικού του έργου στην ευρύτερη περιοχή της Αιγύπτου,
Λιβύης και Πενταπόλεως και χειροτόνησε ως πρώτο επίσκοπό της τον Ανιανό.
Εκεί μάλλον έγραψε γύρω στο 64-68 μ.Χ. και το Ευαγγέλιό του, το οποίο απηχεί
το κήρυγμα του Πέτρου. Σύμφωνα με την Παράδοση είχε μαρτυρικό θάνατο στην
Αλεξάνδρεια. Η μνήμη του εορτάζεται στις 25 Απριλίου.
δ. Ο απόστολος και ευαγγελιστής Λουκάς.
Ο Λουκάς ήταν Εθνικός και καταγόταν από την Αντιόχεια. Στην πόλη αυτή
σπούδασε την ιατρική επιστήμη και απέκτησε ευρύτατη ελληνική μόρφωση. Στην
Αντιόχεια γνώρισε το Χριστιανισμό και βαπτίσθηκε χριστιανός και εκεί κατά
πάσα πιθανότητα γνώρισε για πρώτη φορά τον απόστολο Παύλο με τον οποίο
συνδέθηκε με ισχυρούς δεσμούς εν Χριστώ αγάπης. Ο απόστολος των Εθνών
άσκησε τέτοια έλξη και επιρροή πάνω στον Λουκά, ώστε ο τελευταίος να
αποφασίσει να εγκαταλείψει την ιατρική του σταδιοδρομία και να γίνει μαθητής
και ένας από τους στενότερους και εκλεκτότερους συνεργάτες του. Στη δεύτερη
περιοδεία του Παύλου και καθ’ όν χρόνον αυτός βρισκόταν στην Τρωάδα,
συναντά το Λουκά και τον προσλαμβάνει στη συνοδεία του. Μετά την ίδρυση της
Εκκλησίας των Φιλίππων, κατ’ εντολή του παραμένει στους Φιλίππους,
προκειμένου να οργανώσει και να στηρίξει τη νεοσύστατη Εκκλησία. Εκεί
παρέμεινε ο Λουκάς επί επτά χρόνια, μέχρις ότου ο Παύλος ήρθε για δεύτερη
φορά στους Φιλίππους, κατά την 3η περιοδεία του, οπότε τον προσέλαβε και πάλι
στη συνοδεία του. Από τότε παρέμεινε κοντά του πιστός ακόλουθός του και τον
συνόδευσε και στην πρώτη και στην δεύτερη φυλάκισή του στη Ρώμη, κάθ’ ον
χρόνον άλλοι μαθητές του φοβήθηκαν και τον εγκατέλειψαν. Στην τελευταία
19
επιστολή του, τη Β΄ πρός Τιμόθεον, την οποία έγραψε δέσμιος στη Ρώμη, ολίγον
προ του μαρτυρικού θανάτου του, λέγει χαρακτηριστικά: «Δημάς με εγκατέλειπεν
αγαπήσας τον νυν αιώνα και επορεύθη εις Θεσσαλονίκην, Κρήσκης εις Γαλατίαν,
Τίτος εις Δαλματίαν, Λουκάς εστι μετ’ εμού». Ως ιατρός πολλές φορές θα είχε
προσφέρει τις υπηρεσίες του στον καταπονημένο από τόσες ταλαιπωρίες
απόστολο. Ο Παύλος τον μνημονεύει σε δύο ακόμη επιστολές του. Στην προς
Κολασσαείς (4,14) τον ονομάζει «ιατρό και αγαπητό», ενώ στην προς Φιλήμονα
(2,4) «συνεργό». Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Παύλου ο Λουκάς εκήρυξε το
Ευαγγέλιο σύμφωνα με την παράδοση στην Δαλματία, στη Γαλλία, στην Ιταλία,
στη Λιβύη, στην Αίγυπτο και τέλος στην Ελλάδα, όπου και μαρτύρησε στη Θήβα
της Βοιωτίας, ή κατ’ άλλη παράδοση είχε ειρηνικό θάνατο. Έγραψε το κατά
Λουκάν Ευαγγέλιο, το οποίο απηχεί το ευαγγελικό κήρυγμα του Παύλου, πιθανόν
κατά τα έτη 58-60 μ.Χ., κατά τη διάρκεια δηλαδή της φυλάκισης του Παύλου
στην Καισαρεία της Παλαιστίνης. Έγραψε επίσης και τις Πράξεις των
Αποστόλων από τη Ρώμη, κατά το 62-63 μ.Χ., πιθανότατα κατά το διάστημα της
πρώτης φυλάκισης του Παύλου στην Ρώμη. Ο Λουκάς, κατά την Παράδοση, ήταν
ζωγράφος. Οι εικόνες της Θεοτόκου που υπάρχουν στη Μονή του Μεγάλου
Σπηλαίου, στη Μονή του Κύκκου και στην Παναγία Σουμελά θεωρούνται έργα
του Λουκά. Η Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του στις 18 Οκτωβρίου.